Η συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας περί οριοθέτησης των ζωνών της υφαλοκρηπίδας βασίζεται στην αρχή της μέσης γραμμής για τον καθορισμό της διαχωριστικής γραμμής. Πιο συγκεκριμένα, το πρώτο άρθρο εξηγεί ότι:
«επί τω τέλει εφαρμογής της αρχής της μέσης γραμμής της μνημονευόμενης εις το προοίμνιον της παρούσης Συμφωνίας [...], η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των ζωνών της υφαλοκρηπίδος των ανηκουσών εις έκαστον των δύο Κρατών καθορίζεται δια των τόξων μεγίστου κύκλου τα οποία συνδέουν τα ακόλουθα σημεία [...]».
Το ενδιαφέρον αυτής της...
προσέγγισης δεν οφείλεται μόνο στη μεθοδολογία, αλλά και στην επιλογή της μεθοδολογίας. Αυτή η επιλογή αποτελεί επιχείρημα και για άλλες περιοχές της Ελλάδας όπου το θέμα της υφαλοκρηπίδας δεν θεωρείται ακόμα από όλα τα μέρη ως κλειστό. Τα 16 σημεία που περιγράφει αυτή η Συνθήκη δίνουν ένα ξεκάθαρο πλαίσιο διαχωρισμού, ο οποίος βασίζεται στην επίλυση ενός μαθηματικού προβλήματος και όχι σε μία πολιτική ή ιδεολογική διαφορά όπου η διπλωματία θα μπορούσε να πατήσει για να στηρίξει την άποψή της. Στο εδάφιο 3 διευκρινίζεται ότι:
προσέγγισης δεν οφείλεται μόνο στη μεθοδολογία, αλλά και στην επιλογή της μεθοδολογίας. Αυτή η επιλογή αποτελεί επιχείρημα και για άλλες περιοχές της Ελλάδας όπου το θέμα της υφαλοκρηπίδας δεν θεωρείται ακόμα από όλα τα μέρη ως κλειστό. Τα 16 σημεία που περιγράφει αυτή η Συνθήκη δίνουν ένα ξεκάθαρο πλαίσιο διαχωρισμού, ο οποίος βασίζεται στην επίλυση ενός μαθηματικού προβλήματος και όχι σε μία πολιτική ή ιδεολογική διαφορά όπου η διπλωματία θα μπορούσε να πατήσει για να στηρίξει την άποψή της. Στο εδάφιο 3 διευκρινίζεται ότι:
«τα συμβαλλόμενα Μέρη συμφωνούν όπως προς το παρόν η οριοθέτησις μη επεκταθεί, προς Βορρά πέραν του σημείου 1 και προς Νότον πέραν του σημείου 16.»
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν θα υπάρχει στο μέλλον μια επέκταση, όπως το αποδεικνύει η τελευταία παράγραφος.
«Η οριοθέτησες αύτη θα επεκταθεί μεταγενεστέρως προς τας αυτάς κατευθύνσεις προς τα δύο πλευράς μέχρις των σημείων συναντήσεως μετά των ζωνών της υφαλοκρηπίδος των αντιστοίχων γειτονικών πλευρών.»
Έχει, επίσης, ενδιαφέρον η δεύτερη παράγραφος για την αντιμετώπιση μελλοντικών διαπραγματεύσεων και σε άλλα μέτωπα τέτοιου τύπου.
«Εάν η διαφορά δεν διευθετηθεί εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών εφ’ όσον το έν των συμβαλλομένων Μερών γνωστοποιήση την πρόθεσίν του όπως κινήση την υπό του προηγουμένου εδαφίου προβλεπόμενη διαδικασία, αύτη θέλει υποβληθή εις το Διεθνές Δικαστήριον τη αιτήσει του ενός των συμβαλλομένων Κρατών, ή εις πάσαν ετέραν διεθνή δικαιοδοτικήν αρχήν, ήτις ήθελεν επιλεγή δια κοινής συμφωνίας.»
Αν δεν συμπεριλαμβάνουμε τέτοια δεδομένα στη σκέψη μας, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων, τότε δεν πρέπει να μας εκπλήττει το γεγονός ότι νιώθουμε γυμνοί ενάντια στη βαρβαρότητα.
opus