Επειδή τα περισσότερα κείμενα δέχονται το κράξιμο πριν τελειώσει η πρώτη παράγραφος, να ξεκαθαρίσω από....
τώρα πως δεν είμαι ούτε ο Elio Fox που μάζεψε το χρήμα το 2011, ενώ δεν έχω καμία σχέση (πέρα από μετρημένες online συζητήσεις) με τον Γιώργο Θεοφανόπουλο του pokercity.gr. Και αφού ξηγηθήκαμε (τουλάχιστον από την πλευρά μου), ας συνεχίσουμε.
Τα τελευταία 3 χρόνια παίζω συνέχεια πόκερ. Αν τα αφαιρέσεις από τα 29 συνολικά που κουβαλάω στην αστυνομική μου ταυτότητα, σου βγάζει ένα διόλου τιμητικό 26, ηλικία στην οποία όχι απλά έμαθα ότι η μπλόφα είναι μέρος του παιχνιδιού (της ζωής), αλλά και το με ποια σειρά κερδίζουν τα φύλλα (με το κλασικό post it χαρτάκι που κοιτούσα στα περίπου 10 πρώτα τραπέζια που έκατσα, αφού δεν μπορούσα με τίποτα να θυμηθώ τι διάολο κερδίζει αυτή η κέντα, το three of a kind ή το χρώμα;).
Το «παίζω συνέχεια» ισούται με μία φορά τουλάχιστον την εβδομάδα, συνήθως με τους ίδιους πάνω κάτω φίλους (το υπογραμμίζω γιατί έχει σημασία για τη συνέχεια του κειμένου), με λίγα χρήματα στο buy in (10, άντε μία στο πολύ τόσο 20 ευρώ) και 2-3 rebuy, ώστε να υπάρχει πάντα μια σούμα των 200-250 ευρώ που διεκδικεί ο 1ος και ο 2ος παίκτης του τραπεζιού.
Θυμάμαι, επίσης, ότι το πρώτο διάστημα, κάπου στους έξι μήνες, ήμουν subscribed στα περισσότερα online poker που κυκλοφορούν εκεί έξω, στο διαδίκτυο, όπου με βρήκα(ν) να παίζω είτε στις 6 το απόγευμα, είτε στις 6 το πρωί (αν είχα μπει σε κάνα τουρνουά με 2500 παίκτες, με την ελπίδα ότι θα κάνω το μεγάλο κόλπο και θα φύγω τρέχοντας από τραπέζι και server).
Στην πορεία έμαθα αρκετά (ναι, και να κερδίζω). Ότι η υπομονή (που υποτίθεται έχω γενικά) είναι το πιο σημαντικό όπλο, πώς να μετράω πιθανότητες και να ζυγίζω αντιπάλους και σε αντίθεση με την ατάκα του Rounders που είχε αναφέρει ο Σγουρός στο Αιώνιο Δίλημμα «πόκερ ή black jack», εγώ δεν έψαχνα το κορόιδο (λογικά εγώ ήμουν) αλλά τον καλό παίκτη (τον Κώστα δηλαδή) για να μάθω κάτι περισσότερο. Και όντως με το πέρασμα του χρόνου και από flop σε flop κάτι έγινε και τώρα μπορώ να πω ότι «κάτι ξέρω», άσχετα αν στο Λουτράκι ακόμη κλαίω τα ευρώ μου, στο πρώτο cash game σε καζίνο της ζωής μου (ήμουν ψαρωμένος, τι ήθελες να έκανα, να έβγαζα κανένα περίστροφο πάνω στην τσόχα;).
Όμως, η αλήθεια είναι ότι το να κερδίζεις στο πόκερ (ειδικά αυτών των buy in) έχει μικρή σημασία, αν το συγκρίνεις με την όλη διαδικασία, ειδικότερα όταν παίζεις πάντα με φίλους που τους ξέρεις καλά (άρα δεν θες να τους φας ή να σου φάνε τα λεφτά, απλώς παίζεις για την 1η θέση – σιγά μην παίξεις μόνο για τη χαρά του παιχνιδιού, είπαμε), έρχονται σπίτι σου και οι Κυριακές περνάνε πολύ καλύτερα, ενώ σε κάποια από τις άκρες του τραπεζιού κάθεται και η επί (μεγέθους Sopranos) σειρά ετών κοπέλα σου, που έχει φάει κι αυτή το ίδιο κόλλημα με το texas (για αυτό το τελευταίο έχω ακούσει από άρρωστους παίκτες που δεν τους αφήνει η γυναίκα τους να παίζουν τη φράση «και τι άλλο περιμένεις για να την παντρευτείς;»).
Όχι, δεν είναι όλα τέλεια. Εκτός του ότι μπορεί να μην κερδίσεις ποτέ (αν δεν καταλάβεις, ότι η μπλόφα αξίζει όσο nice guy κι αν θες να νομίζεις ότι είσαι ή αν είσαι μονίμως παθητικός παίκτης, ακόμη και αν έχεις όλα τα chips του τραπεζιού), είναι πιθανόν να εκνευριστείς (γιατί κάποιες φορές, αν όχι όλες, τα τραπουλόχαρτα απογυμνώνουν πρόσωπα και εκθέτουν άγνωστες συμπεριφορές), μπορεί να γίνεις ρόμπα επειδή σε τσάντισε το άστοχο και εντελώς λάθος call του αντιπάλου (με συνέπεια να βρίσεις λίγο παραπάνω). Οπότε τι βγαίνει όλα αυτά: αν είσαι ήρεμος, μπορεί να μην κερδίσεις χρήματα, αλλά τουλάχιστον δεν θα χάσεις την αξιοπρέπειά σου – και πάνω σε μια τσόχα αυτή έχει μεγάλο κόστος.
Ξέρω, ξέρω... αυτή τη στιγμή κάποιος γράφει σχόλιο από κάτω «μεγάλε, εσύ παίζεις σε παιδικό επίπεδο, στα τσικό είσαι ακόμη, έλα μαζί μου σε κάνα μεγαλύτερο τραπέζι να μάθεις λίγο poker». Ευχαριστώ για την πρόσκληση, αλλά δεν θα έρθω. Στη δική μου λογική το poker έχει μια συγκεκριμένη καθημερινότητα από την οποία απουσιάζει ο επαγγελματισμός ή ακόμη χειρότερα η αρρώστια.
Προτιμώ να πάω να παίξω πάλι με τους δικούς μου, για να πούμε και κανένα νέο μέχρι να μοιράσουμε τι μάρκες. Α, μόλις ήρθαν...
τώρα πως δεν είμαι ούτε ο Elio Fox που μάζεψε το χρήμα το 2011, ενώ δεν έχω καμία σχέση (πέρα από μετρημένες online συζητήσεις) με τον Γιώργο Θεοφανόπουλο του pokercity.gr. Και αφού ξηγηθήκαμε (τουλάχιστον από την πλευρά μου), ας συνεχίσουμε.
Τα τελευταία 3 χρόνια παίζω συνέχεια πόκερ. Αν τα αφαιρέσεις από τα 29 συνολικά που κουβαλάω στην αστυνομική μου ταυτότητα, σου βγάζει ένα διόλου τιμητικό 26, ηλικία στην οποία όχι απλά έμαθα ότι η μπλόφα είναι μέρος του παιχνιδιού (της ζωής), αλλά και το με ποια σειρά κερδίζουν τα φύλλα (με το κλασικό post it χαρτάκι που κοιτούσα στα περίπου 10 πρώτα τραπέζια που έκατσα, αφού δεν μπορούσα με τίποτα να θυμηθώ τι διάολο κερδίζει αυτή η κέντα, το three of a kind ή το χρώμα;).
Το «παίζω συνέχεια» ισούται με μία φορά τουλάχιστον την εβδομάδα, συνήθως με τους ίδιους πάνω κάτω φίλους (το υπογραμμίζω γιατί έχει σημασία για τη συνέχεια του κειμένου), με λίγα χρήματα στο buy in (10, άντε μία στο πολύ τόσο 20 ευρώ) και 2-3 rebuy, ώστε να υπάρχει πάντα μια σούμα των 200-250 ευρώ που διεκδικεί ο 1ος και ο 2ος παίκτης του τραπεζιού.
Θυμάμαι, επίσης, ότι το πρώτο διάστημα, κάπου στους έξι μήνες, ήμουν subscribed στα περισσότερα online poker που κυκλοφορούν εκεί έξω, στο διαδίκτυο, όπου με βρήκα(ν) να παίζω είτε στις 6 το απόγευμα, είτε στις 6 το πρωί (αν είχα μπει σε κάνα τουρνουά με 2500 παίκτες, με την ελπίδα ότι θα κάνω το μεγάλο κόλπο και θα φύγω τρέχοντας από τραπέζι και server).
Στην πορεία έμαθα αρκετά (ναι, και να κερδίζω). Ότι η υπομονή (που υποτίθεται έχω γενικά) είναι το πιο σημαντικό όπλο, πώς να μετράω πιθανότητες και να ζυγίζω αντιπάλους και σε αντίθεση με την ατάκα του Rounders που είχε αναφέρει ο Σγουρός στο Αιώνιο Δίλημμα «πόκερ ή black jack», εγώ δεν έψαχνα το κορόιδο (λογικά εγώ ήμουν) αλλά τον καλό παίκτη (τον Κώστα δηλαδή) για να μάθω κάτι περισσότερο. Και όντως με το πέρασμα του χρόνου και από flop σε flop κάτι έγινε και τώρα μπορώ να πω ότι «κάτι ξέρω», άσχετα αν στο Λουτράκι ακόμη κλαίω τα ευρώ μου, στο πρώτο cash game σε καζίνο της ζωής μου (ήμουν ψαρωμένος, τι ήθελες να έκανα, να έβγαζα κανένα περίστροφο πάνω στην τσόχα;).
Όμως, η αλήθεια είναι ότι το να κερδίζεις στο πόκερ (ειδικά αυτών των buy in) έχει μικρή σημασία, αν το συγκρίνεις με την όλη διαδικασία, ειδικότερα όταν παίζεις πάντα με φίλους που τους ξέρεις καλά (άρα δεν θες να τους φας ή να σου φάνε τα λεφτά, απλώς παίζεις για την 1η θέση – σιγά μην παίξεις μόνο για τη χαρά του παιχνιδιού, είπαμε), έρχονται σπίτι σου και οι Κυριακές περνάνε πολύ καλύτερα, ενώ σε κάποια από τις άκρες του τραπεζιού κάθεται και η επί (μεγέθους Sopranos) σειρά ετών κοπέλα σου, που έχει φάει κι αυτή το ίδιο κόλλημα με το texas (για αυτό το τελευταίο έχω ακούσει από άρρωστους παίκτες που δεν τους αφήνει η γυναίκα τους να παίζουν τη φράση «και τι άλλο περιμένεις για να την παντρευτείς;»).
Όχι, δεν είναι όλα τέλεια. Εκτός του ότι μπορεί να μην κερδίσεις ποτέ (αν δεν καταλάβεις, ότι η μπλόφα αξίζει όσο nice guy κι αν θες να νομίζεις ότι είσαι ή αν είσαι μονίμως παθητικός παίκτης, ακόμη και αν έχεις όλα τα chips του τραπεζιού), είναι πιθανόν να εκνευριστείς (γιατί κάποιες φορές, αν όχι όλες, τα τραπουλόχαρτα απογυμνώνουν πρόσωπα και εκθέτουν άγνωστες συμπεριφορές), μπορεί να γίνεις ρόμπα επειδή σε τσάντισε το άστοχο και εντελώς λάθος call του αντιπάλου (με συνέπεια να βρίσεις λίγο παραπάνω). Οπότε τι βγαίνει όλα αυτά: αν είσαι ήρεμος, μπορεί να μην κερδίσεις χρήματα, αλλά τουλάχιστον δεν θα χάσεις την αξιοπρέπειά σου – και πάνω σε μια τσόχα αυτή έχει μεγάλο κόστος.
Ξέρω, ξέρω... αυτή τη στιγμή κάποιος γράφει σχόλιο από κάτω «μεγάλε, εσύ παίζεις σε παιδικό επίπεδο, στα τσικό είσαι ακόμη, έλα μαζί μου σε κάνα μεγαλύτερο τραπέζι να μάθεις λίγο poker». Ευχαριστώ για την πρόσκληση, αλλά δεν θα έρθω. Στη δική μου λογική το poker έχει μια συγκεκριμένη καθημερινότητα από την οποία απουσιάζει ο επαγγελματισμός ή ακόμη χειρότερα η αρρώστια.
Προτιμώ να πάω να παίξω πάλι με τους δικούς μου, για να πούμε και κανένα νέο μέχρι να μοιράσουμε τι μάρκες. Α, μόλις ήρθαν...