Το να είσαι ποιητής σημαίνει να είσαι δύο άνθρωποι. Να ζεις, να αναπνέεις, να δημιουργείς σ’ ένα κοινωνικό περιβάλλον και ταυτόχρονα να το παρατηρείς, να του απομυζάς τους χυμούς, να συντονίζεσαι χαμηλά και ψηλά μαζί, στη μυστική αξία των πραγμάτων.
Σήμερα, όμως, γύρω σου ο εικοστός πρώτος αιώνας τρέχει με τα χίλια, ενώ η Ιστορία συνεχίζει τον ειρωνικό της βηματισμό, ενώ τα γεγονότα (που είναι σαν τα σακιά, μόνα τους δεν στέκουν αν δεν γεμίσουν με αισθήματα και αιτίες) αλληλοδιαδέχονται ιλιγγιωδώς το ένα το άλλο σ’ ένα άφιλτρο βιντεοκλίπ, στην αποθέωση του διαρκώς επικαιρικού. «Η απούσα αληθινή ζωή», που έλεγε ο Ρεμπώ, δεν πιθανολογείται πλέον ούτε σαν ουτοπία, έχει δραπετεύσει οριστικά, τόσο σε επίπεδο κοσμοθεωρίας όσο και σε επίπεδο ανάσας, ψυχής.
Η γη δεν έχει πια μυστικά, το χώμα, το νερό, ο αέρας είναι πολλαπλά επεξεργασμένα, ό,τι πολύτιμο: ορυκτό, υγρό, σωματίδιο έχει ήδη εξορυχθεί, ανελκυστεί, συλλεγεί, απομονωθεί και φυλάσσεται σε χώρους-μουσεία-μαυσωλεία-σκληρούς δίσκους, συμβάλλοντας σε αυτή τη γιγαντιαία επιχείρηση αποθήκευσης στοιχείων, πληροφοριών, εικόνων, λέξεων, αισθημάτων. Τα πράγματα είναι πια σαφή, η τεχνολογία υπερίσχυσε της ποιήσεως, η Άλγεβρα της Φωτιάς, κατά το δίδυμο του Μπόρχες.
Το 2003 μιλούσα σε ένα καφέ στη Σκουφά με τον ποιητή Βύρωνα Λεοντάρη. Την προηγουμένη είχα ξεκοκαλίσει σχεδόν όλη του την εργογραφία. Κάποτε, φαίνεται να λέει ο Λεοντάρης, μέσα από την τεχνολογία, τους αλγόριθμους και τους γεωμετρικούς τόπους έσταζε μια μικρή σταγόνα ρίγους που διέβρωνε γλυκά το ολοκλήρωμα, ηχούσε ένα θρόισμα που ταλάντευε το πίξελ, τα σύμβολα ήσαν κι αυτά λέξεις, δηλαδή ανθρώπινη λαλιά, δηλαδή πιθανότητα.
Διαβάζοντάς τον, ένιωθες την κρισιμότητα. Τα γεγονότα είχαν βιωθεί, με πίστη ποιητική, χωρίς την εύλογη απόσταση από την πληγή, αλλά εντός του χαίνοντος - κενού ή τραύματος - δεν έχει σημασία, εντός της καταραμένης και ευλογημένης ταυτόχρονα νησίδας, εκεί όπου τα όρια του μέσα και του έξω είναι δυσδιάκριτα κι ακόμα μαγικά. Εκεί όπου παραμονεύει η τρομερή αλήθεια, για να δικαιώσει ή μη αυτό που σε όλη την πορεία μας διαφεύγει. Την βολή αυτής της ζωής που μπορεί να είναι και άκυρη, σαν άλμα που από την ορμή της φοράς αγγίζει την πλαστελίνη.
Μπροστά σε αυτή την άγρια μοίρα οι αισθήσεις είναι άδειες. Όπως και το ποίημα είναι άδειο μπροστά στην ομορφιά του έξω κόσμου, του άπιαστου, του μη απτού, αυτού του άχρονου κόσμου που διαφεύγει αφήνοντας το τοπίο ελεύθερο για εκείνο που ονομάζουμε πραγματικότητα, τον τόπο όπου ο ποιητής θεωρεί εαυτόν άγνωστο και απαρνημένο. «Σε άλλη ομορφιά φριχτή και δίχως έλεος / θα ’σαι για πάντα, έξω από μένα, ωραία, ωραία / τόσο άδικα τόσο άσπλαχνα ωραία... / Και δεν με ξέρω πια και δεν με θέλω».
Και ο λόγος αυτής της «απόσυρσης»; Μια γιγαντιαία περίληψη όσων αρθρώθηκαν, μία βλάστηση πιθανοτήτων που σταδιακά ξεραίνεται, για να βρει τη μόνη της μεταμόρφωση ως ένας θύσανος ετοιμοθάνατων λέξεων, που φτιάχνουν ένα καταφύγιο για μιαν άλλη «απούσα» ζωή.
Σε αυτόν τον συλλογικό και προσωπικό ορυμαγδό, μέσα από την ανελέητη συμπύκνωση του επίκαιρου, την απουσία του Μεγάλου, το ναυάγιο της μέθεξης, την αποδελτίωση του ρίγους, ο ποιητής αποστάζει την απόλυτη σιωπή. Αυτό που μένει να βιώσει υπάρχει πέρα από τα ονόματα, πέρα από τις επινοημένες μορφές: ένας τόπος αρχέτυπος που κατοικείται από νοήματα τόσο πυκνά και συγκεκριμένα που στεριώνουν ένα αδιανόητο για την σύγχρονη κατάσταση παρόν, έστω και ως ερείπιο. Έναν τόπο αναχώρησης ίσως και επιστροφής, μία γη βάλσαμο όπως το αλάτι της θάλασσας στο τραύμα. «Κι έτσι πηγαίναμε και βουή κι ανθόσκονη σήκωναν οι μιλιές μας και μας τύλιγαν / ώσπου κέκλινεν η μέρα / κι εκεί ανάμεσα σε Φιλοθέη και Χαλάνδρι μ’ έπνιξαν τα δάκρυα και χωρίσαμε / διέστην απ’ αυτών / ο δρόμος μου έστριβε για το Amager».
Η κουβέντα μας διήρκησε πολλές ώρες και κάποια στιγμή στράφηκε προς την περιρρέουσα ατμόσφαιρα μιας εποχής, που όλα έμοιαζαν χαλαρά, ειρηνικά και ήρεμα, αλλά κάπου εντός τους, ένιωθες την αρρώστια. Μιας εποχής που κάτι πήγαινε να συλλαβιστεί, αλλά έμενε μετέωρο. Πού να φανταζόταν κανείς τη συνέχεια.
Ύστερα, λοιπόν, γύρισα σπίτι κι έγραψα ένα ποίημα. Που ίσως ταιριάζει περισσότερο με τη σημερινή εποχή παρά με την εποχή στην όποια γράφτηκε.
Ο σκορπιός στη Σκουφά
(από μια συζήτηση με τον Βύρωνα Λεοντάρη)
Τρομερό μεσημέρι λοιπόν
ένας σκορπιός ανεβαίνει αργά την Σκουφά
να μαζέψει δηλητήριο
Γύρω το σαλόνι απλώνεται στο δρόμο
- επερατώθησαν οι εργασίες ενοποίησης των νεωτερικών χώρων -
κι η Αθήνα λάμπει χαλαρή και γρανιτένια
Εχθρός κανείς τριγύρω
ούτε ελεύθεροι σκοπευτές στον Άγιο Διονύση
ούτε μπαταριές απ’ τον Λυκαβηττό
ούτε άρματα μάχης να κατεβαίνουν τη Βουκουρεστίου
Λίγη εγρήγορση ζητώ
όμως ούτε σπίθα απ’ τους κατεβασμένους καβάλους
κανένα πλεόνασμα
καμία άφιξη ή προορισμός
μόνο κάτι ασυναίσθητοι σπασμοί στα χείλη
απ’ το τσιγάρο ή απ’ την πλήξη
Ο αφελής ήλπισα για μια στιγμή συμπάγειας
- πήγα να πω πάθους -
μα όχι
εδώ μιλάει το επίκαιρο
η απόσβεση της στιγμής πάνω στη στιγμή
τ’ άδειο σακί του Πιραντέλο
Ξαφνικά ένα βλέμμα αδέσποτο
κάτι υπόσχεται
δεν προφταίνει καν να γίνει εικόνα
την κοιτάζω - πρόσωπο αργοκίνητο
ούτε στοχασμός ούτε σκέψη
εντατενίζεται σ’ έναν άξονα οικείο
ξανθή και ανέφελη
πρώην νεότης που ακόμα νεότης είναι
Από την Δημοκρίτου εμφανίζεται ο Ιβάν Κ.
δραπέτης τυφλός δαιμονισμένος
περπατά αργά σαν να δεξιώνεται την άσφαλτο
με βήματα μικρά κι απόκρυφα
γλείφοντας με τη γλώσσα του έναν ασάλευτο αέρα
Κάποιος τον περνά για εξαρτημένο και του αφήνει ένα ευρώ
εκείνος - δίχως μπαστούνι δίχως σκύλο -
καρφώνει τις διάφανες κόρες του εμπρός
σαν να μαστιγώνει ένα άλογο στα μάτια
Ένα λέιζερ αρχαίο
ταράζει την ομίχλη του ελεήμονα
εκείνο που αυτός νομίζει πραγματικότητα
και για μια στιγμή...
άσε δεν είναι για την τσέπη του αυτά
Πιο κει
με την απόγνωση που δημιουργεί το θέρος
ένας θαμώνας μιας άλλης τρυφερής εποχής
μονάχα εκείνος καταλαβαίνει
Πριν προλάβει όμως να πει ή να δείξει
κατεβαίνει από τον ουρανό μια τέτοια γύμνια
που όμοια της ποτέ δεν είχε αισθανθεί
σαν παλτό τον κουκουλώνει
και πριν λαλήσει άπαξ
όλα επανέρχονται
απαθή κι ατμώδη
Ευτυχώς που ο πλανήτης έχει ακόμα πολύ κεντρομόλο
- θα ’λεγε αν κατάφερνε να μιλήσει -
αλλά το στόμα είναι δίχτυ
τρύπες που συγκρατεί ένα σκοινί
και σιωπά για ό,τι ν’ αρθρώσει δεν μπορεί
Δεν το πιστεύω!
ακούγεται από δίπλα τσιριχτή ναζιάρα φωνή
σαν άλλος ύμνος της χαράς απλώνεται στο χώρο
καθώς ο Ιβάν Κ.
τυφλός ανεκδίκητος
σέρνεται κατά το Σύνταγμα ηττημένος
με το εισιτήριο να του κρέμεται απ’ την κολότσεπη
ανεξαγόραστο για πάντα
Απάθεια
όχι, απείθεια
κάντε την αυθεντική
είναι η μόνη ευκαιρία
γρήγορα, γιατί όπου να ’ναι
ο σκορπιός θα φτάσει στην πλατεία
pontiki.gr