p

Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2011

Το χωριό των ανυπότακτων Ελλήνων (με happy end)


 «…Βρισκόμαστε στο 2011 μ. Χ. Όλη η Ευρώπη βρίσκεται υπό αμερικανική κατοχή… Όλη; ΟΧΙ! Ένα χωριό ανυπόταχτων Ελλήνων αντιστέκεται ακόμη και θα αντιστέκεται για πάντα στους εισβολείς. Και η ζωή δεν είναι εύκολη για τους Αμερικάνους λεγεωνάριους που φρουρούν τα οχυρά στρατόπεδα Koinovulium, Televisium, Trapezium και Kyvernisium…».
Ο Julius Americaesar απορεί πώς αυτή η χώρα των "αναρχικών", όπως έλεγε και ο ύπατος Kisingerius μπορεί και αντιστέκεται ακόμη στην αμερικανική αυτοκρατορία και παρότι απολαμβάνει τα αμερικανικά αγαθά, δε λυγίζει και δε γίνεται προτεκτοράτο. Κακός μπελάς πάντα αυτή η χώρα. Και ο προηγούμενος αυτοκράτορας Adolfus Augustus Hitlerius εκεί τα βρήκε σκούρα...
Πιστεύει ότι κάποιο κόλπο έχουν αυτοί οι ανυπότακτοι και πάντα αντέχουν. Κάποιο μαγικό ζωμό.


Αρχικά επέλεξε την ευθεία οδό: προσπάθησε να τους κατακτήσει απευθείας αλλά έπεσαν μερικές μπούφλες και το ξανασκέφτηκε.


Τότε σκέφτηκε ότι καλύτερα μπορει να τους αποκοιμίσει. Θα τους δώσει λεφτά, χλιδή, γκλαμουριά και θα τους κάνει να αισθάνονται θεοί. Γι αυτό αποφάσισε να χτίσει για αυτούς την "Κατοικία των Θεών", χωρίς να ξέρουν ότι είναι δικό του δημιούργημα...
Η άλωση του πολιτισμού τους λοιπόν ξεκινά. Με όχημα την κατανάλωση και τον """εκσυγχρονισμό"""

Κάποιοι "γραφικοί" τότε χτυπούσαν το κουδούνι του κινδύνου, χωρίς κι αυτοί καλά-καλά να ξέρουν το γιατί. Απλά κάτι δε τους πήγαινε καλά στην ιστορία...
Μουτρωμένοι έβλεπαν τους υπόλοιπους τρισευτιχισμένους να απολαμβάνουν την Κατοικία των Θεών και τα κέρδη της...


Οι Έλληνες φαίνονταν λοιπόν ευτυχισμένοι, ήσυχοι και ακίνδυνοι. Αλλά ο Julius Americaesar την είχε πατήσει αρκετές φορές από δαύτους και δεν το ρίσκαρε να μείνει εκεί. Έπρεπε να προχωρήσει ακόμη παραπέρα. Και έτσι επιστράτευσε τον δαιμόνιο...


Αυτός ο Ζιζάνιους (ή Eidisius) ανέλαβε τη βρώμικη δουλειά: να κάνει αυτό το χωριό μπάχαλο. Να βάλει τον έναν να τσακώνεται με τον άλλο. Να βλέπει ο ένας τα τρωτά του άλλου και να μην τα ανέχεται. Ο συγχωριανός έγινε ξένος και ο φίλος εχθρός. Ο καθένας θα κοιτούσε τώρα το κέρδος του. Και έτσι το μεγαλοφυές σχέδιο του Julius θα αποτέλειωνε τους ανυπόταχτους.


Έτσι άρχισαν να πλακώνονται όλοι με όλους: δημόσιοι υπάλληλοι, ιδιωτικοί υπάλληλοι, άνεργοι, αυτοαπασχολούμενοι, φοιτητές, αγρότες, εργάτες συνταξιούχοι όλοι ένα κουβάρι. Ο ένας δεν ανέχεται τον άλλον Ο Ζιζάνιους γελάει!


Στο μεταξύ το πειρατικό των Ελλήνων τοποτηρητών, ή αλλώς Κυβέρνηση, φαινόταν τρισευτυχισμένο, καθώς απολάμβανε το πόσο εκσυγχρονίζεται επιτέλους ο λαός με τις διαρθρωτικές αλλαγές. Και πόσο μεγάλη αντοχή έχουν στις αλλαγές! Μας στηρίζουν, είναι φανερό!


Ο πυρετός του κέρδους ανεβαίνει και το χάσμα ανάμεσα στους ανυπότακτους μεγαλώνει. Όλοι απαιτούν το δικό τους χώρο στον κόσμο, ανεξάρτητα από το χώρο τω υπόλοιπων...

Και όλα κυλούσαν κατ' ευχήν για τον Julius και τους συνεργάτες του πειρατές, ώσπου μια μέρα κάτι άρχισε να μην πηγαίνει καλά...



Μες στο γενικό χαμό λοιπόν, έπεσε μια ξώφαλτση προς τις δυνάμεις του κατακτητή.
Ο εκατόνταρχος Hadzidakius γύρισε στο στρατόπεδο με μαυρισμένο μάτι και όλοι άρχισαν να ανησυχούν. Η βία επέστρεφε τελικά σ αυτούς που την εξαπέλυσαν.
Οι μπούφλες ξανάρχιζαν. Και αυτή τη φορά ίσως ήταν ανεξέλεγκτες...



Οι αναλυτές τους έβλεπαν το κακό να πλησιάζει. Ο παρατηρητής τους φώναξε "Έρχονται!". Αλλά οι πειρατές προτίμησαν να καθησυχάσουν τον Julius ότι όλα βαίνουν καλώς. Αν δε το διαβεβαίωναν άλλωστε θα τους αντικαθιστούσε με τους επόμενους πρόθυμους, με αρχηγό το Samarius.  Έτσι ο Giorgakius, o Ragusius και ο σόφός Pagalius συνέχιζαν σα να μη συμβαίνει τίποτα με τους έξω. 
Με τους μέσα όμως;

Για τους μέσα χρησιμοποιούν τις δυνάμεις καταστολής για να πνίξουν κάθε φωνή. Στο Keratium ήδη γίνεται εξέγερση και η "χελώνα" του πειρατικού εκπαιδευμένη και εξοπλισμένη από τον Julius, κατευθύνεται για να καταπνίξει το εξεγερμένο Keratium...


Οι εστίες της φωτιάς όλο και πληθαίνουν όμως! Οι πειρατές αντιλαμβάνονται πως είναι πια αργά για δάκρυα. Μαζεύουν και κρύβουν το θησαυρό τους, και πανικόβλητοι ανοίγουν μια τρύπα στο καράβι για να βουλιαξει. Αυτοί έτσι κι αλλιώς θα φύγουν με τη βάρκα (για το Elvetium).


H κατλασταση πλέον δεν ελέγχεται. Οι ανυπότακτοι Έλληνες συνειδητοποιούν πλέον ότι μόνο οι ίδιοι μπορούν να καθαρίσουν πια. 
Κι έτσι αφήνουν τα λόγια και περνούν στην πράξη: μπούφλες!!!


Το πειρατικό του Kyvernisium βούλιαξε και οι όποιοι αθώοι επιβάτες του αναρωτιούνται τι έφταιξαν. Αυτοί φώναζαν όταν ήταν καιρός, αλλά οι καπετάνιοι δεν τους άκουσαν. Τώρα πελαγωμένοι βουλιάζουν στο πέλαγος...


Την ίδια ώρα τα αφεντικά τους βρήκαν τη λύση (και τη βάρκα) να φύγουν για το Elvetium  με τα λάφυρα που μάζευαν τόσο καιρό. Μαζί τους κι ο Smarius κι ο Karatzaferius και οι λοιποί πειρατές... 
Ο Julius Americaesar απηυδησμένος φωνάζει "νισάφι πια!" και αποφασίζει αν μην ασχοληθεί άλλο με το χωριό των τρελών. Έτσι κι αλλιώς 'ό,τι πήραμε, πήραμε, να ναι καλά οι πειρατές μας'!


Πάμε για άλλα λέει: υπάρχουν κι άλλα χωριά ανυπότακτα στον κόσμο! Και κανείς δεν ξέρει μήπως είναι ακόμη πιο τρελοί εκείνοι...



Το χωριό των τρελών "αναρχικών" ξαναβρίσκει τη γαλήνη του. Αφού το μόνο που ζητούσαν είναι η ησυχία τους...
Θα ξαναβρούν τα χαριτωμένα καυγαδάκια τους, τις πλάκες τους, τις χοντράδες τους, τα γέλια τους, τις δουλίτσες τους, τις μπούφλες στους λεγεωνάριους -για να ξεσκουριάζουν κιόλας- και όλα αυτά φυσικά καταλήγουν σ' ένα τραπέζι όπου όλοι νέοι, γυναίκες, παιδιά και γλεροι γελούν και όλοι γλεντούν: στο γνωστό τσιμπούσι που καταλήγει κάθε ιστορία με καλό τέλος!!!