Η βιταμίνη D είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη που συντίθεται στο δέρμα από τη χοληστερόλη μετά από έκθεση στον ήλιο και λαμβάνεται από ορισμένες διατροφικές πηγές όπως το μουρουνέλαιο, τα λιπαρά ψάρια, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα αυγά και το συκώτι...
Η βιταμίνη D είναι πλέον γνωστό ότι συμβάλλει σημαντικά στην υγεία του μυοσκελετικού ενώ σύμφωνα με μελέτες η έλλειψή της συνδέεται με πολλές παθολογικές καταστάσεις ή παθήσεις, όπως καρδιακά προβλήματα, πολλαπλή σκλήρυνση, εγκεφαλικό, διαβήτη τύπου Ι και ΙΙ, κάποιους τύπους καρκίνου, διαταραχές του ανοσοποιητικού κ.α.
Η έλλειψη βιταμίνης D είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα που εντείνεται συνεχώς. Οι κύριοι παράγοντες που οδηγούν στην εμφάνιση χαμηλών επιπέδων βιταμίνης D είναι η μεγάλη ηλικία, το θηλυκό γένος, το κλίμα, ο χειμώνας, το σκούρο χρώμα δέρματος, η χαμηλή έκθεση στον ήλιο, οι διατροφικές συνήθειες και η απουσία εμπλουτισμού των τροφών με βιταμίνη D. Άλλοι παράγοντες είναι η αστικοποίηση ως χαρακτηριστικό των σύγχρονων καιρών με την τάση οι άνθρωποι να παραμένουν σχεδόν όλη την ημέρα σε κλειστούς χώρους (εργασία, σπίτι), καθώς και κάποιες συνήθειες ένδυσης ορισμένων λαών που καλύπτουν σε πολύ μεγάλο βαθμό το δέρμα τους. Η σοβαρότητα του προβλήματος στη Μέση Ανατολή και τη Νότια Ασία αυξάνεται λόγω του συνδυασμού κάποιων από τους παραπάνω παράγοντες.
Σύμφωνα με τελευταία δεδομένα, περίπου το 50% του πληθυσμού της γης έχει σαφή έλλειψη βιταμίνης D. Η έλλειψη βιταμίνης D εκτιμάται με μέτρηση της 25(ΟΗ)D στο αίμα. Σύμφωνα με το Vitamin D Council, τα επίπεδα της 25(ΟΗ)D στο αίμα δεν πρέπει να πέφτουν κάτω από τα 50ng/ml καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου.
Σύμφωνα με τον Γεώργιο Λυρίτη, Καθηγητή Ορθοπεδικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Πρόεδρο του Ελληνικού Ιδρύματος Οστεοπόρωσης (ΕΛΙΟΣ), στην Ελλάδα έχει βρεθεί ότι το 75% των υγειών ατόμων ηλικίας άνω των 70 ετών έχει τιμές 25(OH)D χαμηλότερες των 30ng/ml, ενώ σε ιδρυματικούς ασθενείς και σε αρρώστους με κάταγμα ισχίου το 93% έχειτιμέςχαμηλότερες των 20ng/ml. Οι ημερήσιες ανάγκες σε βιταμίνη D είναι 400 IU στους ενήλικες και 600-800 IU στα παιδιά, εφήβους και ηλικιωμένους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η έλλειψη βιταμίνης D είναι εύκολο να διαγνωσθεί και μπορεί σχετικά εύκολα να αντιμετωπισθεί με την ασφαλή, περιορισμένη έκθεση στον ήλιο και την ενισχυμένη λήψη βιταμίνης D μέσω της διατροφής ή των κατάλληλων συμπληρωμάτων διατροφής.
Η αποκατάσταση μιας έλλειψης δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι πρέπει υγιή άτομα να παίρνουν μεγάλες δόσεις βιταμίνης D με συμπλήρωμα. Η αλόγιστη λήψη βιταμίνης D μπορεί να οδηγήσει σε υπερβιταμίνωση D και σε αφύσικα υψηλά επίπεδα ασβεστίου στο αίμα (υπερασβεστιαιμία), τα οποία με τη σειρά τους μπορεί να οδηγήσουν σε απώλεια οστού, πέτρες στα νεφρά ή ακόμα και σε ασβεστοποίηση σε κάποια όργανα αν η κατάσταση δεν αντιμετωπισθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα.
ΠΗΓΗ: iatronet.gr
Η βιταμίνη D είναι πλέον γνωστό ότι συμβάλλει σημαντικά στην υγεία του μυοσκελετικού ενώ σύμφωνα με μελέτες η έλλειψή της συνδέεται με πολλές παθολογικές καταστάσεις ή παθήσεις, όπως καρδιακά προβλήματα, πολλαπλή σκλήρυνση, εγκεφαλικό, διαβήτη τύπου Ι και ΙΙ, κάποιους τύπους καρκίνου, διαταραχές του ανοσοποιητικού κ.α.
Η έλλειψη βιταμίνης D είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα που εντείνεται συνεχώς. Οι κύριοι παράγοντες που οδηγούν στην εμφάνιση χαμηλών επιπέδων βιταμίνης D είναι η μεγάλη ηλικία, το θηλυκό γένος, το κλίμα, ο χειμώνας, το σκούρο χρώμα δέρματος, η χαμηλή έκθεση στον ήλιο, οι διατροφικές συνήθειες και η απουσία εμπλουτισμού των τροφών με βιταμίνη D. Άλλοι παράγοντες είναι η αστικοποίηση ως χαρακτηριστικό των σύγχρονων καιρών με την τάση οι άνθρωποι να παραμένουν σχεδόν όλη την ημέρα σε κλειστούς χώρους (εργασία, σπίτι), καθώς και κάποιες συνήθειες ένδυσης ορισμένων λαών που καλύπτουν σε πολύ μεγάλο βαθμό το δέρμα τους. Η σοβαρότητα του προβλήματος στη Μέση Ανατολή και τη Νότια Ασία αυξάνεται λόγω του συνδυασμού κάποιων από τους παραπάνω παράγοντες.
Σύμφωνα με τελευταία δεδομένα, περίπου το 50% του πληθυσμού της γης έχει σαφή έλλειψη βιταμίνης D. Η έλλειψη βιταμίνης D εκτιμάται με μέτρηση της 25(ΟΗ)D στο αίμα. Σύμφωνα με το Vitamin D Council, τα επίπεδα της 25(ΟΗ)D στο αίμα δεν πρέπει να πέφτουν κάτω από τα 50ng/ml καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου.
Σύμφωνα με τον Γεώργιο Λυρίτη, Καθηγητή Ορθοπεδικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Πρόεδρο του Ελληνικού Ιδρύματος Οστεοπόρωσης (ΕΛΙΟΣ), στην Ελλάδα έχει βρεθεί ότι το 75% των υγειών ατόμων ηλικίας άνω των 70 ετών έχει τιμές 25(OH)D χαμηλότερες των 30ng/ml, ενώ σε ιδρυματικούς ασθενείς και σε αρρώστους με κάταγμα ισχίου το 93% έχειτιμέςχαμηλότερες των 20ng/ml. Οι ημερήσιες ανάγκες σε βιταμίνη D είναι 400 IU στους ενήλικες και 600-800 IU στα παιδιά, εφήβους και ηλικιωμένους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η έλλειψη βιταμίνης D είναι εύκολο να διαγνωσθεί και μπορεί σχετικά εύκολα να αντιμετωπισθεί με την ασφαλή, περιορισμένη έκθεση στον ήλιο και την ενισχυμένη λήψη βιταμίνης D μέσω της διατροφής ή των κατάλληλων συμπληρωμάτων διατροφής.
Η αποκατάσταση μιας έλλειψης δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι πρέπει υγιή άτομα να παίρνουν μεγάλες δόσεις βιταμίνης D με συμπλήρωμα. Η αλόγιστη λήψη βιταμίνης D μπορεί να οδηγήσει σε υπερβιταμίνωση D και σε αφύσικα υψηλά επίπεδα ασβεστίου στο αίμα (υπερασβεστιαιμία), τα οποία με τη σειρά τους μπορεί να οδηγήσουν σε απώλεια οστού, πέτρες στα νεφρά ή ακόμα και σε ασβεστοποίηση σε κάποια όργανα αν η κατάσταση δεν αντιμετωπισθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα.
ΠΗΓΗ: iatronet.gr