p

Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011

Ερανοι και έτοιµες εκθέσεις «µε το κλειδί στο χέρι»

Εχουν βγει στο κυνήγι του κέρδους, κάνοντας εράνους, νοικιάζοντας τις αίθουσές τους για γάµους, δεξιώσεις, ακόµη και για ύπνο. Πρωτοποριακή ή καταναλωτική η λογική των µουσείων του εξωτερικού, στην Ελλάδα αντιµετωπίζεται µε σκεπτικισµό

«Ευχαριστώ». Μία και µόνη λέξη καταλάµβανε πρόσφατα µία σελίδα στη γαλλική εφηµερίδα «Le Monde». Πίσω από την καταχώρηση βρίσκεται το Μουσείο του Λούβρου. Αποδέκτες 5.000 άνθρωποι που ανταποκρίθηκαν στον έρανο του µουσείου. Καιαφού έβαλαν το χέρι στην τσέπη για να προσφέρουν από ένα έως 40.000 ευρώ, κατάφεραν µέσα σε έναν µήνα να συγκεντρώσουν το ένα εκατοµµύριο ευρώ που έλειπε για να αγοραστούν οι «Τρεις Χάριτες» του Λουκά Κράναχ.

Η πρωτοβουλία του µουσείου µε τη µεγαλύτερη επισκεψιµότητα παγκοσµίως δεν είναι άγνωστη στο ελληνικό κοινό. Εχουν περάσει 17 χρόνια από την εποχή που η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαµπράκη Πλάκα άρχισε πανελλήνιο έρανο για να συγκεντρωθούν τα 200 εκατ. δρχ. που απαιτούνταν για την αγορά του Αγίου Πέτρου του ∆οµήνικου Θεοτοκόπουλου (άλλα 100 εκατ. δρχ. είχε προσφέρει το Ιδρυµα Λίλιαν Βουδούρη).

«Αν όλοι οι Ελληνεςέδιναν από ένα ευρώ, θα αγοράζαµε είκοσι έργα του Γκρέκο, όχι ένα. Τέτοιεςπρωτοβουλίες είναι νόµιµες και ωραίες, διότι και ο πολίτηςαισθάνεται ότι συµµετέχει», λέει στα «ΝΕΑ» η ΜαρίναΛαµπράκη Πλάκα.

Σήµερα όµως, στηνκορύφωση της οικονοµικής κρίσης, θα αποφάσιζε ο κόσµος να ανοίξει το πορτοφόλι του;

«Αν επρόκειτο για ένα σηµαίνον έργο, πιστεύω πως θα ανταποκρινόταν θετικά», εκτιµά η κ. Πλάκα. «Θα το τολµούσα όµως µόνο αν το έβρισκα σε προσιτή τιµή και επρόκειτογια ένα έργο εθνικού βεληνεκούς. Σε τόσο δύσκολους καιρούς όµως το καλύτερο είναι να απευθύνεσαι µε κάποιον φίλο που στηρίζει την Πινακοθήκη ή σε µία τράπεζα για να βοηθήσει στον εµπλουτισµό των συλλογών».

Η πρόσφατη εµπειρία πάντως του «εράνου» ως δώρο γενεθλίων που οργάνωσε το Μουσείο Μπενάκη µε αφορµή τα 80ά του γενέθλια το φθινόπωροδεν είχε την αναµενόµενη ανταπόκριση.

Μόδα όµως πουαυξάνει τα έσοδα των µουσείων είναικαι τα παραρτήµατα ή οιέτοιµες εκθέσεις. ∆εν είναι τυχαίο ότι τα ιταλικά µουσεία εξασφαλίζουν έως και το 30% του προϋπολογισµού τους ετοιµάζοντας εκθέσεις «µε το κλειδί στοχέρι» – συχνά µε υλικό από τις αποθήκες τους – , τις οποίες και νοικιάζουν σε χώρεςπου δεν έχουν ανάλογα εκθέµατα.

«Στην Ανατολή υπάρχει µεγάλο ενδιαφέρον για την ιταλική τέχνη του 19ου αιώνα και για την arte povera», εξηγεί η διευθύντρια του Μουσείου Μοντέρ νας Τέχνης του Τρέντο και του Ροβερέτο Γκαµπριέλα Μπέλι, που ήδη στέλνει εκθέσεις στην Κίνα, την Ιαπωνία και τη Βραζιλία.

Τα ελληνικά µουσεία ωστόσο δεν δραστηριοποιούνται προς την ίδια κατεύθυνση, παρά το γεγονός ότι οι αποθήκες τους είναι ασφυκτικά γεµάτες. Οι λόγοι; «Επανειληµµένωςέχω απευθυνθεί στον αραβικό κόσµο, όµως δεν έχω βρει ανταπόκριση», επισηµαίνει ο διευθυντής του ΜουσείουΜπενάκη Αγγελος ∆εληβορριάς. Παρ’όλα αυτά το µουσείο έχει κάνει επανειληµµένως εκθέσεις στο εξωτερικό χωρίς όµως κέρδος.

«Ουδείς ενδιαφέρεται για τα έργα της Πινακοθήκης στο εξωτερικό, όσο καλά κι αν είναι. Ζητάνε ονόµατα για να κόψουν εισιτήρια. Στις αποθήκες όµως των αρχαιολογικών µουσείωνυπάρχουν εκπληκτικά έργα που θα µπορούσαµε να δανείζουµε από τις Ηνωµένες Πολιτείες έως τα Εµιράτα, και αν δεν θέλαµε να παίρνουµε ως αντάλλαγµα χρήµατα, θα µπορούσαµενα δανειζόµαστε αντίστοιχα έργα από τις συλλογές τους», προτείνει η Μαρίνα Λαµπράκη Πλάκα.

«Μην ξεχνάτε όµωςότι η διανόηση της Γαλλίας αντέδρασε στην απόφαση του Λούβρου να δηµιουργήσει παράρτηµα στο Αµπου Ντάµπι. Λέµε ναι στο να προσφέρουµε εκθέσεις και να πάρουµε ως ανταπόδοση άλλες, αλλά η ενοικίαση αποτελεί καθαρή εµπορευµατοποίηση», λέει η γ.γ. τουΥΠΠΟΤ Λίνα Μενδώνη.


Στη λογική της «υπερκατανάλωσης»

Τελικά είναι τα ελληνικά µουσεία επιφυλακτικά και τα ξένα εξωστρεφή και πιο προσιτά στο κοινό ή µήπως τελικά στο εξωτερικό ωθείται και το µουσείο σε µια λογική «υπερκατανάλωσης»; «Είναι συνέπεια µιας απεγνωσµένης προσπάθειας να εξευρεθούν πόροι», απαντά η κ. Μενδώνη. «Αξίζει όµως έναντι του κέρδους να δίνουµε τα πάντα;».

«Η τέχνη πάντως είναι καταναλωτικό προϊόν», προσθέτει η κ. Πλάκα. «∆εν καταναλώνουµε την εικόνα όταν αγοράζουµε µια αφίσα από το πωλητήριο; Καταναλώνοντας παιδεύεσαι». «Ενα είναι βέβαιο», καταλήγει ο κ. ∆εληβορριάς. «∆εν αντιµετωπίζουµε το πολιτιστικό προϊόν ως οικονοµική αξία, αλλά µόνο ως ηθική και πολιτισµική. Πρέπει να γίνει µια µελέτη για να δούµε επιτέλους τι εισπράττεται από κάθε µνηµείο ή χώρο και τι επενδύεται σ’ αυτόν».
nea.gr