Mary Rose, Titanic, Lusitania, Bismarck, Belgrano. Και τα πέντε πλοία… έγραψαν ιστορία για διαφορετικούς λόγους. O θρύλος τους, όμως, δημιουργήθηκε όταν βυθίστηκαν.
Σαν πλοία έγραψαν ιστορία για την πολεμική τους ισχύ, το μέγεθος τους, τη χλιδή που προσέφεραν και τις τεχνολογικές τους καινοτομίες.
Αργά ή γρήγορα όμως βρέθηκαν στο πυθμένα των θαλασσών τροφοδοτώντας το μύθο που είχαν δημιουργήσει με δοξασίες και παραδοξολογίες.
Mary Rose
Ναυπηγημένο μεταξύ 1509 και 1511, το Mary Rose ήταν ένα από τα πρώτα πλοία του Βασιλικού Ναυτικού με τη δυνατότητα να βάλει ομοβροντίες. Ήταν το αγαπημένο πλοίο του Ενρίκου Ζ και σηματοδότησε την αλλαγή του βρετανικού στόλου από τα μεσαιωνικά πλωτά φρούρια στις γαλέρες που κυριάρχησαν επί Ελισάβετ Α.
Στις 19 Ιουλίου 1545, ο Ενρίκος Ζ βρισκόταν στο Σάουθσι για να παρακολουθήσει τον απόπλου του Mary Rose που θα συμμετείχε σε ναυμαχίες εναντίον γαλλικών καταδρομικών. Αντίθετα, αυτό που παρακολούθησε ήταν μια καταστροφή. Το βαρύ σκάφος πήρε κλίση εξαιτίας των δυνατών ανέμων, άρχισε να παίρνει νερό από τις κάτω πόρτες των κανονιών και σύντομα αναποδογύρισε. Από τα 700 μέλη του πληρώματος μόνο τα 40 επιβίωσαν.
Οι επιχειρήσεις ανέλκυσης ξεκίνησαν την ίδια χρονιά ανασύροντας κάποια από τα κανόνια, τα κατάρτια και τα πανιά αλλά σταμάτησε το 1550 αφού το πλοίο είχε ήδη καλυφθεί από τη λάσπη που θα το διατηρούσε στους επόμενους αιώνες.
Η πρώτη σύγχρονη προσπάθεια για την εξερεύνηση του ναυαγίου έγινε στα μέσα του 1960 από την ομάδα του Αλεξάντερ Μακ Κι. Το 1982, περίπου εξήντα εκατομμύρια παρακολούθησαν την ανέλκυση του Mary Rose ζωντανά στην τηλεόραση.
Σήμερα το πλοίο βρίσκεται σε διαδικασία συντήρησης και ψεκάζεται με ειδικά χημικά για να εμποδιστεί η διάβρωση του ξύλου. Η διαδικασία θα ολοκληρωθεί το 2008 και μετά θα υποστεί μια διαδικασία αργής ξήρανσης. Μέχρι τότε οι επισκέπτες του ιστορικού ναυπηγείου του Πόρτσμουθ μπορούν να θαυμάσουν τη Mary Rose που εκτίθεται σε γυάλινη προθήκη.
Τιτανικός
Το πιο διάσημο ναυάγιο του κόσμου, ο Τιτανικός, της White Star Line, κατασκευάστηκε στο ναυπηγείο Harland και Wolff της Ιρλανδίας μεταξύ 1909 και 1911. Μνημείο πολυτέλειας για την εποχή του, διέθετε γυμναστήριο, πισίνες, γήπεδο σκουός και χαμάμ ενώ είχε συνολικό εκτόπισμα 46,328 τόνων.
Αν και είχε χαρακτηριστεί ως «αβύθιστο», ο Τιτανικός ναυάγησε μετά από σύγκρουση με παγόβουνο στις 15 Απριλίου 1912, πριν ολοκληρώσει το παρθενικό του ταξίδι. Από τους συνολικά 2,208 επιβαίνοντες επιβίωσαν μόνο 712. Εξαιτίας του υψηλού προφίλ των επιβατών της πρώτης θέσης, το ναυάγιο έγινε πρώτη είδηση σε όλο τον κόσμο.
Η ιδέα της εύρεσης του ναυαγίου, ακόμα και της ανέλκυσης του, χρονολογείται από το έτος της βύθισης. Ωστόσο, η πρώτη επιτυχής προσπάθεια ήταν το Σεπτέμβριο του 1985 όταν μια επιστημονική ομάδα με επικεφαλής το διάσημο ερευνητή Δρ Ρόμπερτ Μπάλαρντ εντόπισε τον Τιτανικό 323 ναυτικά μίλια νοτιοανατολικά της Νέας Γης και σε βάθος 3800 μέτρων.
Η πιο σημαντική ανακάλυψη ήταν ότι το πλοίο είχε κοπεί στα δυο. Στο τμήμα της πλώρης, που παραμένει σχετικά ανέπαφη και στο τμήμα της πρύμνης που βρίσκεται περίπου 600 μέτρα κατεστραμμένη και παραμορφωμένη. Οι μαρτυρίες των επιζώντων της εποχής για το αν το πλοίο είχε κοπεί ή όχι καθώς βυθίζονταν ήταν αντιφατικές.
Τόσο οι βρετανικές όσο και οι αμερικάνικες έρευνες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το πλοίο βυθίστηκε ανέπαφο και πιθανότατα κόπηκε στα δύο σε μεγάλο βάθος.
Σήμερα το ναυάγιο είναι επισκέψιμο μέσω του βαθυσκάφους MIR που ξεκινά από το Σεν Τζον του Καναδά και μεταφέρει τουρίστες στην πλώρη και τη γέφυρα όπου ο καπετάνιος Ε. Σμιθ εξέδωσε τις τελευταίες του διαταγές. Διάφοροι ιστορικοί και επιστήμονες αναφέρουν ότι οι επισκέψεις επιταχύνουν τη φυσιολογική διαδικασία διάβρωσης και ότι το ναυάγιο θα καταρρεύσει μέσα στα επόμενα 50 χρόνια.
Lusitania
Αποπλέοντας από τη Νέα Υόρκη για το Λίβερπουλ, το Lusitania είχε χαρακτηριστεί το «λαγωνικό των θαλασσών». Βυθίστηκε από γερμανική τορπίλη στα ανοικτά της νότιας Ιρλανδίας στις 7 Μαΐου 1915.
Με το ξέσπασμα του πολέμου, τον Αύγουστο του 1914, το Lusitania επιστρατεύτηκε από το Βασιλικό Ναυτικό και εξοπλίστηκε με 12 πυροβόλα των 6 ιντσών. Την εποχή εκείνη ήταν το πιο βαριά οπλισμένο από τα καταδρομικό του Βρετανικού στόλου που περιπολούσαν τα στενά της Μάγχης.
Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, επιθεωρώντας το πλοίο ως πρώτος Λόρδος της Ναυτικής Διοίκησης, έκανε το σχόλιο που αργότερα θα στοίχειωνε τον ίδιο και το πλοίο: Για μένα είναι απλώς άλλοι 45000 τόνοι «ζωντανού δολώματος».
Ελάχιστα αργότερα, στις 7 Μαΐου 1915, το Lusitania, που στην πραγματικότητα ήταν 30,396 τόνων, χτυπήθηκε από τορπίλη και βυθίστηκε σε μόλις 20 λεπτά. 1201 άνθρωποι πέθαναν μεταξύ των οποίων γυναίκες και παιδιά. Ανάμεσα στις απώλειες 128 ήταν αμερικάνοι πολίτες. Το U20, το γερμανικό υποβρύχιο που εκτόξευσε την τορπίλη, αρχικά έκανε ένα γύρο από το σημείο και κατόπιν εξαφανίστηκε επιστρέφοντας στη βάση του 6 μέρες μετά.
Η τοποθεσία του ναυαγίου έχει προσδιοριστεί από το 1935 ωστόσο δεν έχει ανελκυστεί. Διάφορα ευρήματα εκτίθενται στο Ναυτικό μουσείο του Μέρσισαϊντ στο Λίβερπουλ.
Bismarck
Με εκτόπισμα 50000 τόνων και μέγιστη ταχύτητα 30 κόμβων, το Bismarck ήταν το καμάρι του Γερμανικού Ναυτικού στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ το είχε χαρακτηρίσει ως «ένα τρομακτικό πλοίο και ένα μνημείο ναυπηγικής». Το μήκος του έφτανε περίπου τα τρία γήπεδα ποδοσφαίρου και το μέγιστο ύψος του τους 17 ορόφους.
Όπως και με τον Τιτανικό το παρθενικό του ταξίδι έμελλε να λήξει άδοξα. Μετά από 8 μέρες ανελέητης καταδίωξης, το Μάιο του 1941, το πηδάλιο του αχρηστεύτηκε από μια βρετανική τορπίλη και έμεινε ουσιαστικά ακυβέρνητο.
Μετά από έναν καταιγισμό πυρών βυθίστηκε παίρνοντας μαζί του την πλειοψηφία των 2200 μελών του πληρώματος. Μόνο 115 σώθηκαν.
Το 1989 και έχοντας χτενίσει 200 τετραγωνικά μίλια βυθού, η ομάδα του Δρ Ρόμπερτ Μπάλαρντ ανακάλυψε το ναυάγιο του Bismarck 300 μίλια νότια του Κορκ της Ιρλανδίας και σε βάθος 5000 μέτρων.
Παρά τις καταστροφές που προξένησαν τα βλήματα και οι τορπίλες των βρετανικών σκαφών, το ναυάγιο είναι σε εντυπωσιακά καλή κατάσταση.
Μετά από άδεια της γερμανικής κυβέρνησης οργανώθηκαν διάφορες αποστολές για την εξερεύνηση του. Μεταξύ των επισκεπτών ήταν επιζήσαντες του ναυαγίου όπως ο Χάινριχ Κουντ και ο Χάιντς Στιγκ καθώς και ο αμερικάνος σκηνοθέτης Τζέιμς Κάμερον.
Belgrano
Η βύθιση του Belgrano ήταν ένα από τα πιο δραματικά και αντιφατικά επεισόδια του πολέμου των Φόκλαντς. Στις 2 Μαΐου 1982, το πυρηνικό υποβρύχιο του Βασιλικού Ναυτικού HMS Conqueror εκτόξευσε δύο τορπίλες κατά του πολεμικού πλοίου της Αργεντινής.
300 άνθρωποι πέθαναν από την έκρηξη και άλλοι 23 αργότερα με τη βύθιση. Οι απώλειες ήταν περίπου οι μισές για την Αργεντινή κατά τη διάρκεια του πολέμου Καθώς το πλοίο άρχισε να βυθίζεται πραγματοποιήθηκε μια από τις πιο δραματικές επιχειρήσεις διάσωσης στην παγκόσμια ιστορία. Τελικά από τους 1093 επιβαίνοντες επέζησαν 770.
Το Φεβρουάριο του 2003, η National Geographic Society σε συνεργασία με το Πολεμικό Ναυτικό της Αργεντινής ξεκίνησαν μια κοινή αποστολή για την εύρεση του Ναυαγίου. Μετά από δύο εβδομάδες σε ακραίες συνθήκες, η αποστολή δεν μπόρεσε να βρει το ναυάγιο.
Σήμερα πιστεύεται ότι κείτεται 180 χιλιόμετρα από τις ακτές της Αργεντινής και σε 4 χιλιόμετρα βάθος. Αξιοποιώντας, ωστόσο, την ίδια τεχνολογία που χρησιμοποιήθηκε στην ανεύρεση του Τιτανικού και του Bismarck.