p

Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011

Κοσμοπολίτες του μπουζουκιού

Εμπλεξαν ήχους, ανακάτεψαν ιδιώματα, δοκίμασαν καινούργια παιξίματα, πειραματίστηκαν με ετερόκλητα είδη, απέκτησαν φανατικούς θαυμαστές (ανάμεσά τους και δεκάδες διάσημους και αστέρια του Χόλιγουντ).

Το american dream των ελλήνων μπουζουξήδων στις ΗΠΑ γράφτηκε με πειραματισμούς και πρωτοποριακές μουσικές συμπράξεις
Φανταστείτε έναν μεγάλο αυτοκινητόδρομο των ΗΠΑ με κάκτους και ήλιο. Ενα αυτοκίνητο τρέχει δαιμονισμένα- αρχές του ΄60- και οδηγός δεν είναι κάποιος ματαιόδοξος νέος που σπουδάζει σε κολέγιο.

Ο νεαρός στο τιμόνι με το κοκοράκι α λα Ελβις ονομάζεται Γιάννης Σταματίου ή Σπόρος, είναι Ελληνας, παίζει μπουζούκι και χρειάζεται να οδηγήσει τέσσερις ημέρες (3,5 χιλιάδες μίλια) για να μεταβεί από το Σικάγο στο Χόλιγουντ, για καλύτερο μεροκάματο και καλύτερη ζωή.

Το american dream των ελλήνων μουσικών των δεκαετιών ΄50 και ΄60 δεν ήταν ανώδυνο και αυτές τις ημέρες, που ο δεξιοτέχνης Σπόρος έφυγε από τη ζωή, επανέφερε στη μνήμη τη δική τους οδύσσεια αλλά και τα πρωτοποριακά μουσικά εγχειρήματά τους με μπλεξίματα με άλλες μουσικές και ορχήστρες- πολλά χρόνια πριν η world και ethnic μουσική μπει στο καθημερινό λεξιλόγιό μας.

Στα μέσα της δεκαετίας του ΄50, λοιπόν, οι κορυφαίοι σολίστες του μπουζουκιού ξενιτεύονται στην Αμερική, παίρνουν μαζί τις οικογένειές τους (όσοι έχουν) και εργάζονται σε ελληνικά- και όχι μόνον- κέντρα σε όλες τις πολιτείες. Αιτία είναι τα μεγάλα μεροκάματα αλλά και η φήμη για dolce vita που κανέναν δεν αφήνει αδιάφορο.

Τη ζήτηση των μπουζουκιών επιταχύνει λίγα χρόνια μετά, στα μέσα της δεκαετίας του ΄60, η επιτυχία του «Ζορμπά» και του «Ποτέ την Κυριακή», που κάνει το όργανο αντιπροσωπευτικό της χώρας μας σε όλον τον κόσμο. Οι Μανώλης Χιώτης, Δημήτρης Στεργίου ή Μπέμπης, Γιάννης Σταματίου ή Σπόρος, Γιώργος Τσιμπίδης, Στέλιος Μακριδάκης, Ανέστος Αθανασίου, Γιαννάκης Αγγέλου, Γιάννης Τατασόπουλος αλλά και οι Κώστας Καπλάνης, Ηλίας Ποτοσίδης, Σταύρος Τζουανάκος, Χάρης Λεμονόπουλος αποτελούν το πλήρωμα των καλλιτεχνών που πηγαινοέρχονται στην Αμερική ή μένουν μόνιμα εκεί.

Ο Ανέστος Αθανασίου ή Γύφτος επισκέπτεται την Αμερική την ίδια χρονιά με τον Σπόρο και διαπρέπει αμέσως στα κέντρα και με το συγκρότημά του. Πραγματοποιεί και μια σειρά από ηχογραφήσεις με τον Τζιμ Αποστόλου με την ορχήστρα του Jack Ηansen, συμπράττει με Τrio Κiss και αφήνει το στίγμα του στη δεξιοτεχνία με φανατικό ακροατή τον Ινδό Ραβί Σανκάρ.

Οι πρώτοι διδάξαντες
Βεβαίως, το πλήρωμα των ελλήνων βιρτουόζων δεν ήταν το πρώτο που πήγε στην Αμερική. Είχαν προηγηθεί προπολεμικά μουσικοί και τραγουδιστές όπως οι Μανώλης Καραπιπέρης και Τζακ Χαλκιάς, ενώ δεν είναι τυχαία η ίδρυση δισκογραφικών εταιρειών στις ΗΠΑ (όπως η Panhellenion Ρhonographic Record) την ίδια εποχή που πολλοί Ελληνες μεταναστεύουν για μια καλύτερη τύχη.

Μεταπολεμικά πρώτος απ΄ όλους στην Αμερική φτάνει ο Γιάννης Παπαϊωάννου (το 1953) και από τους ελαφρούς ο Νίκος Γούναρης. Ακολουθεί ο Γιάννης Τατασόπουλος (1955) και την επόμενη χρονιά ο Σταύρος Τζουανάκος .

Νοέμβριο του ΄57 καταφτάνει για να κατακτήσει και το αμερικανικό όνειρο στις ΗΠΑ και ο Γιάννης Σταματίου ή Σπόρος, που «έφυγε» τη Δευτέρα που μας πέρασε. Πρωτοπάτησε το πόδι του στο Σικάγο, πρωτοδούλεψε στο «Πάνθεον» με πελάτες ομογενείς και μαφιόζους. Μένει πέντε χρόνια στο Σικάγο, αμέσως μετά πηγαίνει στο Χόλιγουντ και παραμένει στις ΗΠΑ μέχρι το 1965.

Στο Χόλιγουντ τον ακούει ο Χαράτς Γιακούμπιαν, το πρώτο βιολί της κινηματογραφικής Ρaramount, και φτιάχνουν μαζί μία από τις πρώτες ορχήστρες διεθνούς μουσικής, ενώ τις πρόβες τους έρχονται να ακούσουν οι Ρόμπερτ Μίτσαμ, Κερκ Ντάγκλας, Ντιμίτρι Τόμκιν κ.ά.

Εργάζεται σε Λας Βέγκας, Σαν Φρανσίσκο, Καλιφόρνια, Πουέρτο Ρίκο με γκρουπ 13 μουσικών (ανάμεσά τους και ο ντράμερ του Ελβις Μπομπ Μόρις) και γνωρίζει την αποθέωση από κοινό και αμερικανούς μουσικούς. Μάλιστα, πρόβες του ακούνε ο ίδιος ο Ελβις, ο Σινάτρα και οι Νατ Κινγκ Κόουλ, Σάμι Ντέιβις τζούνιορ, ενώ στο Βroadway Τheatre o Ρέι Τσαρλς τον φιλοξενεί στο δικό του καμαρίνι και αγγίζει με δέος τα δάχτυλά του.

Τότε ηχογραφεί το «Golden Fingers» με 15 όργανα και αυτοσχεδιασμούς που σπάνε κόκαλα πάνω σε ξένα θέματα. Διευθυντής είναι ο Ντάνι Γκουλ της Paramount.

Το 1956 είναι η πρώτη φορά που και ο Μανώλης Χιώτης φτάνει στην Αμερική. Πηγαίνει ξανά το 1959 μαζί με τη Λίντα, ηχογραφούν, παίζουν σε κέντρα, ενώ το δικό του αμερικανικό όνειρο θα κατακτηθεί την τρίτη φορά που θα πάει εκεί, το 1964. Μένει 4 χρόνια, περιοδεύει σχεδόν σε όλη την επικράτεια των ΗΠΑ και το 1966 του απονέμεται ειδικό μετάλλιο και γίνεται επίτιμος κάτοικος των ΗΠΑ από τον τότε πρόεδρο Λίντον Τζόνσον.

Ο Χιώτης με πάντα τις κεραίες του ανοιχτές επηρεάζεται από τα μουσικά ρεύματα (όπως τα λάτιν) και τα συμπεριλαμβάνει στις δικές του συνθέσεις και παιξίματα, ενώ εμπλουτίζει τους ήχους με τις δι κές του επιρροές από τον Junco Reinhardt αλλά και κλασικά θέματα, κάνοντας την αρχή των πειραματισμών .

Λίγο μετά το 1958 εγκαθίσταται μόνιμα στην Αμερική ο Γιάννης Τατασόπουλος ή Ντίλιγκερ, δεξιοτέχνης και συνθέτης μεγάλων επιτυχιών όπως «Το κορίτσι απόψε θέλει», «Μάγισσες φέρτε βότανα» κ.ά. Εμφανίζεται στο θρυλικό Ρort Said Ηall της Ουάσιγκτον και γρήγορα γνωρίζει επιτυχία. «Ηδη από το 1960 ο πατέρας μου έπαιζε με ξένες ορχήστρες και ήταν ανοιχτός στους ξένους ήχους», αναφέρει στα «ΝΕΑ» ο 37χρονος γιος του και επίσης σολίστας του μπουζουκιού Νίκος Τατασόπουλος.

Πενιές και μάμπο
Σημεία-σταθμούς για τη δεξιοτεχνία και τους πειραματισμούς θεωρεί τη δισκογραφική δουλειά του πατέρα του με τον Roger Κing Μozan, τρομπετίστα και ενορχηστρωτή της Latin Jazz στη Νέα Υόρκη, όπου το μπουζούκι παίρνει τον σολιστικό ρόλο του, συμμετέχουν κουβανοί μουσικοί και οι πενιές μπλέκονται με τσατσά, μάμπο και μεσογειακούς ήχους. Η δουλειά ονομάζεται «Μusical Οdyssey» και ο τίτλος είναι και λίγο συμβολικός, αφού οι ξενιτεμένοι έλληνες μουσικοί περνούν τη δική τους οδύσσεια για επιβίωση αλλά και εδραίωση στον χώρο της μουσικής στο νέο, κοσμοπολίτικο τερέν. Δεν θα μπορούσαμε να μην αναφέρουμε επίσης το κοντσέρτο της 10ης Δεκεμβρίου 1967 που έδωσε ο Χάρης Λεμονόπουλος στο Κάρνεγκι Χολ με μπουζούκι και επιρροές κλασικής μουσικής, αλλά και τον δίσκο «Απ΄ τη Δύση ώς την Ανα τολή» του Γιώργου Χρηστίδη, με τον Μίμη Πλέσσα, που αποτελεί ένα από τα πρώτα πειράματα tzaz και μπουζουκιού.

Τι οδηγεί όμως έναν μπουζουξή από το απλό νυχτοκάματο (έστω το μεγάλο της Αμερικής) να συγχρωτίζεται με ξένους μουσικούς και να πειραματίζεται με νέα ετερόκλητα είδη;

«Υπήρχε τότε και έλλειψη μουσικών στα κέντρα όπου δούλευαν οι έλληνες δεξιοτέχνες και άρα πειραματίζονταν αναγκαστικά. Η ατμόσφαιρα ήταν πιο διεθνής, το κοινό πολυεθνικό και οι απαιτήσεις τεράστιες για ευρύ ρεπερτόριο και ακούσματα. Δεν ανέβαινες σε πατάρι μόνο με ελληνικό ρεπερτόριο», σημειώνει κατά τη συνομιλία μας ο Νίκος Τατασόπουλος και αυτή η παρατήρηση εξηγεί πολλά για τους πρωτοποριακούς πειραματισμούς των μπουζουξήδων πολλά χρόνια πριν μπει στην ατζέντα η λέξη ethnic. Μετά την πρώτη επίσημη και μεγάλη σύμπραξη με τον δίσκο «Μusical Οdyssey» η συνέχεια για τον Γιάννη Τατασόπουλο είχε άλλους οκτώ μεγάλους δίσκους με αφορμή την ορχήστρα του club Ρort Said. Μια ορχήστρα που αποτελούνταν από μπουζούκι, ούτι, βιολί, κιθάρα, τουμπελέκι και κανονάκι. Στο τελευταίο σημειώστε πως συμμετείχε ο κορυφαίος τούρκος μουσικός Αχμέτ Γιατμάν, που πολλοί σήμερα πίνουν νερό στο όνομά του στη γείτονα χώρα. Ολοι οι δίσκοι γίνονται σε συνεργασία του σολίστα του μπουζουκιού και του λιβανέζικης καταγωγής βιολιστή Fred Εlias. Στους δίσκους και τις συμπράξεις τους παίζουν και διασκευάζουν μελωδίες κλασικών αιγυπτίων συνθετών όπως των Αμπντέλ Ουαχάμπ και Φαρίντ Ελ Ατρας.

«Η Ελλάδα τους έδιωξε, η Αμερική τους αγκάλιασε. Οι πειραματισμοί τους είναι αντικείμενο μελέτης», μου λέει ο Νίκος Τατασόπουλος και η κουβέντα πάει στο σήμερα. «Και τώρα γίνονται πειραματισμοί αλλά λείπει η αισθητική. Δεν έχει νόημα ένα μπουζούκι που οργώνει εγωιστικά και πίσω του υπάρχει ένα τζαζ επιτελείο. Δεξιοτεχνία εξάλλου σημαίνει ο συνδυασμός τεχνικής και φαντασίας για το καλό του ακροατή», μου διευκρινίζει και μέσω Skype με ΗΠΑ κανονίζει λεπτομέρειες του δίσκου που ετοιμάζει πυρετωδώς, ο οποίος ηχογραφήθηκε στο Κaufman Studios στην Αστόρια και περιέχει τη σύμπραξη του μπουζουκιού του με βιμπράφωνο, πιάνο, ντραμς και κοντραμπάσο
nea.gr