Ο όρος ‘ύπνωση'
δημιουργήθηκε από τον σκοτσέζο γιατρό James Braid στο βιβλίο του το 1853 με τίτλο ‘Νευρο-υπνολογίαΆ (Neurypnology). Την όρισε ως ‘μια ιδιόρρυθμη κατάσταση του νευρικού συστήματος που προκαλείται από μια σταθερή και αποχωρισμένη προσοχή του νοητικού...
....
και οπτικού οφθαλμού. Θεώρησε πως η ύπνωση αποτελούσε μια μορφή ύπνου του νευρικού συστήματος και προσπάθησε να διαχωρίσει τη θεωρία του από αυτή των μεσμεριστών που πίστευαν πως τα αποτελέσματα της ύπνωσης χρησιμοποιούσαν ως μεσολαβητή τη ζωτική δύναμη ή τον ζωικό μαγνητισμό.
Εξαιτίας του μεσμερισμού και της σχέσης της με τη διασκέδαση επί σκηνής και τον τσαρλατανισμό η ύπνωση αντιμετωπίστηκε με σκεπτικισμό στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της. Ωστόσο, στα πρόσφατα χρόνια τέθηκε υπό τον εξονυχιστικό έλεγχο των γνωσιακών νευροεπιστημόνων και σήμερα θεωρείται ως μια εναλλακτική κατάσταση συνειδήσεως που συχνά αναφέρεται ως παρόμοια με την καταληψία ή την έκσταση και συνδέεται με έντονη και πλούσια φαντασία, ευκολία στην επίδραση και μειωμένο έλεγχο της πραγματικότητας. Γνωρίζουμε πως η ύπνωση μπορεί να επηρεάσει βαθιά το νου και τη συμπεριφορά με τρόπο που νοητικές διεργασίες και αντιλήψεις μπορούν εύκολα να γίνουν χειρίσημες αλλά οι νευρικοί μηχανισμοί που υπόκεινται της ύπνωσης δεν είναι πλήρως κατανοητοί.
Σύμφωνα με μια νέα έρευνα για τους νευρικούς μηχανισμούς στην παράλυση που προκαλείται μέσω ύπνωσης ο προσδιορισμός του φαινομένου από τον Braid αποδείχθηκε αξιοσημείωτα ακριβής. Η έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό 'Νευρώνας' (Neuron), επιδεικνύει το ότι η ύπνωση πράγματι οδηγεί σε αυξημένη δραστηριότητα σε περιοχές του εγκεφάλου που εμπλέκονται στην προσοχή, όπως επίσης σε άλλες περιοχές που εμπλέκονται στη νοητική φαντασίωση και στην ενημερότητα του εαυτού (αυτοσυνείδηση). Συνεπώς η ύπνωση μπορεί να ασκήσει έλεγχο σε σωματικές κινήσεις ενισχύοντας τις νοητικές αναπαραστάσεις του εαυτού (ή την εικόνα για τον εαυτό) και εστιάζοντας την προσοχή σ' αυτές.
Ο Yann Cojan και οι συνεργάτες του στο νευροεπιστημονικό κέντρο του Πανεπιστημίου της Geneva χρησιμοποίησαν λειτουργική νευρωνική απεικόνιση για να ελέγξουν εάν η υπνωτική υποβολή για παράλυση θα ενεργοποιούσε διεργασίες κινητικής αναστολής και στην περίπτωση που επιβεβαιωνόταν η υπόθεση αυτή, εάν αυτές οι διεργασίες αντιστοιχούν στις διεργασίες που είναι υπεύθυνες για τέτοιου είδους αναστολές κάτω από μη υπνωτικές συνθήκες. Για τη νέα αυτή έρευνα στρατολόγησαν 18 υγιείς εθελοντές και τους ζήτησαν να εκτελέσουν ένα έργο 'δράσης μη δράσης' (go-no go) ενώ παράλληλα οι εγκέφαλοί τους σαρωνόντουσαν από λειτουργική μαγνητική τομογραφία (fMRI).
Στους συμμετέχοντες αρχικά ζητήθηκε να εστιάσουν το βλέμμα τους σε έναν σταυρό που εμφανιζόταν για μισό δευτερόλεπτο. Αυτό ακολουθούνταν από μια ασπρόμαυρη φωτογραφία ενός δεξιού ή αριστερού χεριού και αυτό αποτελούσε ένα στοιχείο που επιδεικνυόταν για να τους προετοιμάσει για μια επερχόμενη δράση. Μετά από ένα διάστημα ενός έως πέντε δευτερολέπτων το χέρι άλλαζε χρώμα. Εάν άλλαζε σε πράσινο, έπρεπε να αντιδράσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα πιέζοντας ένα κουμπί με το αντίστοιχο χέρι. Εάν άλλαζε σε κόκκινο θα έπρεπε να κρατήσουν την προετοιμασμένη κίνηση και να μην κάνουν τίποτε. Αυτό το έργο έγινε ενώ οι συμμετέχοντες ήταν είτε κάτω από ύπνωση και τους είχε ειπωθεί πως το αριστερό τους χέρι είχε παραλύσει, ή σε μια φυσιολογική κατάσταση. Σε μια τρίτη συνθήκη του πειράματος (τη συνθήκη ελέγχου), 6 από τους συμμετέχοντες έκαναν το έργο ενώ υποκρινόντουσαν πως είχανε υποστεί παράλυση (δηλαδή συμπεριφερόντουσαν σα να μη μπορούσαν να κινήσουν τα δάχτυλα του αριστερού τους χεριού).
Στη φυσιολογική κατάσταση οι συμμετέχοντες έκαναν το έργο με μεγάλη ακρίβεια αντιδρώντας σωστά στις συνθήκες δράσης και μη δράσης με τα δύο χέρια σε πάνω από 97% των δοκιμών. Κάτω από την επήρεια ύπνωσης, έκαναν το έργο με την ίδια ακρίβεια όταν επρόκειτο για το δεξί τους χέρι, αλλά δεν έκαναν καμία κίνηση με το αριστερό τους. Αυτά τα συμπεριφορικά δεδομένα υποδηλώνουν πως η υπνωτική υποβολή για παράλυση υπήρξε επιτυχής και πως η ύπνωση δεν επέδρασε στην επίδοση του έργου στο χέρι που δεν είχε συμπεριληφθεί στην οδηγία για παράλυση.
Εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο είχε σχεδιαστεί το πείραμα τα δεδομένα από το fMRI επέτρεψαν στους ερευνητές να ελέγξουν δύο υποθέσεις. Πρώτον, μπορούσαν να ελέγξουν εάν η υπνωτική υποβολή για παράλυση κατάστειλε την πρόθεση για κίνηση, αναλύοντας την εγκεφαλική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια του μεσοδιαστήματος προετοιμασίας, ή εάν κατάστειλε τις ίδιες τις κινήσεις. Δεύτερον, μπορούσαν να προσδιορίσουν εάν η υπνωτική παράλυση εμπλέκει τους ίδιους ανασταλτικούς νευρωνικούς μηχανισμούς όπως η εθελοντική καταστολή της κίνησης, συγκρίνοντας την εγκεφαλική δραστηριότητα που μετρήθηκε κατά τις συνθήκες δράσης και μη δράσης σε όσους είχαν υπνωτιστεί και στις ομάδες ελέγχου όπου οι συμμετέχοντες υποκρινόντουσαν πως είχαν παράλυση.
Η προετοιμασία για την εκτέλεση μιας κίνησης οδηγεί σε δραστηριοποίηση του κινητικού φλοιού που συνδέεται με τον σχεδιασμό να εκτελεστούν οι απαιτούμενες εντολές. (Ο προγραμματισμός για να κινήσει κανείς το δεξί του χέρι προκαλεί ενεργοποίηση στον αριστερό κινητικό φλοιό και αντίστροφα). Εάν η υπνωτική παράλυση καταστέλλει την πρόθεση για κίνηση, τότε κάποιος θα περίμενε αυτή η πρώιμη κινητική δραστηριοποίηση του φλοιού να απουσιάζει σε όλες τις δοκιμές που έγιναν κάτω από ύπνωση. Αλλά όταν οι ερευνητές εξέτασαν την δραστηριοποίηση του κινητικού φλοιού κατά τη διάρκεια του μεσοδιαστήματος μετά από το στοιχείο προετοιμασίας, δε διαπίστωσαν κάποια διαφορά μεταξύ των φυσιολογικών και των υπνωτικών καταστάσεων.
Υπήρχε ωστόσο μια διαφορά στην δραστηριοποίηση του εγκεφάλου που συνδεόταν με την πραγματοποίηση των κινήσεων των χεριών. Κατά τη διάρκεια των δοκιμών που περιλάμβαναν κινήσεις του δεξιού βραχίονα παρατηρήθηκε δραστηριοποίηση στον αριστερό κινητικό φλοιό στους συμμετέχοντες που άνηκαν και στις δύο καταστάσεις, τόσο στην φυσιολογική όσο και σε αυτή της ύπνωσης. Αντίθετα, στις δοκιμές που περιλάμβαναν την κίνηση του αριστερού χεριού παρατηρήθηκε δραστηριότητα στον δεξί κινητικό φλοιό σε όσους βρίσκονταν στην φυσιολογική κατάσταση, αλλά όχι σε όσους είχαν υπνωτιστεί. Αυτό φυσικά ήταν αναμενόμενο, οι υπνωτισμένοι συμμετέχοντες δεν κούνησαν στην πραγματικότητα το αριστερό τους χέρι σε καμία από τις δοκιμές κι έτσι δεν υπήρχε κάποια αντίστοιχη εγκεφαλική δραστηριότητα.
Αλλά θα έπρεπε να υπάρχει ένα διαφορετικό μοτίβο δραστηριοποίησης που να συνδέεται με την υπνωτική παράλυση κι έτσι οι ερευνητές συνέκριναν τη συνολική εγκεφαλική δραστηριότητα στις τρεις πειραματικές συνθήκες. Αυτό έδειξε πως κατά τη διάρκεια των δοκιμών που οι υπνωτισμένοι συμμετέχοντες δε θα έκαναν κάποια κίνηση με το αριστερό χέρι που είχε παραλύσει, σε αντίθεση με αυτούς που βρισκόντουσαν σε φυσιολογική κατάσταση, υπήρξε αυξημένη δραστηριότητα σε περιοχές του προμετωπιαίου και βρεγματικού φλοιού που εμπλέκονται στον έλεγχο της δράσης και στην προσοχή, αντίστοιχα. Υπήρξε επίσης αυξημένη δραστηριότητα σε μια εγκεφαλική περιοχή που λέγεται προσφηνοειδές λόβιο, που είναι γνωστό πως εμπλέκεται στη νοητική φαντασίωση και ιδιαίτερα στην αναπαράσταση του εαυτού. Στην ομάδα ελέγχου, η υποκρινόμενη παράλυση του αριστερού χεριού οδήγησε σε αυξημένη δραστηριότητα στην δεξιά κάτω μετωπιαία έλικα, που είναι γνωστό πως σχετίζεται με την αναστολή της κίνησης. Ωστόσο, η υπνωτική παράλυση δεν προκάλεσε αυξημένη δραστηριότητα σ' αυτήν την περιοχή κι έτσι φαίνεται πως δεν αποτελεί αποτέλεσμα της αναστολής του κινητικού σχεδιασμού.
Τα παραπάνω ευρήματα υποδεικνύουν πως η ύπνωση επηρεάζει τον έλεγχο των κινήσεων μέσω εσωτερικών αναπαραστάσεων που μπορεί να παράγονται λόγω της επαύξησης της φαντασίωσης του εαυτού. Λόγω της αύξησης της παρακολούθησης του εαυτού και της αυξημένης προσοχής καθώς και της ευκολίας στην επίδραση που έρχονται ως αποτέλεσμα της ύπνωσης, αυτές οι εσωτερικές αναπαραστάσεις παίρνουν τον έλεγχο του αριστερού χεριού και το εμποδίζουν από το να κινηθεί. Αυτό συμβαίνει επειδή η υπνωτική παράλυση προκαλεί μια επαναδιαμόρφωση της δράσης στα κέντρα ελέγχου των λειτουργιών, οδηγώντας σε αλλαγές στη λειτουργική συνδεσιμότητα μεταξύ του προκινητικού και κινητικού φλοιού, έτσι ώστε υπάρχει μειωμένο ταίριασμα μεταξύ των περιοχών που σχετίζονται με τον σχεδιασμό των κινήσεων και των περιοχών που τις εκτελούν. Αυτό το μοντέλο παρέχει ένα νέο πλαίσιο εργασίας για επόμενες μελέτες σχετικά με τις νευροβιολογικές βάσεις της ύπνωσης.
pathfinder