p

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

Γιατί ο θεός ήταν τόσο σκληρός στις γυναίκες και στα φίδια

99D0BE42ECC1512A454CD5332F5462 Γιατί ο θεός ήταν τόσο σκληρός στις γυναίκες και στα φίδιαΆρ­θρο του Clarence Darrow (1857-1938), έτους 1929, (Α­με­ρι­κα­νός δι­κη­γό­ρος, λέ­κτο­ρας και συγ­γρα­φέ­ας. Μέγας σκεπτικιστής.)


Τελευταία έχω διερωτηθεί αρκετά γύρω από μια θε­ο­λο­γι­κή ερώ­τη­ση που ίσως εί­ναι δυ­να­τόν κά­ποιος ανα­γνώ­στης να απα­ντή­σει. Ίσως κά­ποιος άλ­λος να έχει βρει το μπε­λά του μ’ αυ­τήν πρω­τύτε­ρα, αλ­λά εγώ δεν έχω δει αυτό το θέ­μα πο­τέ γραμ­μέ­νο και εί­ναι δυ­να­τό να εί­ναι κα­θα­ρά δι­κή μου ανα­κάλυψη. Εί­ναι φυ­σι­κό ότι, εν­δια­φέ­ρο­μαι πά­ρα πο­λύ για τη θρη­σκεία και έχω με­λε­τή­σει κα­λά την Γέ­νε­σιν, όπως κά­θε ένας οφεί­λει να το κά­νει. Το πώς προ­ήλ­θε το αν­θρώ­πι­νο γέ­νος, για να μη μι­λή­σου­με για τη Γη, κα­θί­στα­ται πολύ απλό ερώ­τη­μα στο θε­ό­πνευ­στο βιβλί­ο.
Όταν ο Θε­ός εποί­η­σε τον Αδάμ κα­τά τον κα­λύ­τε­ρο δυ­να­τό τρό­πο που μπο­ρού­σε, με­τά ανα­κά­λυ­ψε ότι ο Αδάμ ήταν μό­νος, και γι’ αυ­τό έφτια­ξε την Εύα για να του κά­νει πα­ρέ­α. Με­τά πλέ­ον δεν ήταν πο­τέ ξα­νά μο­να­χός του.
Ο Θε­ός επί­σης δη­μιούρ­γη­σε όλα τα εί­δη των φυ­τών και των ζώ­ων, και ανά­με­σα σ’ όλα τα ζώα έφτια­ξε «τον όφιν» (το φί­δι), και εί­τε ο Θε­ός εί­τε ο γραμ­μα­τέ­ας του ή κά­ποιος άλ­λος, εί­πε ότι το φί­δι ήταν το «ε­φυέ­στε­ρον» από όλα τα ζώα του αγρού. Εν­νο­εί­ται πως αν εξαι­ρέ­σουμε αυ­τή την ιστο­ρι­ού­λα, με με­γά­λη δυ­σκο­λία θα πί­στευα ότι το φί­δι ήταν το πιο έξυ­πνο από τα ζώ­α. Του­λά­χι­στον δεν έχει το μυα­λό που πολ­λά άλ­λα ζώα διαθέ­τουν. Παρ’ όλα ταύ­τα, αυ­τό δεν εί­ναι το ση­μείο που με απασχολεί. Ο Θε­ός έβα­λε τον Αδάμ και την Εύα στον κή­πο και τους έδω­σε δι­καί­ω­μα να τρώ­νε τα πά­ντα εκτός από τον καρ­πό του Δέν­δρου της Γνώ­σε­ως.
Αυ­τό μου φαί­νε­ται αρκε­τά εύ­λο­γο, αφού οι εκλεγ­μέ­νοι πρά­κτο­ρες του Θε­ού εδώ στη Γη εί­ναι πάν­το­τε απασχο­λη­μέ­νοι με το να εμπο­δί­ζουν τον κό­σμο από το να φά­γει αυ­τό τον καρπό. Σ’ αυ­τή την προ­σπά­θεια έχουν κα­τα­πλη­κτι­κή επι­τυ­χί­α. Αλ­λά αυ­τό όπως και πριν δεν εί­ναι το κύ­ριο ση­μεί­ο. Μια μέ­ρα το φί­δι ήλ­θε στην Εύα και της εί­πε κά­τι για να φά­ει αυ­τό τον απα­γο­ρευ­μέ­νο καρπό. Εκεί λοι­πόν η Εύα εί­πε στο φίδι —η γλώσ­σα στην οποία συ­νο­μί­λη­σαν δεν έχει κα­τα­γρα­φεί— ότι ο Θε­ός της εί­χε πει, ή του­λά­χι­στον τον εί­χε ακού­σει αφού απ’ αυ­τόν προ­ήλ­θε: «Ε­σείς δεν θα φά­τε απ’ αυ­τόν ού­τε θα τον αγ­γί­ξε­τε για να μην απο­θάνετε.». Και τό­τε λοι­πόν το φί­δι λέ­γει ότι ακό­μα και αν έτρω­γε δεν θα απέθνησκε.
Ού­τε αυτό με εν­δια­φέρει. Ποιος έχει δί­κιο θα το αφή­σω με­τα­ξύ του Θε­ού και του φιδιού. Αλ­λά, εν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, σε σύ­ντο­μο χρο­νι­κό διά­στη­μα ο Αδάμ και η Εύα άκου­σαν τη φω­νή του Θε­ού που περι­πα­τού­τε μέ­σα στον κή­πο κα­τά το δει­λι­νό εκεί­νης της ημέ­ρας και κρύ­φτηκαν ανά­με­σα στα δέ­νδρα. Και ο Θε­ός μί­λη­σε στον Αδάμ και τους ρώ­τη­σε για­τί έφυ­γαν να κρυ­φτούν, και ο Αδάμ απά­ντη­σε επειδή ήταν γυμνοί. Σ’ αυ­τό το ση­μείο ο Θε­ός εί­χε ένα προ­αί­σθη­μα ότι δεν θα είχαν ανα­κα­λύ­ψει πως ήταν γυ­μνοί εάν δεν εί­χαν φά­γει τον απα­γο­ρευ­μέ­νο καρπό. Ο Θε­ός ρώ­τη­σε τον Αδάμ για­τί τον έ­φαγε. Και ο Αδάμ έρι­ξε όλο το βά­ρος στην Εύα που τον δε­λέ­α­σε. Και όταν ο Θε­ός μί­λη­σε στην Εύα γι’ αυ­τό το ζή­τη­μα, εκεί­νη έρι­ξε όλες τις ευ­θύ­νες στο φί­δι.
Έτσι δεν έμει­νε τί­πο­τα για τον Θεό πα­ρά να αναγ­γεί­λει κα­τα­δί­κη, και αρ­χί­ζο­ντας από το φί­δι του λέ­γει: «Εί­σαι κα­τα­ρα­μέ­νο πά­νω από όλα τα ζώα και πά­νω από κά­θε θη­ρίο του αγρού. Πά­νω στην κοι­λιά σου θα προ­χω­ράς και χώ­μα θα τρως όλες τις μέ­ρες της ζω­ής σου. Και θα βάλ­λω εχ­θρό­τη­τα ανά­με­σα σε σέ­να και την γυ­ναί­κα, και ανά­με­σα στο σπέρ­μα σου και το δι­κό της σπέρ­μα. Αυ­τό θα σου συ­ντρί­ψει την κε­φα­λή και συ θα του δα­γκώ­σεις τη φτέρ­να». Θα ήταν πο­λύ εν­δια­φέ­ρον να μά­θου­με πως το φί­δι προχω­ρού­σε πριν από αυ­τή την κα­τά­ρα, αλ­λά δεν υπάρ­χει τί­πο­τα γι’ αυ­τό μέ­σα στη Γέ­νε­σιν ή κα­νέ­να άλ­λο μέ­ρος του αγί­ου βι­βλί­ου.
Θα ήταν επί­σης πο­λύ εν­δια­φέ­ρον να μά­θου­με πως το φί­δι με­τά απ’ αυ­τή τη στιγ­μή τα κα­τά­φε­ρε να ζει τρώ­γο­ντας χώ­μα, αλ­λά ού­τε κι’ αυ­τό έχει πο­τέ εξη­γη­θεί, μέ­χρις ότου οι φυ­σιο­δί­φες ανα­κά­λυ­ψαν ότι έτρω­γε άλ­λες τρο­φές.
Με­τά την αναγ­γε­λία της κα­τα­δί­κης πά­νω στο ερ­πε­τό, ο Θε­ός γύ­ρι­σε στην Εύα και εί­πε: «Θα πολ­λα­πλα­σιά­σω σε με­γά­λο πλή­θος τις λύ­πες σου, τις θλί­ψεις σου και τους στε­ναγ­μούς σου. Με πό­νους θα γεν­νάς τα παι­διά σου, θα εξαρ­τάσαι πά­ντο­τε από τον άν­δρα σου και η επι­θυ­μία σου θα εί­ναι του αν­δρός σου και αυ­τός θα εί­ναι ο κύ­ριος σου.».
Όταν πλη­σί­α­σε τον Αδάμ του εί­πε: «Ε­πει­δή άκου­σες την κα­κή συμ­βου­λή της γυ­ναί­κας σου και έφα­γες από τον καρ­πό του δέν­δρου, από το οποίο και μό­νον σου έδω­σα εντο­λή να μην φας, κα­τα­ρα­μέ­νη θα εί­ναι η γη με τα έρ­γα σου. Με λύ­πες και κό­πους θα κερ­δί­ζεις την τρο­φή σου από τη γη όλες τις μέ­ρες τις ζω­ής σου. Αγκά­θια και τρι­βό­λια θα σου φυ­τρώ­νει η γη και θα τρέ­φε­σαι με τα χόρ­τα του αγρού. Σε όλο το διά­στη­μα της ζω­ής σου με τον ιδρώ­τα του προ­σώ­που σου θα τρως το ψω­μί σου, μέ­χρις ότου απο­θά­νεις και το σώ­μα σου επι­στρέ­ψει στη γη από την οποί­αν έχεις πλα­σθεί. Διό­τι χώ­μα εί­ναι το σώ­μα σου και στο χώ­μα θα κα­τα­λή­ξει και χώ­μα θα γί­νει.».
Το χω­ρίο εί­ναι λί­γο ασα­φές ως προς το λό­γο για τον οποί­ον ο Αδάμ έγι­νε καταρα­μένος. Επει­δή άκου­σε τη γυ­ναί­κα του ή επει­δή έφα­γε τον καρ­πό; Αλ­λά και αυ­τό δεν αξί­ζει να συ­ζη­τηθεί διε­ξο­δι­κώς. Ένε­κα αυ­τής της φο­βε­ρής θε­ο­λο­γι­κής αμαρ­τί­ας του φα­γώ­ματος του καρ­πού του δέν­δρου της γνώ­σε­ως, όλοι οι άν­θρω­ποι από κει και πέ­ρα εγεννήθηκαν με το προ­πα­το­ρι­κό αμάρ­τη­μα και μέ­σα στην αθλιό­τη­τα και προ­ορί­σθη­καν για τη φλε­γό­με­νη κό­λα­ση αιω­νί­ως. Για πε­ρισ­σό­τε­ρες λε­πτο­μέ­ρειες δια­βά­στε το βι­βλίο West­minster Catechism ή οποια­δή­πο­τε άλ­λη ορ­θό­δο­ξη εγκε­κρι­μέ­νη πη­γή (κα­τηχήσεως).
Κα­θέ­νας με αί­σθη­ση δι­καιο­σύ­νης ίσως να έλε­γε ότι ο Αδάμ και η Εύα και το φί­δι έλα­βαν ότι τους άξι­ζε. Ότι η τι­μω­ρία δεν επήκει­το μό­νο για τον Αδάμ και την Εύα και το φί­δι, αλ­λά και για όλους τους «α­πο­γό­νους και κλη­ρο­νό­μους των» μέ­χρι της συ­ντε­λεί­ας του χρό­νου. Προ­φα­νώς όμως ο Θε­ός μα­λά­κω­σε λι­γάκι, και έστει­λε τον μο­νο­γε­νή του υιό για να σταυ­ρω­θεί έτσι ώστε οι άν­θρω­ποι να ανα­κου­φι­στούν από τη φω­τιά της κο­λά­σε­ως και να ει­σέλ­θουν στη χα­ρού­μενη κα­τά­στα­ση της αιω­νί­ας ευ­λο­γί­ας υπό τον μό­νο και απλόν όρο ότι θα πι­στεύουν αυ­τή την «ι­στο­ρί­α». Σί­γου­ρα τί­πο­τε δεν θα μπο­ρού­σε να εί­ναι πιο δε­κτό απ’ αυ­τό, και δεν θα πε­ρί­με­νε κα­νείς κα­μιά με­γα­λύ­τε­ρη αμοι­βή σε φτη­νό­τερη τι­μή. Αλ­λά αυ­τό δεν εί­ναι έτσι.
Να τι εί­ναι αυ­τό που με ενοχλεί. Επει­δή λοι­πόν ο Μέ­γας Ιε­χω­βάς μα­λά­κω­σε και έστει­λε τον μο­νο­γε­νή του υιό να απο­θά­νει στο σταυ­ρό, όλοι εμείς σω­θή­κα­με από τη φω­τιά της κο­λά­σε­ως εκτός εάν εί­μα­στε τό­σο αμαρ­τω­λοί και διε­φθαρ­μέ­νοι που να μην πι­στεύ­ου­με αυ­τή την «ι­στο­ρί­α». Αλ­λά τί τρέχει με την Εύα και το φί­δι; Οι θυ­γα­τέ­ρες της Εύ­ας ακό­μα φέ­ρουν την κα­τά­ρα και κά­θε μω­ρό που γεν­νιέ­ται από τό­τε [α­κό­μη και με­τά τον σταυ­ρι­κό θά­να­το του υιού του Θε­ού] έρ­χε­ται στον κό­σμο με πό­νους και τα­λαι­πω­ρί­ες της μά­νας του, και όλα αυ­τά ένε­κα της κα­τά­ρας που απο­δό­θη­κε στην αρ­χι­κή μη­τέ­ρα του αν­θρω­πί­νου γέ­νους.
Και με το φί­δι τί έγι­νε; Για­τί ο Θε­ός δεν έδω­σε στην Εύα και στο φί­δι μια ευκαι­ρία όταν ακό­μα ασχο­λιό­ταν με αυ­τά τα πράγ­μα­τα και εί­χε μα­λα­κώ­σει η καρδιά του; Για­τί πρέ­πει όλα τα μι­κρά φι­δά­κια που έρ­χο­νται στον κό­σμο, αιωνί­ως να εί­ναι ανα­γκα­σμέ­να να προ­χω­ρούν πά­νω στις κοι­λιές τους αντί να περπα­τούν πά­νω στις ου­ρές τους όπως πι­θα­νόν να έκα­ναν πριν από την κα­τά­ρα; Για­τί άρα­γε πρέ­πει ακό­μα το σπέρ­μα της γυ­ναί­κας [οι από­γο­νοί της] να συ­ντρί­βει τις κε­φα­λές ή τα στό­μα­τα των φι­διών με πέ­τρες ή άλ­λα αντι­κεί­με­να;
Ε­άν κα­νείς ήθε­λε να κα­θο­ρί­σει τα κί­νη­τρα του Θε­ού όπως κα­θέ­νας θα έκα­νε σε κά­θε άλ­λη πε­ρί­πτω­ση, θα έλε­γε ότι κά­ποιο γρα­νά­ζι του Θε­ού ξε­γλί­στρη­σε ή ότι ο Θε­ός έχει κά­ποια ιδιαί­τε­ρη έχθρα ενα­ντί­ον των γυ­ναι­κών και των φι­διών.
Ο μεταφραστής: Διδάκτωρ Ιωάννης, Νεοκλής Φιλάδελφος, Μ. Ρούσσος
Καθηγητής Μαθηματικών, Ερευνητής Βιβλικών και Χριστιανικών ζητημάτων
Πηγή: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΕΡΑ
schizas.com