Ο βίος και η πολιτεία του 56χρονου απόστρατου ανώτατου αξιωματικού της ΕΛ.ΑΣ.
«ΗΤΑΝ άσημος στην Αστυνομία και... διάσημος στη νύχτα». Ετσι περιγράφει υψηλόβαθμος αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ. τον 56χρονο απόστρατο υποστράτηγο του Σώματος, ο οποίος φέρεται να διαδραμάτιζε κορυφαίο ρόλο στα κυκλώματα των 217 «νονών της νύχτας».
Ο 56χρονος αξιωματικός,με θητεία σε αστυνομικές υπηρεσίες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης,εμφανίζεται στο διαβιβαστικό της ΕΛ.ΑΣ.να κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο σε εγκληματική οργάνωση και να εμπλέκεται σε εκβιάσεις επιχειρηματιών. Από τις υποκλαπείσες συνομιλίες του που καταγράφονται στο διαβιβαστικόφέρεται να εμπλέκεται σε απόπειρες ανθρωποκτονίας, απάτες, πλαστογραφίες, λαθρεμπόριο χρυσού, ακόμη και σε αρχαιοκαπηλία.Ακόμη,ο «στρατηγός», όπως ήταν το ψευδώνυμό του στον κόσμο της νύχτας, φέρεται να είχε τη δυνατότητα, πολλά χρόνια μετά την αποχώρησή του- το 2002- από το Σώμα, να πετυχαίνει ευνοϊκές ή δυσμενείς μεταθέσεις αστυνομικών και να αποτελεί «γέφυρα» του υποκόσμου με την ΕΛ.ΑΣ. Ο ίδιος πάντως μιλά για ανυπόστατες κατηγορίες και για διαστρέβλωση όσων αναφέρει στις συζητήσεις του.
Ο επονομαζόμενος «στρατηγός», υποστράτηγος εν αποστρατεία στον βαθμό, κατάγεται από την Εδεσσα και μπήκε στην Αστυνομία στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Συνάδελφοί του τον περιγράφουν ως αστυνομικό «χαμηλών τόνων». Υπηρέτησε πολλά χρόνια στην Υποδιεύθυνση Αλλοδαπών, στο αεροδρόμιο Θεσσαλονίκης, στο Αγιον Ορος αλλά και στην Υποδιεύθυνση Βορειοανατολικής Αττικής ως ταξίαρχος, από την οποία αποστρατεύθηκε το 2002 με τον βαθμό του υποστράτηγου. Οπως λένε συνάδελφοί του, «μετά την αποχώρησή του από υπηρεσίες της Θεσσαλονίκης, είχαν ακουστεί φήμες για εμπλοκή του σε υπόθεση τοκογλυφίας. Τίποτε όμως δεν αποδείχθηκε και δεν υπήρξε καμία πειθαρχική δίωξη εις βάρος του». Μετά την αποστρατεία του επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, για να γυρίσει πριν από τρία στην Αθήνα, όπου ήδη σπούδαζε μια από τις δύο κόρες του.
Φέρεται ως ιδιοκτήτης Ιnternet καφέ στην Καλλιθέα, αν και επισήμως ιδιοκτήτες της επιχείρησης εμφανίζονται άλλα άτομα. Το Τμήμα Παιγνίων της Ασφάλειας Αττικής μόνο τον τελευταίο χρόνο ανακάλυψε και κατέσχεσε στο συγκεκριμένο κατάστημα περισσότερους από 350 υπολογιστές με παράνομα ηλεκτρονικά παιχνίδια. Ανώτεροι αξιωματικοί ανέφεραν στο «Βήμα» ότι «προ μερικών εβδομάδων,ύστερα από μια κατάσχεση “κουλοχέρηδων” στο Ιnternet καφέ,μας τηλεφώνησε και μας συστήθηκε ως στρατηγός της ΕΛ.ΑΣ. Ηταν εξοργισμένος για τις έρευνες στο μαγαζί του. Ηρθε στη ΓΑΔΑ και άρχισε να ζητεί τον λόγο από τους αρμόδιους αστυνομικούς γιατί πραγματοποιούν ελέγχους στο δικό του κατάστημα και όχι σε άλλα. Σε κάποια στιγμή είπε οργισμένος ότι και να του κατάσχουμε 500 μηχανήματαέχει τη δυνατότητα να τα αντικαταστήσει αμέσως».
Η ΕΛ.ΑΣ. ανακάλυψε στοιχεία για τις διασυνδέσεις του στη νύχτα ύστερα από παρακολουθήσεις των τηλεφώνων μιας ομάδας «νονών» που δραστηριοποιούνταν κυρίως σε Καλλιθέα και Νέα Σμύρνη, αλλά τα τελευταία χρόνια είχε επεκτείνει τη δράση της σε όλη την Αττική. Εκπληκτοι οι αξιωματικοί άκουγαν τους αρχηγούς της συμμορίας, που απετελείτο από 29 άτομα, να μιλούν για κάποιον «στρατηγό» που «τακτοποιούσε» μεταθέσεις αστυνομικών, έκανε παρεμβάσεις στο αρχηγείο, εκβίαζε επιχειρηματίες κτλ. Αρκετές ημέρες αργότερα κατόρθωσαν από τον συνδυασμό συνομιλιών και άλλων πληροφοριών να καταλήξουν στην ταυτότητά του.
Σύμφωνα με το διαβιβαστικό έγγραφο του Τμήματος Δίωξης Εκβιαστών της Ασφάλειας Αττικής που συντάχθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 2010, ο 56χρονος εμφανίζεται να διατηρεί επαφές με τουλάχιστον δέκα εν ενεργεία αστυνομικούς, οι οποίοι τον ειδοποιούν για ελέγχους στο κατάστημά του στην Καλλιθέα ή φροντίζουν να τον ενημερώνουν για άλλες έρευνες της ΕΛ.ΑΣ. Ορισμένοι από τους αστυνομικούς μάλιστα φέρεται να χρησιμοποιούν κινητά τηλέφωνα, των οποίων ως κάτοχοι εμφανίζονται... Κενυάτες οι οποίοι διαμένουν στο Ναϊρόμπι.
Ο απόστρατος αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ. στην απολογία του- αφέθηκε ελεύθερος με καταβολή εγγύησης και επιβολή περιοριστικών όρωναρνήθηκε ότι έκανε εκβιασμούς καταστηματαρχών, αναφέροντας ότι κανείς επιχειρηματίας δεν τον ενέπλεξε σε τέτοιου είδους ενέργειες. Παραδέχθηκε ότι είχε γνωρίσει τον κατηγορούμενο ως αρχηγό τής εν λόγω συμμορίας των «νονών», τόνισε όμως ότι δεν είχε μαζί του καμία παράνομη συναλλαγή. Υποστήριξε μάλιστα, όσον αφορά τις απάτες, τα πλαστά χαρτονομίσματα κτλ., ότι είναι θέματα εκτός κατηγορητηρίου, αλλά και ότι δίδεται διαφορετικό νόημα από αυτό που ο ίδιος εννοεί στις συνομιλίες του. Τόνισε επίσης ότι στη δικογραφία δεν υπάρχουν πολλές από τις ηχογραφημένες συνομιλίες που μνημονεύονται στο διαβιβαστικό έγγραφο της ΕΛ.ΑΣ.
Οπως αναφέρει στο «Βήμα» ο ποινικολόγος κ. Παναγιώτης Μιχαλόλιας που χειρίζεται νομικά την υπόθεση των κυκλωμάτων, «η σχηματισθείσα δικογραφία αποτελεί στην ουσία άθροισμα πράξεων και προσώπων που αφορούν διαφορετικές υποθέσεις. Κατά δεύτερο λόγο εμπλέκουν πρόσωπα που είναι άγνωστα μεταξύ τους. Είναι πρωτότυπο ότι συγκροτήθηκε η δικογραφία, στηριζόμενη αποκλειστικώς σε απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες ή βιντεοσκοπήσεις,για την ακρόαση ή την επισκόπηση των οποίων απαιτείται ιδιαίτερα μεγάλος χρόνος. Χρόνος που δεν δόθηκε ούτε στους ανακριτέςούτε στους κατηγορουμένους και υπερασπιστές τους,ώστε επαρκώς να αμυνθούν σε τόσο πολλές και σοβαρές κατηγορίες».
source:tovima
«ΗΤΑΝ άσημος στην Αστυνομία και... διάσημος στη νύχτα». Ετσι περιγράφει υψηλόβαθμος αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ. τον 56χρονο απόστρατο υποστράτηγο του Σώματος, ο οποίος φέρεται να διαδραμάτιζε κορυφαίο ρόλο στα κυκλώματα των 217 «νονών της νύχτας».
Ο 56χρονος αξιωματικός,με θητεία σε αστυνομικές υπηρεσίες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης,εμφανίζεται στο διαβιβαστικό της ΕΛ.ΑΣ.να κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο σε εγκληματική οργάνωση και να εμπλέκεται σε εκβιάσεις επιχειρηματιών. Από τις υποκλαπείσες συνομιλίες του που καταγράφονται στο διαβιβαστικόφέρεται να εμπλέκεται σε απόπειρες ανθρωποκτονίας, απάτες, πλαστογραφίες, λαθρεμπόριο χρυσού, ακόμη και σε αρχαιοκαπηλία.Ακόμη,ο «στρατηγός», όπως ήταν το ψευδώνυμό του στον κόσμο της νύχτας, φέρεται να είχε τη δυνατότητα, πολλά χρόνια μετά την αποχώρησή του- το 2002- από το Σώμα, να πετυχαίνει ευνοϊκές ή δυσμενείς μεταθέσεις αστυνομικών και να αποτελεί «γέφυρα» του υποκόσμου με την ΕΛ.ΑΣ. Ο ίδιος πάντως μιλά για ανυπόστατες κατηγορίες και για διαστρέβλωση όσων αναφέρει στις συζητήσεις του.
Ο επονομαζόμενος «στρατηγός», υποστράτηγος εν αποστρατεία στον βαθμό, κατάγεται από την Εδεσσα και μπήκε στην Αστυνομία στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Συνάδελφοί του τον περιγράφουν ως αστυνομικό «χαμηλών τόνων». Υπηρέτησε πολλά χρόνια στην Υποδιεύθυνση Αλλοδαπών, στο αεροδρόμιο Θεσσαλονίκης, στο Αγιον Ορος αλλά και στην Υποδιεύθυνση Βορειοανατολικής Αττικής ως ταξίαρχος, από την οποία αποστρατεύθηκε το 2002 με τον βαθμό του υποστράτηγου. Οπως λένε συνάδελφοί του, «μετά την αποχώρησή του από υπηρεσίες της Θεσσαλονίκης, είχαν ακουστεί φήμες για εμπλοκή του σε υπόθεση τοκογλυφίας. Τίποτε όμως δεν αποδείχθηκε και δεν υπήρξε καμία πειθαρχική δίωξη εις βάρος του». Μετά την αποστρατεία του επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, για να γυρίσει πριν από τρία στην Αθήνα, όπου ήδη σπούδαζε μια από τις δύο κόρες του.
Φέρεται ως ιδιοκτήτης Ιnternet καφέ στην Καλλιθέα, αν και επισήμως ιδιοκτήτες της επιχείρησης εμφανίζονται άλλα άτομα. Το Τμήμα Παιγνίων της Ασφάλειας Αττικής μόνο τον τελευταίο χρόνο ανακάλυψε και κατέσχεσε στο συγκεκριμένο κατάστημα περισσότερους από 350 υπολογιστές με παράνομα ηλεκτρονικά παιχνίδια. Ανώτεροι αξιωματικοί ανέφεραν στο «Βήμα» ότι «προ μερικών εβδομάδων,ύστερα από μια κατάσχεση “κουλοχέρηδων” στο Ιnternet καφέ,μας τηλεφώνησε και μας συστήθηκε ως στρατηγός της ΕΛ.ΑΣ. Ηταν εξοργισμένος για τις έρευνες στο μαγαζί του. Ηρθε στη ΓΑΔΑ και άρχισε να ζητεί τον λόγο από τους αρμόδιους αστυνομικούς γιατί πραγματοποιούν ελέγχους στο δικό του κατάστημα και όχι σε άλλα. Σε κάποια στιγμή είπε οργισμένος ότι και να του κατάσχουμε 500 μηχανήματαέχει τη δυνατότητα να τα αντικαταστήσει αμέσως».
Η ΕΛ.ΑΣ. ανακάλυψε στοιχεία για τις διασυνδέσεις του στη νύχτα ύστερα από παρακολουθήσεις των τηλεφώνων μιας ομάδας «νονών» που δραστηριοποιούνταν κυρίως σε Καλλιθέα και Νέα Σμύρνη, αλλά τα τελευταία χρόνια είχε επεκτείνει τη δράση της σε όλη την Αττική. Εκπληκτοι οι αξιωματικοί άκουγαν τους αρχηγούς της συμμορίας, που απετελείτο από 29 άτομα, να μιλούν για κάποιον «στρατηγό» που «τακτοποιούσε» μεταθέσεις αστυνομικών, έκανε παρεμβάσεις στο αρχηγείο, εκβίαζε επιχειρηματίες κτλ. Αρκετές ημέρες αργότερα κατόρθωσαν από τον συνδυασμό συνομιλιών και άλλων πληροφοριών να καταλήξουν στην ταυτότητά του.
Σύμφωνα με το διαβιβαστικό έγγραφο του Τμήματος Δίωξης Εκβιαστών της Ασφάλειας Αττικής που συντάχθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 2010, ο 56χρονος εμφανίζεται να διατηρεί επαφές με τουλάχιστον δέκα εν ενεργεία αστυνομικούς, οι οποίοι τον ειδοποιούν για ελέγχους στο κατάστημά του στην Καλλιθέα ή φροντίζουν να τον ενημερώνουν για άλλες έρευνες της ΕΛ.ΑΣ. Ορισμένοι από τους αστυνομικούς μάλιστα φέρεται να χρησιμοποιούν κινητά τηλέφωνα, των οποίων ως κάτοχοι εμφανίζονται... Κενυάτες οι οποίοι διαμένουν στο Ναϊρόμπι.
Ο απόστρατος αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ. στην απολογία του- αφέθηκε ελεύθερος με καταβολή εγγύησης και επιβολή περιοριστικών όρωναρνήθηκε ότι έκανε εκβιασμούς καταστηματαρχών, αναφέροντας ότι κανείς επιχειρηματίας δεν τον ενέπλεξε σε τέτοιου είδους ενέργειες. Παραδέχθηκε ότι είχε γνωρίσει τον κατηγορούμενο ως αρχηγό τής εν λόγω συμμορίας των «νονών», τόνισε όμως ότι δεν είχε μαζί του καμία παράνομη συναλλαγή. Υποστήριξε μάλιστα, όσον αφορά τις απάτες, τα πλαστά χαρτονομίσματα κτλ., ότι είναι θέματα εκτός κατηγορητηρίου, αλλά και ότι δίδεται διαφορετικό νόημα από αυτό που ο ίδιος εννοεί στις συνομιλίες του. Τόνισε επίσης ότι στη δικογραφία δεν υπάρχουν πολλές από τις ηχογραφημένες συνομιλίες που μνημονεύονται στο διαβιβαστικό έγγραφο της ΕΛ.ΑΣ.
Οπως αναφέρει στο «Βήμα» ο ποινικολόγος κ. Παναγιώτης Μιχαλόλιας που χειρίζεται νομικά την υπόθεση των κυκλωμάτων, «η σχηματισθείσα δικογραφία αποτελεί στην ουσία άθροισμα πράξεων και προσώπων που αφορούν διαφορετικές υποθέσεις. Κατά δεύτερο λόγο εμπλέκουν πρόσωπα που είναι άγνωστα μεταξύ τους. Είναι πρωτότυπο ότι συγκροτήθηκε η δικογραφία, στηριζόμενη αποκλειστικώς σε απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες ή βιντεοσκοπήσεις,για την ακρόαση ή την επισκόπηση των οποίων απαιτείται ιδιαίτερα μεγάλος χρόνος. Χρόνος που δεν δόθηκε ούτε στους ανακριτέςούτε στους κατηγορουμένους και υπερασπιστές τους,ώστε επαρκώς να αμυνθούν σε τόσο πολλές και σοβαρές κατηγορίες».
source:tovima