p

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011

«Νόμος να ‘ναι κι ότι να ‘ναι»;



Ο Κλεισθένης γράφει.

Η σημερινή τραγική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα μας πρέπει να αντιμετωπιστεί πολιτικά και ιδεολογικά. Πολλοί υποστηρίζουν ότι οι ιδεολογίες είναι ξεπερασμένες και όλα έχουν ισοπεδωθεί απ’ την κυριαρχία των «αγορών».
Η κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την πολιτική, η πολιτική δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς ιδεολογικό προσανατολισμό, και η ιδεολογία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς επαναπροσδιορισμό και
επικαιροποίηση. Ο δογματισμός καταστρέφει την ιδεολογία.
Ένα πρώτο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι ποια η σχέση της κοινωνίας με το νόμο.
Η Σωκρατική αντίληψη υπεράνω όλων ο νόμος αν και αποτελεί το θεμέλιο λίθο της αστικής δημοκρατίας δημιουργεί πολλές στρεβλώσεις. Πολλά απολυταρχικά καθεστώτα χρησιμοποίησαν αυτή την αντίληψη σαν προμετωπίδα για την εγκαθίδρυση και παραμονή τους στην εξουσία.
Ο σεβασμός και η υπακοή στους νόμους είναι η βάση για την ομαλή συνύπαρξη των μελών  μιας κοινωνίας αλλά πριν και πάνω απ’ αυτό πρέπει οι νόμοι να είναι δίκαιοι και σύμφωνοι τουλάχιστον με το ισχύον δίκαιο. Η επιδίωξη της κομμουνιστικής αριστεράς για αλλαγή του ισχύοντος δικαίου με ένα άλλο, είναι θέμα συσχετισμού πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, κάτι που σήμερα δεν υπάρχει.
Η λογική της ανυπακοής στους νόμους της αστικής δημοκρατίας, από κομμουνιστική θέση, τείνει σήμερα να γίνει κοινωνικό κίνημα. Το κίνημα αυτό δεν έχει κομμουνιστικό ιδεολογικό προσανατολισμό αλλά βασίζεται στη λογική εφόσον ένας νόμος δεν είναι δίκαιος και σύμφωνος με το ισχύον δίκαιο της αστικής μας δημοκρατίας, έχουμε την δημοκρατική νομιμοποίηση της ανυπακοής. Υπάρχει και η άποψη ότι η ανυπακοή σε μη δίκαιους νόμους είναι δημοκρατικό καθήκον του πολίτη.
Στην πορεία αλλαγής του πολιτικού και οικονομικού συστήματος που έρχεται η κοινωνία θα πάρει θέση στο ζήτημα και μια διαφαινόμενη λύση ίσως είναι η θεσμοθέτηση οργάνου που θα έχει την ευθύνη ελέγχου της συμβατότητας των νόμων με το ισχύον δίκαιο. Αυτό ίσως απαντήσει και στη στρέβλωση του εκλογικού νόμου που μετατρέπει ισχνές κοινωνικές μειοψηφίες σε πανίσχυρες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες. Η επιμονή των δυο κομμάτων εξουσίας στην ύπαρξη ισχυρής μονοκομματικής κυβέρνησης έστω και αν υπολείπεται κατά πολύ του 50% +1 μας έχει φέρει στο σημερινό αδιέξοδο. Ο υφιστάμενος εκλογικός νόμος δεν είναι μόνο αντιδημοκρατικός αλλά και αντίθετος με κάθε έννοια δικαίου. Άρα η μη αναγνώριση της νομιμότητας των κυβερνήσεων που εκλέχτηκαν και εκλέγονται με τον σημερινό εκλογικό νόμο δεν είναι αντιδημοκρατική και παράνομη πράξη. Η δημοκρατική νομιμοποίηση αυτών των κυβερνήσεων απ’ το κοινοβούλιο δεν είναι αρκετή. Άρα η παραμονή τους την εξουσία και η αποδοχή σαν νόμιμων των πράξεων και αποφάσεών τους είναι δημοκρατική παρέκκλιση-υποχώρηση της Ελληνικής κοινωνίας κάτι σαν συμβιβαστική αποδοχή ενός κακώς κειμένου σαν καλώς κείμενο. Αυτή η στρέβλωση δεν μπορεί να γίνεται επ’ αόριστον, η κοινωνία οφείλει να απαντήσει με δημοκρατικό και σύμφωνο με το δίκαιο τρόπο.
Το βασικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι υπακούμε ένα νόμο χωρίς να εξετάσουμε αν είναι δίκαιος; Αν ναι, για πόσο ακόμη;
Αν όχι, πότε και πως θα αντικατασταθούν όλοι αυτοί οι νόμοι που δεν είναι σύμφωνοι με το ισχύον δίκαιο; Ποιος θα αναλάβει αυτές τις αλλαγές; Μπορούν τα σημερινά κόμματα που στήριξαν αυτές τις αντιδημοκρατικές μεθόδους να ηγηθούν αυτών των αλλαγών;
Μήπως χρειαζόμαστε ένα άλλο πολιτικό σύστημα που κινούμενο στα πλαίσια της δημοκρατίας και του δικαίου θα μπορέσει να εγγυηθεί αυτές τις αλλαγές αλλά και τη μη επιστροφή σε τέτοιες αντιδημοκρατικές πρακτικές στο μέλλον;