Όποιος δεν θέλει να ζυμώσει 10 μέρες κοσκινίζει, λέει μια παροιμία. Και δεν έχει άδικο....
Αναφορικά με το συνδικαλισμό στις Ένοπλες Δυνάμεις και την υπ΄ αριθμ. 3/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου πολλά ακούστηκαν και γράφτηκαν (στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο) τις τελευταίες ημέρες. Ο κάθε αρθρογράφος προσπάθησε από τη δική του μεριά να δώσει ερμηνεία, χωρίς ωστόσο να έχει στα χέρια του το κείμενο της απόφασης.
Ο σκοπός προφανής. Να προλάβει να διαμορφωθεί άποψη στη κοινή γνώμη και να εναντιωθεί στην πρόοδο. Καλά είμαστε στο σκοτάδι και στην παλαιολιθική εποχή. Τι θέλουμε τη δημοκρατία, την πρόοδο και τα βήματα προς τα εμπρός; Τι συνδικαλισμός και κουραφέξαλα για τους Έλληνες στρατιωτικούς; Αυτοί δεν έχουν προβλήματα. Είναι αλώβητοι. Κανείς δεν τους πειράζει. Έχουν αντοχές. Είναι σιδερένιοι. Ρομποτάκια. Τα μολυβένια στρατιωτάκια του παραμυθιού. Δεν διεκδικούν, δεν απαιτούν. Όλα καλά για αυτούς. Μόνο υπηρετούν, διατάσσονται και εκτελούν. Ούτε καν να συζητήσουν δεν θα έπρεπε.
Είμαστε, όμως, στο 2012. Άλλη εποχή. Άλλες σκέψεις. Άλλα μυαλά.
Παραθέτω το ιστορικό και την υπ΄ αριθμ. 3/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου για την αποκατάσταση της αλήθειας και την εξαγωγή, πλέον, του οποιουδήποτε συμπεράσματος.
Τη 14-1-2005 είκοσι (20) αξιωματικοί, όλων των Κλάδων, Όπλων και Σωμάτων, υπογράφουμε και καταθέτουμε στο Πρωτοδικείο της Αθήνας καταστατικό για την ίδρυση συνδικαλιστικού σωματείου με τίτλο «ΕΝΩΣΗ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ».
Τη 2-9-2005, κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε η υπ΄ αριθμ. 5265/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σύμφωνα με την οποία έγινε δεκτή η ανωτέρω αίτηση και διατάχθηκε η εγγραφή της παραπάνω συνδικαλιστικής οργάνωσης στο τηρούμενο ειδικό βιβλίο των συνδικαλιστικών οργανώσεων του Πρωτοδικείου Αθηνών.
Με το υπ΄ αριθμ. Φ.400/208/18245/Σ.358/12-12-2005/ΓΕΕΘΑ/ΕΓΑ έγγραφό του ο τότε Αρχηγός ΓΕΕΘΑ, και μετέπειτα Υφυπουργός Δημοσίας Τάξης, ζητά ζητεί από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών να εξετάσει τη δυνατότητα άσκησης αίτησης αναστολής των εννόμων συνεπειών της ανωτέρω υπ΄ αριθμ. 5265/2005 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Έτσι, ο ως άνω Εισαγγελέας την 28-12-2005 καταθέτει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την υπ΄ αριθμ. 9369/2005 αίτησή του για έφεση και λήψη ασφαλιστικών μέτρων, κατά της πρωτόδικης απόφασης, η εκδίκαση των οποίων προσδιορίστηκε αφενός των ασφαλιστικών μέτρων για τη δικάσιμο της 16-3-2006 και αφετέρου της έφεσης για τη δικάσιμο της 13-2-2006.
Την 9-1-2006 ο ανωτέρω Εισαγγελέας αποσπά από την πρόεδρο υπηρεσίας της αυτής ημερομηνίας του Πρωτοδικείου Αθηνών προσωρινή διαταγή, σύμφωνα με την οποία ανεστάλη προσωρινά μέχρι την έκδοση τελεσίδικης, επί της εφέσεως, απόφασης η εκτέλεση της υπ΄ αριθμ. 5265/2005 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Τη 10-1-2006 το ΓΕΕΘΑ/ΔΙΔΥΠ & ΟΡΓ. εκδίδει το υπ΄ αριθμ. ΕΠ Φ.453/65467/Σ.120/10-1-2006 έγγραφό του προς τα Γενικά Επιτελεία (προκειμένου να προωθηθεί προς τις μονάδες των) και τις υπ΄ αυτό υπαγόμενες μονάδες, ώστε άμεσα να ενημερωθούν όλα τα στελέχη ότι την 9-1-12006 εκδόθηκε η προαναφερθείσα προσωρινή διαταγή και ως εκ τούτου η «ΕΝΩΣΗ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ» δεν υφίσταται.
Τη 17-10-2006 το Εφετείο Αθηνών, κατά παραδοχή της ασκηθείσης, από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, έφεσης, εξέδωσε την υπ΄ αριθμ. 7666/2006 απόφασή του, απέρριψε την αίτησή μας και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, ως μη νόμιμη, θεωρώντας ότι: α) η συλλογική δραστηριότητα των υπηρετούντων στις Ένοπλες Δυνάμεις είναι «εμμέσως» απαγορευμένη από το Σύνταγμα, β) δεν υφίσταται νόμος ρυθμιστικός της ασκήσεως του ατομικού δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι, από τους υπηρετούντες στις Ένοπλες Δυνάμεις και γ) «… είναι πρόδηλη η πρόθεσή μας προς δημιουργία συλλόγου, για να αναμειγνυόμαστε στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των Ενόπλων Δυνάμεων ….
Την 4-9-2007, καθόσον καθυστέρησε να καθαρογραφεί η ανωτέρω απόφαση, καταθέσαμε στο Εφετείο Αθηνών αίτηση αναίρεσής της, θεωρώντας ότι:
α) το Εφετείο Αθηνών κρίνοντας ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την ενεργοποίηση του δικαιώματος ιδρύσεως μη κερδοσκοπικών σωματείων του άρθρου 12 του Συντάγματος και του άρθρου 11 της ΕΣΔΑ για τα μέλη των ενόπλων δυνάμεων είναι η έκδοση ειδικού σχετικού νόμου, εσφαλμένα ερμήνευσε και παραβίασε τις άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ., συγκεκριμένα θεωρήσαμε ότι:
1) Η εξέταση του σχετικού λόγου προϋποθέτει ξεκάθαρη θέση στο καταρχήν ερώτημα αν τα μέλη των Ενόπλων Δυνάμεων είναι, κατά το Ελληνικό Σύνταγμα, φορείς των συνταγματικών ελευθεριών του συνεταιρίζεσθαι και της ίδρυσης και συμμετοχής σε συνδικαλιστικές οργανώσεις και υπό ποίους όρους,
2) η κανονιστική ισχύς του Συντάγματος δεν αναιρείται ούτε τελεί υπό την αίρεση ενεργοποίησης του κοινού νομοθέτη. Οι διατάξεις περί ατομικών δικαιωμάτων δεν είναι απλώς κατευθυντήριες, αλλά έχουν πλήρη δεσμευτικότητα και νομική ισχύ έναντι όλων των οργάνων του Κράτους – συμπεριλαμβανομένης της δικαστικής εξουσίας - τα οποία οφείλουν να τις σέβονται.
Ως εκ τούτου, η έλλειψη ειδικότερου νόμου ο οποίος να προβλέπει τον ακριβή τρόπο ανάπτυξης της συνδικαλιστικής δραστηριότητας των στρατιωτικών και του σχετικού συνταγματικού δικαιώματός τους, ενόψει και των αναγκών και υποχρεώσεων της στρατιωτικής υπηρεσίας, δεν μπορεί να αναιρέσει το συνταγματικό δικαίωμα του συνδικαλίζεσθαι των στρατιωτικών, αλλά πρέπει και στην περίπτωσή τους να αναζητηθεί τρόπος εφαρμογής του σχετικού κοινού δικαίου προς διασφάλιση άσκησης του σχετικού δικαιώματός τους, δεδομένου ότι αν ο νομοθέτης ήθελε (ή θελήσει στο μέλλον) να ρυθμίσει ειδικά την άσκηση του δικαιώματος αυτού θα μπορούσε (και μπορεί) να θέσει περαιτέρω περιορισμούς (πέραν από τους ευθέως Συνταγματικά προβλεπόμενους) προς εξυπηρέτηση της εύρυθμης λειτουργίας των Ενόπλων Δυνάμεων, τηρώντας πάντα την αρχή της αναλογικότητας και χωρίς να προσβάλλει τον πυρήνα του σχετικού δικαιώματος.
Αντίθετη εκδοχή, υπό την οποία αποχή ρύθμισης εκ μέρους του νομοθέτη ισοδυναμεί με «αδράνεια» του σχετικού δικαιώματος, όχι μόνο θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος, αλλά αρνείται και την ίδια την κανονιστική ισχύ του Συντάγματος ανατρέποντας την ιεραρχία των κανόνων του δικαίου. Τα συνταγματικά δικαιώματα δεν υπάρχουν εφόσον το θελήσει και ο νομοθέτης, αλλά εκ του Συντάγματος και των διεθνών συνθηκών υπερνομοθετικής ισχύος, ανεξαρτήτως νομοθετικής ρύθμισης. Στην περίπτωση αποχής ρυθμιστικής παρέμβασης εκ μέρους του νομοθέτη, εναπόκειται στα Δικαστήρια να διασφαλίσουν την κατά το Σύνταγμα και τις διεθνείς συνθήκες αποτελεσματική τους άσκηση,
β) το Εφετείο Αθηνών εφαρμόζοντας τις διατάξεις του άρθρου 54 παρ.1 γ του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα και του άρθρου 77 του Στρατιωτικού Κανονισμού, οι οποίες δεν ήταν εφαρμοστέες στην παρούσα υπόθεση, εφαρμόζοντας, δηλαδή, διατάξεις του κοινού δικαίου προς ερμηνεία και εφαρμογή των εδώ μόνο εφαρμοστέων διατάξεων του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ και υποβιβάζοντας κατά τον τρόπο αυτό το Σύνταγμα στο επίπεδο της κοινής νομοθεσίας, υπέπεσε, επίσης, στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ.1 του Κ.Πολ.Δ,
γ) προς ανταπόκριση στην, κατά τα ανωτέρω, υποχρέωση της δικαιοσύνης, κατ΄ ευθεία επιταγή του Συντάγματος και υπό τους όρους αυτού, να διασφαλίσει τη δυνατότητα αποτελεσματικής άσκησης των συνταγματικών ελευθεριών του συνεταιρίζεσθαι και της συμμετοχής σε συνδικαλιστικές οργανώσεις των στρατιωτικών, και ελλείψει άμεσα εφαρμόσιμου κανόνα του κοινού δικαίου, εξεταστέο τυγχάνει αν, στο πλαίσιο της αρχής της ισότητας, η διασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης των ελευθεριών αυτών μπορεί να επιτευχθεί με αναλογική εφαρμογή διατάξεων του κοινού δικαίου που οργανώνουν τα σχετικά δικαιώματα για άλλες κατηγορίες πολιτών.
Σημειωτέον δε ότι αν η αναλογία αυτή δεν κριθεί εφικτή, η σχετική ελευθερία δεν μπορεί να κριθεί ως μη δυνάμενη να ασκηθεί, αλλά οι όροι οργάνωσης άσκησής της θα πρέπει να κριθούν δικαστικά ευθέως υπό τους όρους και περιορισμούς που θέτει το Σύνταγμα, με βάση το γενικό κοινό και ενιαίο τρόπο οργάνωσης της άσκησης των ελευθεριών αυτών, που έχει καθιερώσει και τυποποιήσει ο κοινός νομοθέτης (σύσταση σωματείου με εκλεγμένα όργανα διοίκησης κλπ).
Στο πλαίσιο αυτό, το κοινό πλαίσιο οργάνωσης της συνδικαλιστικής ελευθερίας παρέχεται από το ν. 1264/1982, όπως ισχύει, επί τη βάση του γενικού κοινού και ενιαίου τρόπου οργάνωσης του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι που περιέχει ο ΑΚ (άρθρα 78 επ. περί σωματείων). Περαιτέρω, ειδικές διατάξεις ισχύουν για τη συνδικαλιστική δράση των δημοσίων υπαλλήλων (άρθρο 30 ν. 1264/1982), περί αστυνομικών υπαλλήλων (άρθρο 30Α του Ν. 1264/1982, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν. 2265/1994) και περί υπαλλήλων της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.) (άρθρο 30Β του Ν. 1264/1982, όπως προστέθηκε με το άρθρ.27 παρ.1 του ν. 2738/1999) και
δ) από τα ανωτέρω είναι προφανές ότι η απόφαση του εφετείου είναι αδύνατον να διασωθεί κατά νόμο, σε μία συνεπή, έστω και στοιχειώδη, συνταγματική θεώρηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Αντιλαμβανόμενο το αδιέξοδο το Εφετείο, αν και ρητώς έχει δεχτεί ότι «δεν θα προσέκρουε στο Σύνταγμά μας η δια νόμου αναγνώριση μορφών συλλογικής εκπροσώπησης στις ένοπλες δυνάμεις, επί θεμάτων που δεν αφορούν την διοίκηση και τα καθαρώς στρατιωτικά έργα…» στηρίζει τελικά την κρίση του στο γεγονός ότι κατά το καταστατικό είναι «πρόδηλη η πρόθεση των ιδρυτών προς δημιουργία συλλόγου, για να αναμειγνύεται στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργία των ενόπλων δυνάμεων και τον τρόπο προστασίας της έννομης τάξεως…».
Για να φτάσει, όμως σε αυτό συμπέρασμα, το Εφετείο αναγκάζεται να «παραλείψει» στο σκεπτικό του όλες τις διατάξεις του καταστατικού που οδηγούν ευθέως και ρητώς στο αντίθετο συμπέρασμα, παραμορφώνοντας ευθέως το περιεχόμενο του καταστατικού (εγγράφου) αυτού, στο οποίο στηρίχθηκε αποκλειστικά για να καταλήξει στο άνω πόρισμα και υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 20 του Κ.Πολ.Δ., συγκεκριμένα παρέλειψε τα εξής σημεία του καταστατικού: (άρθρο 2 παρ. 5 «…. Η μελέτη και υποβολή εισηγήσεων και προτάσεων αναφορικά με τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, την επιμόρφωση και εν γένει τα ζητήματα επαγγελματικής κατάρτισης των Αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων προς ενίσχυση και της αμυντικής αποτελεσματικότητας της χώρας, χωρίς την υπέρβαση των ορίων που προσδιορίζονται από τις ιδιομορφίες, την αποστολή και ιδιαίτερα τον εθνικό, κοινωνικό και υπερκομματικό χαρακτήρα των Ενόπλων Δυνάμεων και 6 «….Η προάσπιση της προσωπικής ελευθερίας, της αξιοκρατίας, της ελευθερίας της σκέψης, του λόγου, της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών και των δημοκρατικών ελευθεριών, υπό την αυτονόητη υποχρέωση αυστηρής τήρησης κάθε απορρήτου που σχετίζεται με την άμυνα της χώρας και την εθνική ασφάλεια της χώρας και με τρόπο που σέβεται την οργανωτική ιεραρχική δομή και την επιχειρησιακή αποτελεσματικότητας των Ενόπλων Δυνάμεων. Αποκορύφωμα δε είναι η ολοκληρωτική παράλειψη από το Εφετείο της παρ. 9 του άρθρου 3 σύμφωνα με την οποία:
«9. Απαγορεύεται ρητά στην Ένωση και τα μέλη αυτής:
α. Η κήρυξη και η συμμετοχή σε απεργία.
β. Η συμμετοχή των μελών της σε κάθε είδους εκδηλώσεις πολιτικών ή συνδικαλιστικών φορέων ή πολιτικών προσώπων ή η άσκηση προπαγάνδας υπέρ ή κατά αυτών. Εξαιρούνται τα συνέδρια και οι πολιτιστικές εκδηλώσεις των συνδικαλιστικών φορέων.
γ. Η προσχώρηση ή η εγγραφή των μελών της ως μελών άλλων επαγγελματικών οργανώσεων εκτός των Διεθνών Στρατιωτικών συνδικαλιστικών οργανώσεων ή η εκπροσώπηση άλλων εργαζομένων.
δ. Η με οιονδήποτε τρόπο ανάμειξη σε θέματα διοίκησης των Ενόπλων Δυνάμεων»
Από το άνω άρθρο 3 παρ. 9 εδ. δ του καταστατικού προκύπτει ρητώς και εν κατακλείδι ότι τα ιδρυτικά μέλη, με πλήρη συνείδηση και γνώση του εθνικού χαρακτήρα των ενόπλων δυνάμεων και της ιδιαίτερης αποστολής που οι ίδιοι, ως μέλη αυτών, έχουμε ελευθέρως επιλέξει να επιτελέσουμε, απαγορεύεται η με οποιονδήποτε τρόπο ανάμειξη του σωματείου σε θέματα διοίκησης των ενόπλων δυνάμεων.
Είναι δε προφανές ότι η:
«Η μέριμνα γενικά για τη βελτίωση του νομοθετικού πλαισίου που διέπει την οργάνωση και λειτουργία των Ενόπλων Δυνάμεων» που αναφέρει το καταστατικό στο άρθρο 3 παρ. 1, αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στους σκοπούς του άρθρου 2 του καταστατικού, δεν αναφέρεται και δεν μπορεί, με βάση το σύνολο του καταστατικού, να αφορά θέματα επιχειρησιακής ετοιμότητας και δράσης, θέματα που άπτονται της ιεραρχίας και της αναντίρρητης εκτέλεσης εντολών.
Έτσι το Εφετείο, που δέχθηκε τα αντίθετα από αυτά που προκύπτουν από το περιεχόμενο του άρθρου 3 παρ. 9 εδ. δ του καταστατικού, παρέλειψε να αναγνώσει την άνω κρίσιμη περικοπή του περιεχομένου του καταστατικού του σωματείου και κατέληξε στο επιζήμιο για ημάς αποδεικτικό πόρισμα ότι είναι πρόδηλη η πρόθεση των ιδρυτών του σωματείου για να αναμειγνυόμαστε στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των ενόπλων δυνάμεων και τον τρόπο προστασίας της έννομης τάξης, ο οποίος έχει συνταγματικώς ανατεθεί στην αποκλειστική πρωτοβουλία και εγγύηση της κρατικής εξουσίας και με την αιτιολογία ότι οι σκοποί αυτοί αντιβαίνουν τις αναφερόμενες στην προσβαλλομένη συνταγματικές επιταγές, το νόμο και τη δημόσια τάξη, παραμόρφωσε επομένως το περιεχόμενο του καταστατικού (εγγράφου) αυτού.
Σε κάθε περίπτωση, θεωρήσαμε, ότι η εν λόγω ανάγνωση του καταστατικού από το Εφετείο είναι ασύμβατη με τη φύση του ελέγχου που καλούνται να ασκήσουν τα Δικαστήρια κατά το χρόνο σύστασης σωματείου και ο οποίος είναι έλεγχος νομιμότητας και όχι σκοπιμότητας (άρθρο 81 ΑΚ). Βρίσκεται δε σε προφανή αντίθεση με τις απαιτήσεις του άρθρου 11 της ΕΣΔΑ, όπως αυτές έχουν νομολογικά διαμορφωθεί και απαιτούν από τις εθνικές αρχές (συμπεριλαμβανομένων και των Δικαστηρίων) να βασίζουν την κρίση τους σε μία αποδεκτή εκτίμηση των κρίσιμων στοιχείων στην οποία δεν συμπεριλαμβάνεται απαγόρευση λειτουργίας σωματείου επί τη βάσει απλών υποψιών.
Τη 17-2-2011 συζητήθηκε στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου η ανωτέρω αίτηση αναίρεσής μας και τη 1-3-2012 δημοσιεύθηκε η προαναφερθείσα υπ΄ αριθμ. 3/2012 απόφασή του, με την οποία έκανε δεκτή, κατά συντριπτική πλειοψηφία δικαστών, την αίτησή μας, κατά τα ανωτέρω αναλυτικά προεκτεθέντα.
Τα συμπεράσματα, πλέον, δικά σας.
--
ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕΛΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
info@sysmed.gr, admin@sysmed.gr
Bαριέσαι; Παίξε Τάβλι και πολλά άλλα παιχνίδια με Έλληνες παίκτες online κάνε κλικ εδώ και ξεκίνα το παιχνίδι!
Αναφορικά με το συνδικαλισμό στις Ένοπλες Δυνάμεις και την υπ΄ αριθμ. 3/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου πολλά ακούστηκαν και γράφτηκαν (στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο) τις τελευταίες ημέρες. Ο κάθε αρθρογράφος προσπάθησε από τη δική του μεριά να δώσει ερμηνεία, χωρίς ωστόσο να έχει στα χέρια του το κείμενο της απόφασης.
Ο σκοπός προφανής. Να προλάβει να διαμορφωθεί άποψη στη κοινή γνώμη και να εναντιωθεί στην πρόοδο. Καλά είμαστε στο σκοτάδι και στην παλαιολιθική εποχή. Τι θέλουμε τη δημοκρατία, την πρόοδο και τα βήματα προς τα εμπρός; Τι συνδικαλισμός και κουραφέξαλα για τους Έλληνες στρατιωτικούς; Αυτοί δεν έχουν προβλήματα. Είναι αλώβητοι. Κανείς δεν τους πειράζει. Έχουν αντοχές. Είναι σιδερένιοι. Ρομποτάκια. Τα μολυβένια στρατιωτάκια του παραμυθιού. Δεν διεκδικούν, δεν απαιτούν. Όλα καλά για αυτούς. Μόνο υπηρετούν, διατάσσονται και εκτελούν. Ούτε καν να συζητήσουν δεν θα έπρεπε.
Είμαστε, όμως, στο 2012. Άλλη εποχή. Άλλες σκέψεις. Άλλα μυαλά.
Παραθέτω το ιστορικό και την υπ΄ αριθμ. 3/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου για την αποκατάσταση της αλήθειας και την εξαγωγή, πλέον, του οποιουδήποτε συμπεράσματος.
Τη 14-1-2005 είκοσι (20) αξιωματικοί, όλων των Κλάδων, Όπλων και Σωμάτων, υπογράφουμε και καταθέτουμε στο Πρωτοδικείο της Αθήνας καταστατικό για την ίδρυση συνδικαλιστικού σωματείου με τίτλο «ΕΝΩΣΗ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ».
Τη 2-9-2005, κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε η υπ΄ αριθμ. 5265/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σύμφωνα με την οποία έγινε δεκτή η ανωτέρω αίτηση και διατάχθηκε η εγγραφή της παραπάνω συνδικαλιστικής οργάνωσης στο τηρούμενο ειδικό βιβλίο των συνδικαλιστικών οργανώσεων του Πρωτοδικείου Αθηνών.
Με το υπ΄ αριθμ. Φ.400/208/18245/Σ.358/12-12-2005/ΓΕΕΘΑ/ΕΓΑ έγγραφό του ο τότε Αρχηγός ΓΕΕΘΑ, και μετέπειτα Υφυπουργός Δημοσίας Τάξης, ζητά ζητεί από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών να εξετάσει τη δυνατότητα άσκησης αίτησης αναστολής των εννόμων συνεπειών της ανωτέρω υπ΄ αριθμ. 5265/2005 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Έτσι, ο ως άνω Εισαγγελέας την 28-12-2005 καταθέτει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την υπ΄ αριθμ. 9369/2005 αίτησή του για έφεση και λήψη ασφαλιστικών μέτρων, κατά της πρωτόδικης απόφασης, η εκδίκαση των οποίων προσδιορίστηκε αφενός των ασφαλιστικών μέτρων για τη δικάσιμο της 16-3-2006 και αφετέρου της έφεσης για τη δικάσιμο της 13-2-2006.
Την 9-1-2006 ο ανωτέρω Εισαγγελέας αποσπά από την πρόεδρο υπηρεσίας της αυτής ημερομηνίας του Πρωτοδικείου Αθηνών προσωρινή διαταγή, σύμφωνα με την οποία ανεστάλη προσωρινά μέχρι την έκδοση τελεσίδικης, επί της εφέσεως, απόφασης η εκτέλεση της υπ΄ αριθμ. 5265/2005 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Τη 10-1-2006 το ΓΕΕΘΑ/ΔΙΔΥΠ & ΟΡΓ. εκδίδει το υπ΄ αριθμ. ΕΠ Φ.453/65467/Σ.120/10-1-2006 έγγραφό του προς τα Γενικά Επιτελεία (προκειμένου να προωθηθεί προς τις μονάδες των) και τις υπ΄ αυτό υπαγόμενες μονάδες, ώστε άμεσα να ενημερωθούν όλα τα στελέχη ότι την 9-1-12006 εκδόθηκε η προαναφερθείσα προσωρινή διαταγή και ως εκ τούτου η «ΕΝΩΣΗ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ» δεν υφίσταται.
Τη 17-10-2006 το Εφετείο Αθηνών, κατά παραδοχή της ασκηθείσης, από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, έφεσης, εξέδωσε την υπ΄ αριθμ. 7666/2006 απόφασή του, απέρριψε την αίτησή μας και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, ως μη νόμιμη, θεωρώντας ότι: α) η συλλογική δραστηριότητα των υπηρετούντων στις Ένοπλες Δυνάμεις είναι «εμμέσως» απαγορευμένη από το Σύνταγμα, β) δεν υφίσταται νόμος ρυθμιστικός της ασκήσεως του ατομικού δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι, από τους υπηρετούντες στις Ένοπλες Δυνάμεις και γ) «… είναι πρόδηλη η πρόθεσή μας προς δημιουργία συλλόγου, για να αναμειγνυόμαστε στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των Ενόπλων Δυνάμεων ….
Την 4-9-2007, καθόσον καθυστέρησε να καθαρογραφεί η ανωτέρω απόφαση, καταθέσαμε στο Εφετείο Αθηνών αίτηση αναίρεσής της, θεωρώντας ότι:
α) το Εφετείο Αθηνών κρίνοντας ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την ενεργοποίηση του δικαιώματος ιδρύσεως μη κερδοσκοπικών σωματείων του άρθρου 12 του Συντάγματος και του άρθρου 11 της ΕΣΔΑ για τα μέλη των ενόπλων δυνάμεων είναι η έκδοση ειδικού σχετικού νόμου, εσφαλμένα ερμήνευσε και παραβίασε τις άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ., συγκεκριμένα θεωρήσαμε ότι:
1) Η εξέταση του σχετικού λόγου προϋποθέτει ξεκάθαρη θέση στο καταρχήν ερώτημα αν τα μέλη των Ενόπλων Δυνάμεων είναι, κατά το Ελληνικό Σύνταγμα, φορείς των συνταγματικών ελευθεριών του συνεταιρίζεσθαι και της ίδρυσης και συμμετοχής σε συνδικαλιστικές οργανώσεις και υπό ποίους όρους,
2) η κανονιστική ισχύς του Συντάγματος δεν αναιρείται ούτε τελεί υπό την αίρεση ενεργοποίησης του κοινού νομοθέτη. Οι διατάξεις περί ατομικών δικαιωμάτων δεν είναι απλώς κατευθυντήριες, αλλά έχουν πλήρη δεσμευτικότητα και νομική ισχύ έναντι όλων των οργάνων του Κράτους – συμπεριλαμβανομένης της δικαστικής εξουσίας - τα οποία οφείλουν να τις σέβονται.
Ως εκ τούτου, η έλλειψη ειδικότερου νόμου ο οποίος να προβλέπει τον ακριβή τρόπο ανάπτυξης της συνδικαλιστικής δραστηριότητας των στρατιωτικών και του σχετικού συνταγματικού δικαιώματός τους, ενόψει και των αναγκών και υποχρεώσεων της στρατιωτικής υπηρεσίας, δεν μπορεί να αναιρέσει το συνταγματικό δικαίωμα του συνδικαλίζεσθαι των στρατιωτικών, αλλά πρέπει και στην περίπτωσή τους να αναζητηθεί τρόπος εφαρμογής του σχετικού κοινού δικαίου προς διασφάλιση άσκησης του σχετικού δικαιώματός τους, δεδομένου ότι αν ο νομοθέτης ήθελε (ή θελήσει στο μέλλον) να ρυθμίσει ειδικά την άσκηση του δικαιώματος αυτού θα μπορούσε (και μπορεί) να θέσει περαιτέρω περιορισμούς (πέραν από τους ευθέως Συνταγματικά προβλεπόμενους) προς εξυπηρέτηση της εύρυθμης λειτουργίας των Ενόπλων Δυνάμεων, τηρώντας πάντα την αρχή της αναλογικότητας και χωρίς να προσβάλλει τον πυρήνα του σχετικού δικαιώματος.
Αντίθετη εκδοχή, υπό την οποία αποχή ρύθμισης εκ μέρους του νομοθέτη ισοδυναμεί με «αδράνεια» του σχετικού δικαιώματος, όχι μόνο θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος, αλλά αρνείται και την ίδια την κανονιστική ισχύ του Συντάγματος ανατρέποντας την ιεραρχία των κανόνων του δικαίου. Τα συνταγματικά δικαιώματα δεν υπάρχουν εφόσον το θελήσει και ο νομοθέτης, αλλά εκ του Συντάγματος και των διεθνών συνθηκών υπερνομοθετικής ισχύος, ανεξαρτήτως νομοθετικής ρύθμισης. Στην περίπτωση αποχής ρυθμιστικής παρέμβασης εκ μέρους του νομοθέτη, εναπόκειται στα Δικαστήρια να διασφαλίσουν την κατά το Σύνταγμα και τις διεθνείς συνθήκες αποτελεσματική τους άσκηση,
β) το Εφετείο Αθηνών εφαρμόζοντας τις διατάξεις του άρθρου 54 παρ.1 γ του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα και του άρθρου 77 του Στρατιωτικού Κανονισμού, οι οποίες δεν ήταν εφαρμοστέες στην παρούσα υπόθεση, εφαρμόζοντας, δηλαδή, διατάξεις του κοινού δικαίου προς ερμηνεία και εφαρμογή των εδώ μόνο εφαρμοστέων διατάξεων του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ και υποβιβάζοντας κατά τον τρόπο αυτό το Σύνταγμα στο επίπεδο της κοινής νομοθεσίας, υπέπεσε, επίσης, στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ.1 του Κ.Πολ.Δ,
γ) προς ανταπόκριση στην, κατά τα ανωτέρω, υποχρέωση της δικαιοσύνης, κατ΄ ευθεία επιταγή του Συντάγματος και υπό τους όρους αυτού, να διασφαλίσει τη δυνατότητα αποτελεσματικής άσκησης των συνταγματικών ελευθεριών του συνεταιρίζεσθαι και της συμμετοχής σε συνδικαλιστικές οργανώσεις των στρατιωτικών, και ελλείψει άμεσα εφαρμόσιμου κανόνα του κοινού δικαίου, εξεταστέο τυγχάνει αν, στο πλαίσιο της αρχής της ισότητας, η διασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης των ελευθεριών αυτών μπορεί να επιτευχθεί με αναλογική εφαρμογή διατάξεων του κοινού δικαίου που οργανώνουν τα σχετικά δικαιώματα για άλλες κατηγορίες πολιτών.
Σημειωτέον δε ότι αν η αναλογία αυτή δεν κριθεί εφικτή, η σχετική ελευθερία δεν μπορεί να κριθεί ως μη δυνάμενη να ασκηθεί, αλλά οι όροι οργάνωσης άσκησής της θα πρέπει να κριθούν δικαστικά ευθέως υπό τους όρους και περιορισμούς που θέτει το Σύνταγμα, με βάση το γενικό κοινό και ενιαίο τρόπο οργάνωσης της άσκησης των ελευθεριών αυτών, που έχει καθιερώσει και τυποποιήσει ο κοινός νομοθέτης (σύσταση σωματείου με εκλεγμένα όργανα διοίκησης κλπ).
Στο πλαίσιο αυτό, το κοινό πλαίσιο οργάνωσης της συνδικαλιστικής ελευθερίας παρέχεται από το ν. 1264/1982, όπως ισχύει, επί τη βάση του γενικού κοινού και ενιαίου τρόπου οργάνωσης του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι που περιέχει ο ΑΚ (άρθρα 78 επ. περί σωματείων). Περαιτέρω, ειδικές διατάξεις ισχύουν για τη συνδικαλιστική δράση των δημοσίων υπαλλήλων (άρθρο 30 ν. 1264/1982), περί αστυνομικών υπαλλήλων (άρθρο 30Α του Ν. 1264/1982, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν. 2265/1994) και περί υπαλλήλων της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.) (άρθρο 30Β του Ν. 1264/1982, όπως προστέθηκε με το άρθρ.27 παρ.1 του ν. 2738/1999) και
δ) από τα ανωτέρω είναι προφανές ότι η απόφαση του εφετείου είναι αδύνατον να διασωθεί κατά νόμο, σε μία συνεπή, έστω και στοιχειώδη, συνταγματική θεώρηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Αντιλαμβανόμενο το αδιέξοδο το Εφετείο, αν και ρητώς έχει δεχτεί ότι «δεν θα προσέκρουε στο Σύνταγμά μας η δια νόμου αναγνώριση μορφών συλλογικής εκπροσώπησης στις ένοπλες δυνάμεις, επί θεμάτων που δεν αφορούν την διοίκηση και τα καθαρώς στρατιωτικά έργα…» στηρίζει τελικά την κρίση του στο γεγονός ότι κατά το καταστατικό είναι «πρόδηλη η πρόθεση των ιδρυτών προς δημιουργία συλλόγου, για να αναμειγνύεται στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργία των ενόπλων δυνάμεων και τον τρόπο προστασίας της έννομης τάξεως…».
Για να φτάσει, όμως σε αυτό συμπέρασμα, το Εφετείο αναγκάζεται να «παραλείψει» στο σκεπτικό του όλες τις διατάξεις του καταστατικού που οδηγούν ευθέως και ρητώς στο αντίθετο συμπέρασμα, παραμορφώνοντας ευθέως το περιεχόμενο του καταστατικού (εγγράφου) αυτού, στο οποίο στηρίχθηκε αποκλειστικά για να καταλήξει στο άνω πόρισμα και υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 20 του Κ.Πολ.Δ., συγκεκριμένα παρέλειψε τα εξής σημεία του καταστατικού: (άρθρο 2 παρ. 5 «…. Η μελέτη και υποβολή εισηγήσεων και προτάσεων αναφορικά με τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, την επιμόρφωση και εν γένει τα ζητήματα επαγγελματικής κατάρτισης των Αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων προς ενίσχυση και της αμυντικής αποτελεσματικότητας της χώρας, χωρίς την υπέρβαση των ορίων που προσδιορίζονται από τις ιδιομορφίες, την αποστολή και ιδιαίτερα τον εθνικό, κοινωνικό και υπερκομματικό χαρακτήρα των Ενόπλων Δυνάμεων και 6 «….Η προάσπιση της προσωπικής ελευθερίας, της αξιοκρατίας, της ελευθερίας της σκέψης, του λόγου, της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών και των δημοκρατικών ελευθεριών, υπό την αυτονόητη υποχρέωση αυστηρής τήρησης κάθε απορρήτου που σχετίζεται με την άμυνα της χώρας και την εθνική ασφάλεια της χώρας και με τρόπο που σέβεται την οργανωτική ιεραρχική δομή και την επιχειρησιακή αποτελεσματικότητας των Ενόπλων Δυνάμεων. Αποκορύφωμα δε είναι η ολοκληρωτική παράλειψη από το Εφετείο της παρ. 9 του άρθρου 3 σύμφωνα με την οποία:
«9. Απαγορεύεται ρητά στην Ένωση και τα μέλη αυτής:
α. Η κήρυξη και η συμμετοχή σε απεργία.
β. Η συμμετοχή των μελών της σε κάθε είδους εκδηλώσεις πολιτικών ή συνδικαλιστικών φορέων ή πολιτικών προσώπων ή η άσκηση προπαγάνδας υπέρ ή κατά αυτών. Εξαιρούνται τα συνέδρια και οι πολιτιστικές εκδηλώσεις των συνδικαλιστικών φορέων.
γ. Η προσχώρηση ή η εγγραφή των μελών της ως μελών άλλων επαγγελματικών οργανώσεων εκτός των Διεθνών Στρατιωτικών συνδικαλιστικών οργανώσεων ή η εκπροσώπηση άλλων εργαζομένων.
δ. Η με οιονδήποτε τρόπο ανάμειξη σε θέματα διοίκησης των Ενόπλων Δυνάμεων»
Από το άνω άρθρο 3 παρ. 9 εδ. δ του καταστατικού προκύπτει ρητώς και εν κατακλείδι ότι τα ιδρυτικά μέλη, με πλήρη συνείδηση και γνώση του εθνικού χαρακτήρα των ενόπλων δυνάμεων και της ιδιαίτερης αποστολής που οι ίδιοι, ως μέλη αυτών, έχουμε ελευθέρως επιλέξει να επιτελέσουμε, απαγορεύεται η με οποιονδήποτε τρόπο ανάμειξη του σωματείου σε θέματα διοίκησης των ενόπλων δυνάμεων.
Είναι δε προφανές ότι η:
«Η μέριμνα γενικά για τη βελτίωση του νομοθετικού πλαισίου που διέπει την οργάνωση και λειτουργία των Ενόπλων Δυνάμεων» που αναφέρει το καταστατικό στο άρθρο 3 παρ. 1, αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στους σκοπούς του άρθρου 2 του καταστατικού, δεν αναφέρεται και δεν μπορεί, με βάση το σύνολο του καταστατικού, να αφορά θέματα επιχειρησιακής ετοιμότητας και δράσης, θέματα που άπτονται της ιεραρχίας και της αναντίρρητης εκτέλεσης εντολών.
Έτσι το Εφετείο, που δέχθηκε τα αντίθετα από αυτά που προκύπτουν από το περιεχόμενο του άρθρου 3 παρ. 9 εδ. δ του καταστατικού, παρέλειψε να αναγνώσει την άνω κρίσιμη περικοπή του περιεχομένου του καταστατικού του σωματείου και κατέληξε στο επιζήμιο για ημάς αποδεικτικό πόρισμα ότι είναι πρόδηλη η πρόθεση των ιδρυτών του σωματείου για να αναμειγνυόμαστε στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των ενόπλων δυνάμεων και τον τρόπο προστασίας της έννομης τάξης, ο οποίος έχει συνταγματικώς ανατεθεί στην αποκλειστική πρωτοβουλία και εγγύηση της κρατικής εξουσίας και με την αιτιολογία ότι οι σκοποί αυτοί αντιβαίνουν τις αναφερόμενες στην προσβαλλομένη συνταγματικές επιταγές, το νόμο και τη δημόσια τάξη, παραμόρφωσε επομένως το περιεχόμενο του καταστατικού (εγγράφου) αυτού.
Σε κάθε περίπτωση, θεωρήσαμε, ότι η εν λόγω ανάγνωση του καταστατικού από το Εφετείο είναι ασύμβατη με τη φύση του ελέγχου που καλούνται να ασκήσουν τα Δικαστήρια κατά το χρόνο σύστασης σωματείου και ο οποίος είναι έλεγχος νομιμότητας και όχι σκοπιμότητας (άρθρο 81 ΑΚ). Βρίσκεται δε σε προφανή αντίθεση με τις απαιτήσεις του άρθρου 11 της ΕΣΔΑ, όπως αυτές έχουν νομολογικά διαμορφωθεί και απαιτούν από τις εθνικές αρχές (συμπεριλαμβανομένων και των Δικαστηρίων) να βασίζουν την κρίση τους σε μία αποδεκτή εκτίμηση των κρίσιμων στοιχείων στην οποία δεν συμπεριλαμβάνεται απαγόρευση λειτουργίας σωματείου επί τη βάσει απλών υποψιών.
Τη 17-2-2011 συζητήθηκε στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου η ανωτέρω αίτηση αναίρεσής μας και τη 1-3-2012 δημοσιεύθηκε η προαναφερθείσα υπ΄ αριθμ. 3/2012 απόφασή του, με την οποία έκανε δεκτή, κατά συντριπτική πλειοψηφία δικαστών, την αίτησή μας, κατά τα ανωτέρω αναλυτικά προεκτεθέντα.
Τα συμπεράσματα, πλέον, δικά σας.
--
ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕΛΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
info@sysmed.gr, admin@sysmed.gr
Αν σας άρεσε το θέμα κάντε ένα "Like" και κοινοποιήστε το στους Φίλους σας...!
Bαριέσαι; Παίξε Τάβλι και πολλά άλλα παιχνίδια με Έλληνες παίκτες online κάνε κλικ εδώ και ξεκίνα το παιχνίδι!