p

Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011

Μια Ελληνίδα από τη Γουινέα

Η Ελιζαμπέτ έχει ελληνικότατο επίθετο (Κοντομάνου), μπλουζ φωνή σαν από παλιό βινίλιο, πολύ καλή φήμη στην τζαζ ευρωπαϊκή σκηνή της τελευταίας 20ετίας, χαρακτηριστικά μιγάδας και σπίτι στο Παρίσι.


Επιπλέον, έχει στο ενεργητικό της 7 δίσκους (με πρώτο το «Embrace» το 1999 και πιο πρόσφατο το «Brewin' The Blues» το 2008) και συνεργασίες με μουσικούς όπως οι Leon Parker, Michel Legrand, Mike Stern, Jeff Watts, Richard Bona, Dennis Chambers, Vinnie Colaiuta, Jim Beard, Alain Jean-Marie, Toots Thielemans.
Με ελληνική καταγωγή από την πλευρά της μητέρας της και πατέρα από τη Γουινέα, δηλώνει πολίτις του κόσμου. Αν και γεννημένη στη Γαλλία, έχει ζήσει χρόνια στη Νέα Υόρκη και τη Στοκχόλμη. Δεν είχε έρθει, όμως, ποτέ μέχρι σήμερα στην Ελλάδα, ούτε μιλά ελληνικά. Ετσι, οι επτά live εμφανίσεις της στο «Half Note» από αυτή την Παρασκευή μέχρι και τις 17 του μηνός, δεν είναι απλά ένας ευρωπαϊκός σταθμός, αλλά ένα «πολύ σημαντικό ταξίδι, πίσω στις ρίζες μου και στην οικογένειά μου», όπως λέει. Μαζί της θα είναι και γιος της Ντόναλντ, ντράμερ στο Elisabeth Kontomanou Quintet, όπου συμμετέχουν ακόμα οι Gustav Karlstrom - πιάνο, Joey Belmondo - κιθάρα, Lars Ekman - μπάσο, για να παίξουν τραγούδια από την προσωπική της δισκογραφία, αλλά και άλλα γνωστά τζαζ και μπλουζ κομμάτια.
Μόνη της
Στη Γαλλία γεννήθηκε γιατί εκεί γνωρίστηκαν και συνδέθηκαν οι γονείς της. Τους έχασε όμως μικρή. «Είμαι ορφανή και εκεί που μεγάλωσα δεν υπήρχε καθόλου μουσική. Επρεπε να την ανακαλύψω μόνη μου», απαντά λακωνικά η Ελιζαμπέτ, αφήνοντας τα υπόλοιπα προσωπικά δεδομένα μιας δύσκολης προφανώς παιδικής ηλικίας να υπονοούνται. Πάντως, ανακάλυψε μόνη της τη μουσική πολύ νωρίς.
«Ακουσα», λέει, «έναν δίσκο της Μαρίας Κάλλας όταν ήμουν 3 ετών. Τόσο μικρή κι όμως έπαθα σοκ. Αργότερα με μάγεψε ο Στίβι Γουόντερ και η αφρο-αμερικανική μουσική. Κάποτε ένας οικογενειακός μας φίλος μού χάρισε κι ένα ελληνικό βινίλιο. Είχε κάποια παραδοσιακά ελληνικά τραγούδια ερμηνευμένα από έναν άντρα και μια γυναίκα. Δεν θυμάμαι καν τι τραγούδια ήταν ή ποιοι τραγουδούσαν. Βασικά δεν ανατράφηκα ούτε με την ελληνική, αλλά ούτε με την αφρικανική κουλτούρα. Αργότερα, όμως, συνδέθηκα και ταυτίστηκα με την αφρο-αμερικανική μουσική. Η μουσική βέβαια ίσως να υπήρχε και στο DNA μου: Ο πατέρας μου ήταν μουσικός της τζαζ».
Το '99 ο δίσκος «Embrace» τής άνοιξε επισήμως την πόρτα στην τζαζ σκηνή της Ευρώπης, κάνοντας το γαλλικό Τύπο να την περιγράφει κάπως έτσι: «Αυτή η γυναίκα, μισή μάγισσα και μισή ιέρεια, έρχεται από τα βάθη της γης για να μεταδώσει δονήσεις στο σώμα μας. Απευθύνεται όμως κυρίως στην ψυχή μας. Εχει ένα ασύγκριτο στιλ, που όμως εγγράφεται στην παράδοση των μεγάλων τραγουδιστριών της τζαζ (της Μα Ρέινι και της Μπέσι Σμιθ πρώτα πρώτα). Η βαθιά της χροιά χαϊδεύει τις αρμονίες, με τον τρόπο της Μπίλι Χόλιντεϊ. Μοιάζει κι εκείνη να ξέρει τα πάντα για την εγκατάλειψη, τις ερωτικές θυσίες και τους οριστικούς χωρισμούς». Πριν από τη δισκογραφία η Ελιζαμπέτ Κοντομάνου είχε μια αξιοθαύμαστη πορεία στα live. Πίστευε, όμως, ότι «αν βγάλεις δίσκο μόνο για να δηλώσεις παρουσία χωρίς να 'χεις κάτι να προτείνεις, κάνεις κακό στη μουσική».
Συνεργασίες
Φυσιολογικά και απλά ήρθαν και οι συνεργασίες με ονόματα όπως αυτό του Μισέλ Λεγκράν. «Με άκουσε κάπου, του άρεσε η φωνή μου κι έτσι έγινε». Η ίδια, πάντως, ουδέποτε επιδίωξε να αποκτήσει αυτό τον «τρόπο» ερμηνείας που παραπέμπει σε μεγάλες φωνές του παρελθόντος. «Δεν μαθαίνεις πώς να έχεις μια φωνή και μια χροιά - μαθαίνεις απλώς πώς να διαχειρίζεσαι ένα όργανο», λέει.
Και ρεπερτόριο; Λατρεύει τον Τσαρλς Μίνγκους και προτιμά να τραγουδάει «κυρίως μπλουζ με καλό στίχο». Κι αν έχει κληρονομήσει κάτι από τη... διηπειρωτική καταγωγή της, είναι το ενδιαφέρον «να ανακαλύπτω διαφορετικές κουλτούρες μέσω της μουσικής τους».
Βέβαια, η καταγωγή της δεν ήταν πάντοτε μόνον πλεονέκτημα, μια που η ξενοφοβία δεν είναι ελληνικό «προνόμιο». «Πρόσφατα», λέει, «προκειμένου να βγάλω καινούργια ταυτότητα, κλήθηκα να αποδείξω ότι είμαι Γαλλίδα υπήκοος, παρ' όλο που γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Γαλλία. Ξέρω πολλούς ανθρώπους που αντιμετωπίζουν ανάλογα προβλήματα. Γι' αυτό πιστεύω τόσο στην τέχνη. Είναι το καλύτερο αντίδοτο εναντίον του ρατσισμού». *
info: Δευτέρα - Σάββατο 10.30 μ.μ., Κυριακή 9 μ.μ. Η γενική είσοδος (χωρίς ποτό) κοστίζει (Α' ζώνη) 30 ?, (Β') 25 ?, (Γ' και μπαρ) 20 ? και (φοιτητικό) 15 ?. Ειδική τιμή τη Δευτέρα με γενική είσοδο 20 ?, μπαρ 15 ? και φοιτητικό 10 ?.
enet.gr