Η κινόα, του γένους των χηνοποδιδών, δεν είναι δημητριακό -για την ακρίβεια ως φυτό είναι πιο συγγενική με το σπανάκι, το παντζάρι και τον αμάραντο- αλλά οι σπόροι της καταναλώνονται ως τέτοιο, και μάλιστα με πλεονεκτήματα έναντι πολλών ανάλογων τροφών: δεν περιέχει γλουτένη και χωνεύεται πιο εύκολα από το σιτάρι, το καλαμπόκι ή τη σίκαλη, ενώ μπορεί να αντικαταστήσει το ρύζι σε οποιαδήποτε μορφή του.
Η κινόα παρέχει 10 απαραίτητα αμινοξέα, είναι γεμάτη μεταλλικά ιχνοστοιχεία και έχει υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη, μεταξύ 14-18%. Ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ θεωρεί ότι είναι τόσο θρεπτική που μπορεί να αντικαταστήσει μέχρι και το μητρικό γάλα.
Οι Ίνκας τής απέδιδαν ιερές ιδιότητες και την αποκαλούσαν «μητέρα όλων των καλλιεργειών». Μόνο που οι Ισπανοί κατακτητές, θεωρώντας την κατώτερου τύπου «τροφή για Ινδιάνους», την εξόρισαν για χάρη των σιτηρών, φθάνοντας μέχρι και στο σημείο να την απαγορεύσουν, αφού συνδεόταν και με πολλές μη χριστιανικές τελετές γονιμότητας. Παρ’ όλα αυτά, καλλιεργείται αδιάκοπα από το 3.000 π.Χ. στις Ανδεις, σε υψόμετρα άνω των 2.000 μ., καθώς απαιτεί ιδιαίτερες κλιματικές συνθήκες, με άνω του 90% της παραγωγής της να μοιράζεται ανάμεσα στο Περού και τη Βολιβία.
Οι Βορειοαμερικανοί έχουν ξετρελαθεί μαζί της: συνιστάται σε αθλητές και σε άτομα με δυσανεξία στη γλουτένη, οι γευσιγνώστες λατρεύουν το ότι συνδυάζει θρεπτικότητα με μεγάλη «ευελιξία» στο μαγείρεμα, ενώ η NASA την έχει υποψήφια για καλλιέργεια σε διαστημόπλοια, για αποστολές μακράς διαρκείας. Ετσι, η τιμή της έχει εκτοξευθεί, δεδομένου και του περιορισμένου όγκου της παραγωγής: από το 2000 η χονδρική τιμή της έχει επταπλασιαστεί, ενώ οι εξαγωγές έχουν δεκαπλασιαστεί. Και η ζήτηση δεν παύει να αυξάνεται.
με πληροφορίες από enet.gr