Ο ΒΡΕΤΑΝΟΣ ΘΕΑΤΡΙΚΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΝΤΕΝΙΣ ΚΕΛΙ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
«Αυτή τη στιγμή, στη Βρετανία έχουμε την αίσθηση ότι οι μετανάστες μάς έχουν κατακλύσει.
Είναι όμως λάθος. Στην πραγματικότητα, το 92% των κατοίκων έχουν γεννηθεί εκεί. Ο φόβος που καλλιεργείται υπηρετεί συγκεκριμένες σκοπιμότητες, τείνει όμως να αποκτήσει μια ενέργεια που ανατροφοδοτείται και γίνεται ανεξέλεγκτη και έτσι εμείς καταλήγουμε θύματά της». Με αυτά τα λόγια σχολίασε ο Ντένις Κέλι, στην πρώτη του επίσκεψη στην Ελλάδα, το πρόβλημα της ξενοφοβίας. Το βραβευμένο έργο του «Ορφανά» (2009), με το οποίο η ελληνική σκηνή πρωτογνωρίζει τον σπουδαίο Βρετανό συγγραφέα, έπεσε φέτος σαν κεραυνός σε μια Αθήνα πιο εγκληματική και πιο ξενοφοβική από ποτέ.
Εμοιαζε τόσο ήρεμος ο Ντένις Κέλι χθες το απόγευμα. Τον διέκρινε μάλιστα μια ελαφρά συστολή, καθώς ο φωτογράφος της «Ε» του ζητούσε να ποζάρει μπροστά από μια ελιά, στην αυλή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Κι όμως, η εικόνα του αυτή ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το βίαιο σύμπαν -γεμάτο ανατροπές, ξεσπάσματα και κρίσιμες αποφάσεις σε οριακά διλήμματα- που συγκροτούν τα έργα του («Ορφανά» και «DNA»). Ηταν αντίθετη, όμως, και με την εικόνα που παρουσίαζε και ο ίδιος λίγα χρόνια πριν, όταν ο εφιάλτης του αλκοολισμού δεν είχε ακόμη περάσει. Ευτυχώς -και για εκείνον και για τη σύγχρονη δραματουργία- ο Ντένις Κέλι αποτελεί το ζωντανό παράδειγμα του ανθρώπου που «σώθηκε από το θέατρο», όπως εύστοχα επισημάνθηκε στη χθεσινή συνάντηση. Και φροντίζει να του το ανταποδίδει.
Η θερμή υποδοχή του από ανθρώπους του θεάτρου -ανάμεσά τους και ο Σταύρος Τσιώλης, του οποίου η παράσταση «Ταξιδεύοντας με τον ΠΑΟΚ» στο Θέατρο Τέχνης βίωσε για τα καλά τη βιαιότητα των έργων του Κέλι-, Βρετανούς που ζουν στην Ελλάδα (την επίσκεψή του στην Ελλάδα χρηματοδότησε και προγραμμάτισε το Βρετανικό Συμβούλιο), αλλά και όλους τους συντελεστές των δύο παραστάσεών του και φυσικά απλούς θεατές, ήταν αναμενόμενη. Τα έργα του μονοπωλούν τις συζητήσεις θεατρόφιλων κύκλων. Οπως συμβαίνει και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
«Ορφανών» επιτυχία
«Τα “Ορφανά” αυτή τη στιγμή παίζονται σε πολλές χώρες στην Ευρώπη και δημιουργούν έναν ιστό μεταξύ τους. Φαίνεται πως η Σουηδία, η Ιταλία, η Ελβετία και η χώρα μου αντιμετωπίζουν ανάλογα προβλήματα με εσάς. Είναι όμως δύσκολο να αναγνωρίσει κανείς ποια ιδαίτερη θεατρική κουλτούρα συνδέεται με την πολιτισμική κουλτούρα. Πολλές φορές προσπαθώ να μαντέψω, όμως αποτυγχάνω. Παρατηρώ πως γενικά στην Ευρώπη υπάρχει άνοδος αυτού του είδους ιστοριών. Προφανώς το έργο μου ανταποκρίνεται σε αυτή την τάση».
Οσο για το «DNA» -το έργο που έγραψε το 2007, κατά παραγγελία για το εφηβικό θέατρο του Εθνικού Θεάτρου της Αγγλίας, και σκηνοθετεί η Σοφία Βγενοπούλου- αντιστοιχεί κι αυτό στην πρόσφατη ελληνική πραγματικότητα. Η υπόθεση της εξαφάνισης ενός εφήβου και η διαχείριση του γεγονότος από τους συμμαθητές του, μάς θύμισε ανατριχιαστικά την υπόθεση εξαφάνισης του μικρού Αλεξ στη Βέροια. «Εγραψα απλώς τι συμβαίνει όταν οι άνθρωποι προσπαθούν να κάνουν το σωστό, αλλά τελικά κάνουν λάθος. Ολοι μας έχουμε αντίστοιχες εμπειρίες», είπε χθες.
Μεγαλωμένος στην υποβαθμισμένη γειτονιά του βόρειου Λονδίνου, το Μπάρνετ, γιος οδηγού λεωφορείου και καθαρίστριας, δεν είχε δει ποτέ θέατρο ώς τα δεκαέξι του, όταν και εγκατέλειψε το σχολείο. «Εκανα ένα σωρό παλιοδουλειές και πρωτοασχολήθηκα με την τοπική ομάδα θεάτρου, στην προσπάθειά μου για δύο ώρες την ημέρα να είμαι ένας άλλος. Αργότερα έγραψα έργα για να τοποθετήσω εγώ τον εαυτό μου στο περιβάλλον που θα ήθελα».
Η πορεία του
Σε μεγάλη ηλικία ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Goldmith College. Η καριέρα του εκτοξεύτηκε κι ας μετρά μόλις οχτώ χρόνια. Σήμερα, το μιούζικάλ του που παρουσιάζεται στη Royal Shakespeare Company, μια διασκευή της «Ματίλντα», σημειώνει «τη μεγαλύτερη επιτυχία μετά τον Billy Eliot», ενώ στο αμέσως προγούμενο έργο του, πάλι στη RSC, «Οι θεοί θρηνούν», μια σύγχρονη εκδοχή του «Βασιλιά Λιρ», σε διευθύνοντα σύμβουλο, πρωταγωνιστής ήταν ο Τζέρεμι Αϊρονς.
«Σε περιόδους περικοπών ίσως να είναι πολυτέλεια να μιλάμε για το θέατρο, είναι όμως μέρος της κοινής μας ευρωπαϊκής κουλτούρας. Δεν θα ήμασταν Ευρωπαίοι χωρίς το θέατρο και οφείλουμε να το προστατεύσουμε», είπε. Δεν είχε όμως την ίδια θερμή στάση και απέναντι στο ζήτημα των Ολυμπιακών Αγώνων. «Προσωπική μου άποψη είναι ότι δεν τους χρειαζόμασταν. Δεν υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον γι’ αυτούς. Ηταν υπέροχα όταν τους κερδίσαμε στις 6 Ιουλίου του 2005. Την επομένη όμως συνέβη το τρομοκρατικό χτύπημα στο μετρό. Τώρα, το μόνο που βλέπουμε είναι έναν προϋπολογισμό που φτάνει στα 9 δισ. λίρες», κατέληξε.
Κλείνοντας δεν παρέλειψε να συμβουλεύσει τους επίδοξους νέους συγγραφείς: «Να αποτυπώνεις το τελευταίο πράγμα που θα ήθελες να πεις πριν πεθάνεις», και δεν παρέλειψε να αναφέρει τη σημασία που έχει η εμπλοκή των νέων για ένα ζωντανό θεάτρο.
source:teatro
«Αυτή τη στιγμή, στη Βρετανία έχουμε την αίσθηση ότι οι μετανάστες μάς έχουν κατακλύσει.
Είναι όμως λάθος. Στην πραγματικότητα, το 92% των κατοίκων έχουν γεννηθεί εκεί. Ο φόβος που καλλιεργείται υπηρετεί συγκεκριμένες σκοπιμότητες, τείνει όμως να αποκτήσει μια ενέργεια που ανατροφοδοτείται και γίνεται ανεξέλεγκτη και έτσι εμείς καταλήγουμε θύματά της». Με αυτά τα λόγια σχολίασε ο Ντένις Κέλι, στην πρώτη του επίσκεψη στην Ελλάδα, το πρόβλημα της ξενοφοβίας. Το βραβευμένο έργο του «Ορφανά» (2009), με το οποίο η ελληνική σκηνή πρωτογνωρίζει τον σπουδαίο Βρετανό συγγραφέα, έπεσε φέτος σαν κεραυνός σε μια Αθήνα πιο εγκληματική και πιο ξενοφοβική από ποτέ.
Εμοιαζε τόσο ήρεμος ο Ντένις Κέλι χθες το απόγευμα. Τον διέκρινε μάλιστα μια ελαφρά συστολή, καθώς ο φωτογράφος της «Ε» του ζητούσε να ποζάρει μπροστά από μια ελιά, στην αυλή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Κι όμως, η εικόνα του αυτή ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το βίαιο σύμπαν -γεμάτο ανατροπές, ξεσπάσματα και κρίσιμες αποφάσεις σε οριακά διλήμματα- που συγκροτούν τα έργα του («Ορφανά» και «DNA»). Ηταν αντίθετη, όμως, και με την εικόνα που παρουσίαζε και ο ίδιος λίγα χρόνια πριν, όταν ο εφιάλτης του αλκοολισμού δεν είχε ακόμη περάσει. Ευτυχώς -και για εκείνον και για τη σύγχρονη δραματουργία- ο Ντένις Κέλι αποτελεί το ζωντανό παράδειγμα του ανθρώπου που «σώθηκε από το θέατρο», όπως εύστοχα επισημάνθηκε στη χθεσινή συνάντηση. Και φροντίζει να του το ανταποδίδει.
Η θερμή υποδοχή του από ανθρώπους του θεάτρου -ανάμεσά τους και ο Σταύρος Τσιώλης, του οποίου η παράσταση «Ταξιδεύοντας με τον ΠΑΟΚ» στο Θέατρο Τέχνης βίωσε για τα καλά τη βιαιότητα των έργων του Κέλι-, Βρετανούς που ζουν στην Ελλάδα (την επίσκεψή του στην Ελλάδα χρηματοδότησε και προγραμμάτισε το Βρετανικό Συμβούλιο), αλλά και όλους τους συντελεστές των δύο παραστάσεών του και φυσικά απλούς θεατές, ήταν αναμενόμενη. Τα έργα του μονοπωλούν τις συζητήσεις θεατρόφιλων κύκλων. Οπως συμβαίνει και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
«Ορφανών» επιτυχία
«Τα “Ορφανά” αυτή τη στιγμή παίζονται σε πολλές χώρες στην Ευρώπη και δημιουργούν έναν ιστό μεταξύ τους. Φαίνεται πως η Σουηδία, η Ιταλία, η Ελβετία και η χώρα μου αντιμετωπίζουν ανάλογα προβλήματα με εσάς. Είναι όμως δύσκολο να αναγνωρίσει κανείς ποια ιδαίτερη θεατρική κουλτούρα συνδέεται με την πολιτισμική κουλτούρα. Πολλές φορές προσπαθώ να μαντέψω, όμως αποτυγχάνω. Παρατηρώ πως γενικά στην Ευρώπη υπάρχει άνοδος αυτού του είδους ιστοριών. Προφανώς το έργο μου ανταποκρίνεται σε αυτή την τάση».
Οσο για το «DNA» -το έργο που έγραψε το 2007, κατά παραγγελία για το εφηβικό θέατρο του Εθνικού Θεάτρου της Αγγλίας, και σκηνοθετεί η Σοφία Βγενοπούλου- αντιστοιχεί κι αυτό στην πρόσφατη ελληνική πραγματικότητα. Η υπόθεση της εξαφάνισης ενός εφήβου και η διαχείριση του γεγονότος από τους συμμαθητές του, μάς θύμισε ανατριχιαστικά την υπόθεση εξαφάνισης του μικρού Αλεξ στη Βέροια. «Εγραψα απλώς τι συμβαίνει όταν οι άνθρωποι προσπαθούν να κάνουν το σωστό, αλλά τελικά κάνουν λάθος. Ολοι μας έχουμε αντίστοιχες εμπειρίες», είπε χθες.
Μεγαλωμένος στην υποβαθμισμένη γειτονιά του βόρειου Λονδίνου, το Μπάρνετ, γιος οδηγού λεωφορείου και καθαρίστριας, δεν είχε δει ποτέ θέατρο ώς τα δεκαέξι του, όταν και εγκατέλειψε το σχολείο. «Εκανα ένα σωρό παλιοδουλειές και πρωτοασχολήθηκα με την τοπική ομάδα θεάτρου, στην προσπάθειά μου για δύο ώρες την ημέρα να είμαι ένας άλλος. Αργότερα έγραψα έργα για να τοποθετήσω εγώ τον εαυτό μου στο περιβάλλον που θα ήθελα».
Η πορεία του
Σε μεγάλη ηλικία ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Goldmith College. Η καριέρα του εκτοξεύτηκε κι ας μετρά μόλις οχτώ χρόνια. Σήμερα, το μιούζικάλ του που παρουσιάζεται στη Royal Shakespeare Company, μια διασκευή της «Ματίλντα», σημειώνει «τη μεγαλύτερη επιτυχία μετά τον Billy Eliot», ενώ στο αμέσως προγούμενο έργο του, πάλι στη RSC, «Οι θεοί θρηνούν», μια σύγχρονη εκδοχή του «Βασιλιά Λιρ», σε διευθύνοντα σύμβουλο, πρωταγωνιστής ήταν ο Τζέρεμι Αϊρονς.
«Σε περιόδους περικοπών ίσως να είναι πολυτέλεια να μιλάμε για το θέατρο, είναι όμως μέρος της κοινής μας ευρωπαϊκής κουλτούρας. Δεν θα ήμασταν Ευρωπαίοι χωρίς το θέατρο και οφείλουμε να το προστατεύσουμε», είπε. Δεν είχε όμως την ίδια θερμή στάση και απέναντι στο ζήτημα των Ολυμπιακών Αγώνων. «Προσωπική μου άποψη είναι ότι δεν τους χρειαζόμασταν. Δεν υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον γι’ αυτούς. Ηταν υπέροχα όταν τους κερδίσαμε στις 6 Ιουλίου του 2005. Την επομένη όμως συνέβη το τρομοκρατικό χτύπημα στο μετρό. Τώρα, το μόνο που βλέπουμε είναι έναν προϋπολογισμό που φτάνει στα 9 δισ. λίρες», κατέληξε.
Κλείνοντας δεν παρέλειψε να συμβουλεύσει τους επίδοξους νέους συγγραφείς: «Να αποτυπώνεις το τελευταίο πράγμα που θα ήθελες να πεις πριν πεθάνεις», και δεν παρέλειψε να αναφέρει τη σημασία που έχει η εμπλοκή των νέων για ένα ζωντανό θεάτρο.
source:teatro