Κυριακή 17 Ιουλίου 2011, νωρίς το μεσημέρι στη Χώρα της Μυκόνου.
Ο ήλιος καίει και σε τυφλώνει όπως συνήθως, όμως βοριάς δεν φυσάει ούτε για δείγμα. Στο ναό της Πανάχρας ντόπιοι και φίλοι καρδιάς από παντού μαζεύονται για να αποχωριστούν τον Φίλιππη τους. Με το τέλος της τελετής, η νεκρώσιμη πομπή κατηφορίζει αργά τα Ματογιάννια και στρίβει αριστερά μες στο στενό. Το φέρετρο σταματάει. Μια τελευταία φορά στο μαγαζί με τα χρυσά γράμματα στο βιβλίο της «κοσμοπολίτικης Μυκόνου» και ο κόσμος ξεσπάει σε χειροκρότημα. Αντίο, διάσημε σε όλο τον κόσμο Φίλιππη. Και είναι περίεργο τελικά, γιατί ο άνθρωπος αυτός ελάχιστη σχέση είχε στην ουσία με τα φλας.
Αν μπεις στο ρεστοράν του Φιλιππή, δεν θα τον βρεις στην είσοδο να σε καλωσορίσει. Αν πας στη Φάρμα του, δεν θα είναι εκεί να σου μιλήσει για τον ερωτά του. Ή, αν κάνεις την πρωινή σου βόλτα στο γιαλό, δεν θα σε προσκαλέσει στο τραπέζι του για καφεδάκι. Ο Φίλιππης «έφυγε». Μια πνευμονική επιπλοκή έγραψε τον τίτλο τέλους στη ζωή του θρυλικού οικοδεσπότη, που άφησε την τελευταία του πνοή την Παρασκευή 15 Ιουλίου στο νοσοκομείο Σωτηρία, έπειτα από νοσηλεία στην εντατική. Βέρος Μυκονιάτης, ο Φίλιππος Κοντιζάς έμελλε να κάνει το χαϊδευτικό του όνομα συνώνυμο της μυκονιάτικης φιλοξενίας. «Φιλιππή» τον φώναζαν οικογένεια, φίλοι και γνωστοί, Philippi βάφτισε και το ρεστοράν του, σε εκείνη την τόσο φροντισμένη, πολύχρωμη και δροσερή αυλή, σε ένα σοκάκι στην καρδιά της Χώρας, όπου, ακόμη κι αν δεν το ξέρεις, σχεδόν σε βγάζουν τα βήματα σου από ένστικτο. Εδώ που έχουν υμνήσει το μυκονιάτικο καλοκαίρι χρυσά ονόματα του διεθνούς jet set και της ελληνικής αφρόκρεμας. Οι παλιοί θα σου πουν πως ο τότε πλανητάρχης George Bush (ο πατέρας) έγλειφε τα δάχτυλα του με τη λευκή ταραμοσαλάτα του Φιλιππή. Ή για τον μπαρμπα-Γιάννη (Λάτση) που ερχόταν εδώ να διαλέξει μόνος του τα μαγειρευτά και εκείνο το μοσχομυριστό roast beef με μακαρόνια που όμοιο του δεν είχε ξαναφάει στη ζωή του, για να τα πάρει στο σκάφος και να γλεντήσει με τους φίλους του. Ο Antony Quinn ζητούσε συνέχεια από τον Φίλιππη συρτάκι για να το χορέψει. Η Jane Fonda έπινε στο όμορφο μπαρ τις μαργαρίτες της. Ο Paul Newman απολάμβανε στον κήπο τα υπέροχα θαλασσινά πριν συνεχίσει τη νύχτα του στο 7 sins Οι σχεδιαστές Gianfranco Ferre και Pierre Gardin, αλλά και η θλιμμένη πριγκίπισσα Soraya, που όμως εδώ χαμογελούσε απολαμβάνοντας το σπιτικό μπακλαβά της, ήταν μερικοί μόνο από τους μόνιμους θαμώνες τη χρυσή εποχή του Philippi, που άνοιξε το 1975 και έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της κοσμοπολίτικης Μυκόνου.
Jackie Kennedy, Bianca Jagger, Plaoma Picasso επίσης αγάπησαν τη ζεστή φιλοξενία και το εγκάρδιο κέφι που οδηγούσε σε τραγούδια και χορούς ως το πρωί στου Φίλιππη. Ο αείμνηστος Χατζιδάκις διασκέδαζε εδώ μετά τις περιηγήσεις του στη Δήλο. Ο Μίνως Μάτσας επίσης. Η Μαρινέλλα, ο Ζάχος Χατζηφωτίου, η Ζωή Λάσκαρη, η Άλκηστις Πρωτοψάλτη, η Άννα Βίσση, ο Ντέμης Ρούσσος έχουν αποκτήσει εδώ μερικές από τις ομορφότερες καλοκαιρινές αναμνήσεις τους, από εκείνες που κρατάνε μια ζωή. Η λίστα δεν έχει τέλος, ούτε η παράθεση ονομάτων ιδιαίτερο νόημα, αφού, στα 36 χρόνια λειτουργίας του, το εστιατόριο του Φίλιππη ήταν η μαγική αυλή με τα κυκλαδίτικα αρώματα, τις ονειρεμένες γεύσεις και την αβίαστη χαρά που έβαλαν στην καρδιά τους επώνυμοι και ανώνυμοι όλου του κόσμου. Σε έναν πρόχειρο υπολογισμό, από το μαγαζί του έχουν περάσει γύρω στους εξήντα αρχηγούς κρατών, από τους οποίους οι σαράντα τουλάχιστον ανέπτυξαν προσωπική, έστω και σύντομη, σχέση με το θρυλικό οικοδεσπότη.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ
Ο Φίλιππος Κοντιζάς γεννήθηκε στη Μύκονο το 1950 από γονείς που στάθηκαν πρωτεργάτες στην τουριστική ανάπτυξη της Μυκόνου. Το οικογενειακό ξενοδοχείο Philippi φημιζόταν τότε και για τις περίφημες μυρωδιές που έβγαιναν από την κουζίνα της μητέρας του, η οποία τον δασκάλεψε από μικρό στα μυστικά των σπιτικών γεύσεων που αργότερα θα γνώριζαν τόση ανταπόκριση. Κυρίως, όμως, ο μικρός Φίλιππης μεγάλωσε με το δηλιακό φως και την αγάπη για τον τόπο του στο αίμα του. «Μετά τα 13, άρχισα να πηγαίνω με έναν μπάρμπα μου, που ήταν ψαράς, στη Δήλο. Τότε άρχισα να καταλαβαίνω την ομορφιά της και της γύρω περιοχής. Ένιωσα πόσο ξεχωριστό είναι το φως της. Πρόσεξα την αρχιτεκτονική της Δήλου και μετά κατάλαβα και της Μυκόνου. Ευτυχώς -και χάρη σε μερικούς ανθρώπους-, διατηρήθηκε όπως τότε. Ήμασταν μια παρέα φίλων και κυνηγούσαμε εποχικά αγριογούρουνα, ορτύκια, τρυγόνια. Πριν φτιαχτούν τα σπίτια, η Μύκονος ήταν τόπος όπου σταματούσαν τα πουλιά να ξεκουραστούν. Έτσι, γυρνούσαμε όλο το νησί. Παρατηρούσαμε τα παλιά σπίτια και τα κτίσματα, τις ωραίες γωνιές, τους παλιούς φούρνους, τις όμορφες πέργκολες στα χωριά. Δεχτήκαμε επιρροές. Πιστεύω ότι από αυτές τις εικόνες απέκτησαν οι Μυκονιάτες ευαισθησία όσον αφορά στην αρχιτεκτονική του νησιού τους. Ακόμη και σήμερα, το κάθε σπίτι πρέπει να ταιριάζει με το χώρο. Δούλεψα με τον πατέρα μου στις οικοδομές (σ.σ. ο πατέρας του υπήρξε εργολάβος οικοδομών) και είχαμε και το ξενοδοχείο Philippi και έτσι είχα ταυτόχρονα επαφή και με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική του νησιού αλλά και με τον τουρισμό και τους ξένους» δήλωνε σε συνέντευξη του το 2008 στην Κλειώ Χατζηστεφάνου. Μετά την πολυετή παραμονή του στο στρατό με ειδικότητα ηλεκτρολόγου-μηχανολόγου στα καταφύγια ατομικής ενέργειας, πίστεψε ότι απέκτησε το know-how οργάνωσης και του στησίματος οποιασδήποτε δουλειάς. Το δαιμόνιο υπήρχε, η πείρα αποκτήθηκε, το οικογενειακό σπίτι με το λαχανόκηπο περίμενε να αξιοποιηθεί αλλιώς μέσα στη Χώρα κι έτσι γεννήθηκε το Philippis Garden. «Μαγείρευε η μητέρα μου τότε. Οι σπεσιαλιτέ της ήταν ντομάτες γεμιστές, κουνέλι στιφάδο, γιουβαρλάκια, ντολμαδάκια. Τότε ο κόσμος προτιμούσε τα μαγειρευτά από τα σχάρας. Ήταν πιο νόστιμα και δεν είχε αρχίσει η μόδα της δίαιτας».
Ο Φίλιππης έζησε τη Μύκονο με τα αυτοσχέδια γλέντια του Ωνάση και του Νιάρχου στο γιαλό, τότε που οι ντόπιοι έθρεφαν οικογένειες φτιάχνοντας «κοσμήματα» από κοχύλια, μάλλινα πουλόβερ και μύλους-μινιατούρες για τους επισκέπτες. Είδε τους Γάλλους της Αρχαιολογικής Σχολής και την Ελένη Βλάχου με τις κοσμικές παρέες της να δίνουν την πρώτη τουριστική πνοή στο νησί. Αγάπησε την εποχή που ντόπιοι και τουρίστες ήταν ένα σε μια ιερή συμμαχία που υμνούσε την καλοκαιρινή χαρά με όλη την αυθεντικότητα του κόσμου. Και έγραψε τη δική του ιστορία στις σελίδες της με εκείνη την παλιά Μύκονο πάντα Νο1 στο μυαλό του. Διορατικός και με έντονο ένστικτο να τον διακρίνει ακόμα και σε θολές στιγμές, ο Φίλιππης ήξερε να ακολουθεί την εποχή του. Μεγάλος γνώστης της κουζίνας (αλλά και του μπαρ, όπου ακόμη νομίζεις ότι θα τον βρεις να κάθεται στο έξω το σκαμπό με το που κλείσει η κουζίνα), πρόσθεσε στο μενού του περιζήτητα θαλασσινά πιάτα όταν χρειάστηκε, ακόμα και σούσι όταν «αναγκάστηκε». Ταξίδευε συχνά με το προσωπικό στο εξωτερικό για τις βραδιές γευσιγνωσίας Philippi, τα σεμινάρια και τις εκδηλώσεις που διοργάνωνε σε συνεργασία με τον ΕΟΤ. Ήξερε τα πάντα για τις γαστρονομικές τάσεις διεθνώς. Όμως η δική του άποψη για την «καλή κουζίνα» ήταν όσο πιο μυκονιάτικη μπορούσε να υπάρξει. Το όραμα του και η μετέπειτα μεγάλη του αγάπη, η Φάρμα Πλακωτά, ήταν ο τρόπος που επέλεξε για να εξασφαλίσει τις καλύτερες πρώτες ύλες για το ρεστοράν του, αλλά και για να ταξιδέψει τη γαστρονομική κουλτούρα του τόπου του στον κόσμο, συστήνοντας στους επισκέπτες το μυκονιάτικο κρασί, το ζυμωτό ψωμί και τις σπιτικές συνταγές που εδώ τους μάθαινε να μαγειρεύουν. Μαζί του σε όλη αυτή την προσπάθεια η Χρύσα Κοντιζά, δεύτερη σύζυγος του και το άλλο μισό του Philippis Garden. Είκοσι τέσσερα χρόνια γάμου, που άρχισαν με ένα τελεσίγραφο, ένα ωραίο μεσημέρι: «Αν θες να είμαστε μαζί, αφήνεις τη ζωή σου στην Αθήνα και κατεβαίνεις τώρα στη Μύκονο». Το ίδιο βράδυ η Χρύσα Κοντιζά βρισκόταν δίπλα του και ως ζευγάρι τους αγάπησαν οι γενιές που διασκέδασαν στο μαγαζί τους.
ΛΑΤΡΗΣ ΤΗ ΓΗΣ, ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ
Όμως, σε όλες τις ιστορίες σαν κι αυτές υπάρχει πάντα το σημείο «όταν τα φώτα σβήνουν». Ο Φίλιππης πέρασε δεκαετίες ολόκληρες με λαμπερό κόσμο να διασκεδάζει στα τραπέζια του, αλλά ο ίδιος τελευταία αγαπούσε όλο και περισσότερο την ησυχία του. Και όταν τα φώτα έσβηναν στο μαγαζί, θα άφηνε τα σοκάκια της Χώρας να του δείξουν το δρόμο. Με παρέα του τη νύχτα θα κατέληγε σε ένα από τα μπαράκια που είχε για λημέρια του, απλός και αθόρυβος παρά το βροντερό όνομα του. Πήγαινε πάντα μόνος και ήταν παντού παραπάνω από ευπρόσδεκτος – αυτός που ήθελαν όλοι να έχουν στην παρέα τους. Κι αν ήσουν από τους λίγους που τους έκανε την τιμή να νιώθει ξεκούραστα μαζί τους, θα σε κερνούσε και θα σου έλεγε ιστορίες. Καταρχήν, θα μιλούσε για τη Μύκονο που είναι «η βασίλισσα του κόσμου» και που παρά τους «κανίβαλους» που τη χαλάνε, υπάρχει η Δήλος με το φως και την ενέργεια της να δίνει ισορροπία στην κατάσταση. Τη λάτρευε όσο ελάχιστοι τη Δήλο – μικρός έπλυνε τα ψηφιδωτά της, αυτά που βλέπουμε τώρα στο μουσείο της, για να δείχνουν όμορφα με τα πραγματικά τους χρώματα την πρώτη φορά που θα τα φωτογράφιζε ο Μπενάκης. «Δεν έχει τίποτα νόημα, νόημα έχει μόνο η Θάλασσα» θα σου έλεγε για να σε αλαφρώσει. «Όσο πιο μεγάλο είναι το πρόβλημα, τόσο πιο χαρούμενος να είσαι. Γιατί το μεγάλο το βλέπεις ξεκάθαρα και το ξεριζώνεις μια και έξω. Αρκεί να έχεις νου και να βάζεις μόνο λογική. Τα προβλήματα θέλουν λογική. Σε όλα τα άλλα να ‘χεις το συναίσθημα» έλεγε συχνά στη φίλη μου τη Βίκυ που υπήρξε και δική του πολλά χρόνια και που εξαιτίας της τον γνώρισα κι εγώ ένα τέτοιο (υπέροχο) βράδυ.
Ο Φίλιππης ήταν λάτρης της γης, του νερού και του φωτός. Υπήρξε ένα με τον τόπο του. Πολλές φορές θα ξεκινούσε με δυο καλούς φίλους να ψαρέψουν στη Δήλο για μια μέρα και θα επέστρεφε μετά τις 10.00 το βράδυ, αφού μάθαινε ότι τον έψαχναν κι ανησυχούσαν. Άλλα φεγγάρια θα απομονωνόταν στη φάρμα του. Εκεί, του Αγίου Φιλίππου, οργάνωνε και το ομορφότερο πανηγύρι του νησιού κάθε Οκτώβριο, με όλους προσκαλεσμένους. «Το θέμα είναι η ηδονή που θα νιώσεις μέσα στην ψυχή σου» θα σου έλεγε πια μετά την πλούσια σε μεγαλεία ζωή του. Και πως σημασία έχει να αγαπάς: «Ότι κάνεις, άμα το γουστάρεις με την ψυχή σου, μπορεί να φτάσει στον ουρανό. Ότι αγαπάς αποκλείεται να σε αφήσει».
Γενναιόδωρος και φιλότιμος, έζησε όπως ήθελε, με την ηρεμία εκείνου που τα έχει όλα υπό έλεγχο, την ανεμελιά μικρού παιδιού και τη διάθεση ενός φιλόσοφου. «Τίποτα δεν έχει αξία να στενοχωριέσαι. Το τριαντάφυλλο που θα κόψεις και θα πάρεις την ευωδία του, αυτό μόνο έχει». Μέσα σ’ αυτό το νησί που τον αγάπησε όσο λίγους ντόπιους, ο Φίλιππης είχε τη δική του Μύκονο: το λόφο του Κούνουπα και την άκρη του μόλου στο λιμάνι, από τη μεριά που φεύγουν τα καΐκια για τη Δήλο. Κι εκεί μπορεί να τον έβρισκες μετά τη δουλειά, να ρουφάει το ξημέρωμα. Γιατί από αυτό το σημείο τού φαινόταν πως τίποτα δεν έχει αλλάξει, ότι όλα είναι όπως παλιά. Κι όμως, από την προηγούμενη εβδομάδα αυτό το νησί δεν είναι ίδιο.
Πηγή: Down Town 21-27/7/2011
Ο ήλιος καίει και σε τυφλώνει όπως συνήθως, όμως βοριάς δεν φυσάει ούτε για δείγμα. Στο ναό της Πανάχρας ντόπιοι και φίλοι καρδιάς από παντού μαζεύονται για να αποχωριστούν τον Φίλιππη τους. Με το τέλος της τελετής, η νεκρώσιμη πομπή κατηφορίζει αργά τα Ματογιάννια και στρίβει αριστερά μες στο στενό. Το φέρετρο σταματάει. Μια τελευταία φορά στο μαγαζί με τα χρυσά γράμματα στο βιβλίο της «κοσμοπολίτικης Μυκόνου» και ο κόσμος ξεσπάει σε χειροκρότημα. Αντίο, διάσημε σε όλο τον κόσμο Φίλιππη. Και είναι περίεργο τελικά, γιατί ο άνθρωπος αυτός ελάχιστη σχέση είχε στην ουσία με τα φλας.
Αν μπεις στο ρεστοράν του Φιλιππή, δεν θα τον βρεις στην είσοδο να σε καλωσορίσει. Αν πας στη Φάρμα του, δεν θα είναι εκεί να σου μιλήσει για τον ερωτά του. Ή, αν κάνεις την πρωινή σου βόλτα στο γιαλό, δεν θα σε προσκαλέσει στο τραπέζι του για καφεδάκι. Ο Φίλιππης «έφυγε». Μια πνευμονική επιπλοκή έγραψε τον τίτλο τέλους στη ζωή του θρυλικού οικοδεσπότη, που άφησε την τελευταία του πνοή την Παρασκευή 15 Ιουλίου στο νοσοκομείο Σωτηρία, έπειτα από νοσηλεία στην εντατική. Βέρος Μυκονιάτης, ο Φίλιππος Κοντιζάς έμελλε να κάνει το χαϊδευτικό του όνομα συνώνυμο της μυκονιάτικης φιλοξενίας. «Φιλιππή» τον φώναζαν οικογένεια, φίλοι και γνωστοί, Philippi βάφτισε και το ρεστοράν του, σε εκείνη την τόσο φροντισμένη, πολύχρωμη και δροσερή αυλή, σε ένα σοκάκι στην καρδιά της Χώρας, όπου, ακόμη κι αν δεν το ξέρεις, σχεδόν σε βγάζουν τα βήματα σου από ένστικτο. Εδώ που έχουν υμνήσει το μυκονιάτικο καλοκαίρι χρυσά ονόματα του διεθνούς jet set και της ελληνικής αφρόκρεμας. Οι παλιοί θα σου πουν πως ο τότε πλανητάρχης George Bush (ο πατέρας) έγλειφε τα δάχτυλα του με τη λευκή ταραμοσαλάτα του Φιλιππή. Ή για τον μπαρμπα-Γιάννη (Λάτση) που ερχόταν εδώ να διαλέξει μόνος του τα μαγειρευτά και εκείνο το μοσχομυριστό roast beef με μακαρόνια που όμοιο του δεν είχε ξαναφάει στη ζωή του, για να τα πάρει στο σκάφος και να γλεντήσει με τους φίλους του. Ο Antony Quinn ζητούσε συνέχεια από τον Φίλιππη συρτάκι για να το χορέψει. Η Jane Fonda έπινε στο όμορφο μπαρ τις μαργαρίτες της. Ο Paul Newman απολάμβανε στον κήπο τα υπέροχα θαλασσινά πριν συνεχίσει τη νύχτα του στο 7 sins Οι σχεδιαστές Gianfranco Ferre και Pierre Gardin, αλλά και η θλιμμένη πριγκίπισσα Soraya, που όμως εδώ χαμογελούσε απολαμβάνοντας το σπιτικό μπακλαβά της, ήταν μερικοί μόνο από τους μόνιμους θαμώνες τη χρυσή εποχή του Philippi, που άνοιξε το 1975 και έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της κοσμοπολίτικης Μυκόνου.
Jackie Kennedy, Bianca Jagger, Plaoma Picasso επίσης αγάπησαν τη ζεστή φιλοξενία και το εγκάρδιο κέφι που οδηγούσε σε τραγούδια και χορούς ως το πρωί στου Φίλιππη. Ο αείμνηστος Χατζιδάκις διασκέδαζε εδώ μετά τις περιηγήσεις του στη Δήλο. Ο Μίνως Μάτσας επίσης. Η Μαρινέλλα, ο Ζάχος Χατζηφωτίου, η Ζωή Λάσκαρη, η Άλκηστις Πρωτοψάλτη, η Άννα Βίσση, ο Ντέμης Ρούσσος έχουν αποκτήσει εδώ μερικές από τις ομορφότερες καλοκαιρινές αναμνήσεις τους, από εκείνες που κρατάνε μια ζωή. Η λίστα δεν έχει τέλος, ούτε η παράθεση ονομάτων ιδιαίτερο νόημα, αφού, στα 36 χρόνια λειτουργίας του, το εστιατόριο του Φίλιππη ήταν η μαγική αυλή με τα κυκλαδίτικα αρώματα, τις ονειρεμένες γεύσεις και την αβίαστη χαρά που έβαλαν στην καρδιά τους επώνυμοι και ανώνυμοι όλου του κόσμου. Σε έναν πρόχειρο υπολογισμό, από το μαγαζί του έχουν περάσει γύρω στους εξήντα αρχηγούς κρατών, από τους οποίους οι σαράντα τουλάχιστον ανέπτυξαν προσωπική, έστω και σύντομη, σχέση με το θρυλικό οικοδεσπότη.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ
Ο Φίλιππος Κοντιζάς γεννήθηκε στη Μύκονο το 1950 από γονείς που στάθηκαν πρωτεργάτες στην τουριστική ανάπτυξη της Μυκόνου. Το οικογενειακό ξενοδοχείο Philippi φημιζόταν τότε και για τις περίφημες μυρωδιές που έβγαιναν από την κουζίνα της μητέρας του, η οποία τον δασκάλεψε από μικρό στα μυστικά των σπιτικών γεύσεων που αργότερα θα γνώριζαν τόση ανταπόκριση. Κυρίως, όμως, ο μικρός Φίλιππης μεγάλωσε με το δηλιακό φως και την αγάπη για τον τόπο του στο αίμα του. «Μετά τα 13, άρχισα να πηγαίνω με έναν μπάρμπα μου, που ήταν ψαράς, στη Δήλο. Τότε άρχισα να καταλαβαίνω την ομορφιά της και της γύρω περιοχής. Ένιωσα πόσο ξεχωριστό είναι το φως της. Πρόσεξα την αρχιτεκτονική της Δήλου και μετά κατάλαβα και της Μυκόνου. Ευτυχώς -και χάρη σε μερικούς ανθρώπους-, διατηρήθηκε όπως τότε. Ήμασταν μια παρέα φίλων και κυνηγούσαμε εποχικά αγριογούρουνα, ορτύκια, τρυγόνια. Πριν φτιαχτούν τα σπίτια, η Μύκονος ήταν τόπος όπου σταματούσαν τα πουλιά να ξεκουραστούν. Έτσι, γυρνούσαμε όλο το νησί. Παρατηρούσαμε τα παλιά σπίτια και τα κτίσματα, τις ωραίες γωνιές, τους παλιούς φούρνους, τις όμορφες πέργκολες στα χωριά. Δεχτήκαμε επιρροές. Πιστεύω ότι από αυτές τις εικόνες απέκτησαν οι Μυκονιάτες ευαισθησία όσον αφορά στην αρχιτεκτονική του νησιού τους. Ακόμη και σήμερα, το κάθε σπίτι πρέπει να ταιριάζει με το χώρο. Δούλεψα με τον πατέρα μου στις οικοδομές (σ.σ. ο πατέρας του υπήρξε εργολάβος οικοδομών) και είχαμε και το ξενοδοχείο Philippi και έτσι είχα ταυτόχρονα επαφή και με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική του νησιού αλλά και με τον τουρισμό και τους ξένους» δήλωνε σε συνέντευξη του το 2008 στην Κλειώ Χατζηστεφάνου. Μετά την πολυετή παραμονή του στο στρατό με ειδικότητα ηλεκτρολόγου-μηχανολόγου στα καταφύγια ατομικής ενέργειας, πίστεψε ότι απέκτησε το know-how οργάνωσης και του στησίματος οποιασδήποτε δουλειάς. Το δαιμόνιο υπήρχε, η πείρα αποκτήθηκε, το οικογενειακό σπίτι με το λαχανόκηπο περίμενε να αξιοποιηθεί αλλιώς μέσα στη Χώρα κι έτσι γεννήθηκε το Philippis Garden. «Μαγείρευε η μητέρα μου τότε. Οι σπεσιαλιτέ της ήταν ντομάτες γεμιστές, κουνέλι στιφάδο, γιουβαρλάκια, ντολμαδάκια. Τότε ο κόσμος προτιμούσε τα μαγειρευτά από τα σχάρας. Ήταν πιο νόστιμα και δεν είχε αρχίσει η μόδα της δίαιτας».
Ο Φίλιππης έζησε τη Μύκονο με τα αυτοσχέδια γλέντια του Ωνάση και του Νιάρχου στο γιαλό, τότε που οι ντόπιοι έθρεφαν οικογένειες φτιάχνοντας «κοσμήματα» από κοχύλια, μάλλινα πουλόβερ και μύλους-μινιατούρες για τους επισκέπτες. Είδε τους Γάλλους της Αρχαιολογικής Σχολής και την Ελένη Βλάχου με τις κοσμικές παρέες της να δίνουν την πρώτη τουριστική πνοή στο νησί. Αγάπησε την εποχή που ντόπιοι και τουρίστες ήταν ένα σε μια ιερή συμμαχία που υμνούσε την καλοκαιρινή χαρά με όλη την αυθεντικότητα του κόσμου. Και έγραψε τη δική του ιστορία στις σελίδες της με εκείνη την παλιά Μύκονο πάντα Νο1 στο μυαλό του. Διορατικός και με έντονο ένστικτο να τον διακρίνει ακόμα και σε θολές στιγμές, ο Φίλιππης ήξερε να ακολουθεί την εποχή του. Μεγάλος γνώστης της κουζίνας (αλλά και του μπαρ, όπου ακόμη νομίζεις ότι θα τον βρεις να κάθεται στο έξω το σκαμπό με το που κλείσει η κουζίνα), πρόσθεσε στο μενού του περιζήτητα θαλασσινά πιάτα όταν χρειάστηκε, ακόμα και σούσι όταν «αναγκάστηκε». Ταξίδευε συχνά με το προσωπικό στο εξωτερικό για τις βραδιές γευσιγνωσίας Philippi, τα σεμινάρια και τις εκδηλώσεις που διοργάνωνε σε συνεργασία με τον ΕΟΤ. Ήξερε τα πάντα για τις γαστρονομικές τάσεις διεθνώς. Όμως η δική του άποψη για την «καλή κουζίνα» ήταν όσο πιο μυκονιάτικη μπορούσε να υπάρξει. Το όραμα του και η μετέπειτα μεγάλη του αγάπη, η Φάρμα Πλακωτά, ήταν ο τρόπος που επέλεξε για να εξασφαλίσει τις καλύτερες πρώτες ύλες για το ρεστοράν του, αλλά και για να ταξιδέψει τη γαστρονομική κουλτούρα του τόπου του στον κόσμο, συστήνοντας στους επισκέπτες το μυκονιάτικο κρασί, το ζυμωτό ψωμί και τις σπιτικές συνταγές που εδώ τους μάθαινε να μαγειρεύουν. Μαζί του σε όλη αυτή την προσπάθεια η Χρύσα Κοντιζά, δεύτερη σύζυγος του και το άλλο μισό του Philippis Garden. Είκοσι τέσσερα χρόνια γάμου, που άρχισαν με ένα τελεσίγραφο, ένα ωραίο μεσημέρι: «Αν θες να είμαστε μαζί, αφήνεις τη ζωή σου στην Αθήνα και κατεβαίνεις τώρα στη Μύκονο». Το ίδιο βράδυ η Χρύσα Κοντιζά βρισκόταν δίπλα του και ως ζευγάρι τους αγάπησαν οι γενιές που διασκέδασαν στο μαγαζί τους.
ΛΑΤΡΗΣ ΤΗ ΓΗΣ, ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ
Όμως, σε όλες τις ιστορίες σαν κι αυτές υπάρχει πάντα το σημείο «όταν τα φώτα σβήνουν». Ο Φίλιππης πέρασε δεκαετίες ολόκληρες με λαμπερό κόσμο να διασκεδάζει στα τραπέζια του, αλλά ο ίδιος τελευταία αγαπούσε όλο και περισσότερο την ησυχία του. Και όταν τα φώτα έσβηναν στο μαγαζί, θα άφηνε τα σοκάκια της Χώρας να του δείξουν το δρόμο. Με παρέα του τη νύχτα θα κατέληγε σε ένα από τα μπαράκια που είχε για λημέρια του, απλός και αθόρυβος παρά το βροντερό όνομα του. Πήγαινε πάντα μόνος και ήταν παντού παραπάνω από ευπρόσδεκτος – αυτός που ήθελαν όλοι να έχουν στην παρέα τους. Κι αν ήσουν από τους λίγους που τους έκανε την τιμή να νιώθει ξεκούραστα μαζί τους, θα σε κερνούσε και θα σου έλεγε ιστορίες. Καταρχήν, θα μιλούσε για τη Μύκονο που είναι «η βασίλισσα του κόσμου» και που παρά τους «κανίβαλους» που τη χαλάνε, υπάρχει η Δήλος με το φως και την ενέργεια της να δίνει ισορροπία στην κατάσταση. Τη λάτρευε όσο ελάχιστοι τη Δήλο – μικρός έπλυνε τα ψηφιδωτά της, αυτά που βλέπουμε τώρα στο μουσείο της, για να δείχνουν όμορφα με τα πραγματικά τους χρώματα την πρώτη φορά που θα τα φωτογράφιζε ο Μπενάκης. «Δεν έχει τίποτα νόημα, νόημα έχει μόνο η Θάλασσα» θα σου έλεγε για να σε αλαφρώσει. «Όσο πιο μεγάλο είναι το πρόβλημα, τόσο πιο χαρούμενος να είσαι. Γιατί το μεγάλο το βλέπεις ξεκάθαρα και το ξεριζώνεις μια και έξω. Αρκεί να έχεις νου και να βάζεις μόνο λογική. Τα προβλήματα θέλουν λογική. Σε όλα τα άλλα να ‘χεις το συναίσθημα» έλεγε συχνά στη φίλη μου τη Βίκυ που υπήρξε και δική του πολλά χρόνια και που εξαιτίας της τον γνώρισα κι εγώ ένα τέτοιο (υπέροχο) βράδυ.
Ο Φίλιππης ήταν λάτρης της γης, του νερού και του φωτός. Υπήρξε ένα με τον τόπο του. Πολλές φορές θα ξεκινούσε με δυο καλούς φίλους να ψαρέψουν στη Δήλο για μια μέρα και θα επέστρεφε μετά τις 10.00 το βράδυ, αφού μάθαινε ότι τον έψαχναν κι ανησυχούσαν. Άλλα φεγγάρια θα απομονωνόταν στη φάρμα του. Εκεί, του Αγίου Φιλίππου, οργάνωνε και το ομορφότερο πανηγύρι του νησιού κάθε Οκτώβριο, με όλους προσκαλεσμένους. «Το θέμα είναι η ηδονή που θα νιώσεις μέσα στην ψυχή σου» θα σου έλεγε πια μετά την πλούσια σε μεγαλεία ζωή του. Και πως σημασία έχει να αγαπάς: «Ότι κάνεις, άμα το γουστάρεις με την ψυχή σου, μπορεί να φτάσει στον ουρανό. Ότι αγαπάς αποκλείεται να σε αφήσει».
Γενναιόδωρος και φιλότιμος, έζησε όπως ήθελε, με την ηρεμία εκείνου που τα έχει όλα υπό έλεγχο, την ανεμελιά μικρού παιδιού και τη διάθεση ενός φιλόσοφου. «Τίποτα δεν έχει αξία να στενοχωριέσαι. Το τριαντάφυλλο που θα κόψεις και θα πάρεις την ευωδία του, αυτό μόνο έχει». Μέσα σ’ αυτό το νησί που τον αγάπησε όσο λίγους ντόπιους, ο Φίλιππης είχε τη δική του Μύκονο: το λόφο του Κούνουπα και την άκρη του μόλου στο λιμάνι, από τη μεριά που φεύγουν τα καΐκια για τη Δήλο. Κι εκεί μπορεί να τον έβρισκες μετά τη δουλειά, να ρουφάει το ξημέρωμα. Γιατί από αυτό το σημείο τού φαινόταν πως τίποτα δεν έχει αλλάξει, ότι όλα είναι όπως παλιά. Κι όμως, από την προηγούμενη εβδομάδα αυτό το νησί δεν είναι ίδιο.
Πηγή: Down Town 21-27/7/2011