p

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

Οι "στιγμές" του στρατιώτη. Ένα κείμενο που ο Παναγιωτόπουλος πρέπει να μεταφράσει στον Τόμσεν

Γράφει ο Περσεύς Δίγαμμα
Το τσουχτερό κρύο και το χιονισμένο τοπίο συνθέτουν, κάτω από τις ασημένιες αχτίδες του φεγγαριού, ένα ιδανικό περιβάλλον για την θαλπωρή της συζυγικής κλίνης. Η ώρα είναι 03:30 όταν την ησυχία της νύχτας σκίζει το δαιμονισμένο κουδούνισμα του τηλεφώνου. Πετάγομαι και από την άλλη πλευρά η φωνή του διοικητή μου «Ξύπνα Θανάση, ντύσου, σου στέλνω το τζιπ και έλα να με βρεις στο Φυλάκιο 32, αυτοκτόνησε ο Παπαγεωργίου»...

Μεσημέρι και η θερμοκρασία έχει πιάσει κόκκινο….ιδρώτας, σκόνη και αφόρητη ζέστη…ο ήλιος αμείλικτος ψήνει τα κρανία μας μέσα στα κράνη ακόμη ένα χιλιόμετρο….κάναμε ήδη τα 35 χιλιόμετρα…όλοι οι στρατιώτες μου άντεξαν….  «Κομμάντος! φυλάξτε δυνάμεις και λίγες γουλιές νερό για τη βολή» … Γαμώ το πάλι βράδυ θα πάμε σπίτι, σκέφτομαι….και σήμερα έχουμε το ραντεβού για τη λογοθεραπεία της κόρης μου… πάλι απών θα είμαι»
         
Το ελικόπτερο τραντάζεται από τη δυνατή περιστροφή…όλοι οι έφεδροι πρέπει να περάσουν σε ομάδες των 8 για μια εκπαιδευτική πτήση…. κοντεύουμε να αγγίξουν τα σκι στο έδαφος αλλά οι έφεδροι ήδη έχουν αρχίσει να πηδάνε έξω…. «Όχι από εκεί.. μην πηγαίνετε στο ουραίο..!!» Αντιλαμβάνομαι ότι ένας έφεδρος τρέχει προς την ουρά του ελικοπτέρου μου όπου κινδυνεύει να γίνει κιμάς από το μικρό στροφίο..  με μια ενστικτώδη κίνηση τα πόδια και τα χέρια μου  συναγωνίζονται να σώσουν τον χαμένο οπλίτη από βέβαιο θάνατο.. το ελικόπτερο απότομα γυρίζει επί τόπου λίγα εκατοστά από το έδαφος για να απομακρύνω το πίσω στροφίο από τον μελλοθάνατο έφεδρο.. όλοι έχουν «παγώσει».. το ένα σκι χτυπάει με δύναμη σε μια πέτρα και το ελικόπτερο παίρνει επικίνδυνη κλίση.. ίσα που πρόλαβα να το επαναφέρω … αν είχε βρει το κεντρικό στροφίο στο έδαφος θα θρηνούσαμε θύματα … «Σε ευχαριστώ Αρχάγγελε, σκέφθηκα… θα δω τα παιδιά μου»

Τρίτη νύχτα στα σκηνάκια και η βροχή δεν λέει να σταματήσει…περασμένα μεσάνυχτα και στη σκηνή μου μπαίνει ο Λοχαγός μου.. «κάπου κόπηκε η γραμμή.. πάρε την καναδέζα και φύγε να αποκαταστήσεις τη βλάβη». Σε λίγα λεπτά ξεκινάμε με καταρρακτώδη βροχή… η λάσπη αγκαλιάζει το όχημά μας και το ταξιδεύει ανεξέλεγκτα… ξαφνικά όλα γυρίζουν, μεταλλικοί ήχοι και εκκωφαντικοί γδούποι από ένα τρελό στροβίλισμα στο χρόνο και σε μια χαράδρα.. είμαι κτυπημένος στο κεφάλι και ο οδηγός μου μισολιπόθυμος..  «κύριε Αρχιλοχία»…. ψελλίζει..
         
Βραχονησίδα…. είμαστε άπλυτοι αλλά το ηθικό μας υψηλό .. ακόμη τρεις μέρες και θα μας αντικαταστήσουν. Θα έρθει ο κολλητός μου ο Επιλοχίας Αργυρίου, είναι και καψούρης ανάθεμα τον. Ξαφνικά με ζητάνε στον ασύρματο. Είναι ο Υποδιοικητής μας. «Θα σε αλλάξουμε αύριο. Ο πατέρας σου έπαθε έμφραγμα και είναι στη Λάρισα στο νοσοκομείο».. Πέθανε όταν έφθασα στη μονάδα την άλλη μέρα. Αντίο πατέρα. Πρέπει να προλάβω τον τελευταίο ασπασμό.
         
Το κλιμάκιο εκκαθάρισης ναρκοπεδίων έχει σχεδόν τελειώσει. Όλα πήγαν καλά ευτυχώς. Τους δίνω εντολή να τα μαζεύουν σιγά σιγά για να γυρίσουμε πίσω στην έδρα, όταν ακούμε ξαφνικά έναν ξερό ήχο έκρηξης, κάπου 800 μ στα δεξιά μας. Ο οδηγός μου έχει σανιδώσει το τζιπ και όταν φθάνουμε αντικρίζουμε το διαμελισμένο κορμί ενός λαθρομετανάστη και άλλα τρία άτομα να στέκονται «κόκαλο»μέσα στο ναρκοπέδιο…

Ο Στρατιώτης Αθανασόπουλος είναι ο καλύτερος οδηγός της Ίλης μου. Στα χέρια του το θηρίο των 40 τόνων μοιάζει με κατσαριδάκι. Ο Λοχίας Βαρδάκης ο καλύτερος πυροβολητής μου.  Ετοιμαζόμαστε για βολές εν κινήσει, όλα είναι άψογα… το άρμα σε κάθε σαμαράκι του αρματόδρομου απογειώνεται….έχουμε ρίξει 3 βλήματα.. το τέταρτο και τελευταίο καθυστερεί.. ο κινητήρας βρυχάται και οι εξατμίσεις ξερνάνε μαύρο καπνό.. γυρίζω να δω μέσα στον πύργο γιατί καθυστερεί ο Βαρδάκης  και τον  «ακούω» με τα μάτια μου μέσα σε καπνούς πυρίτιδας να σφαδάζει με τον τρόμο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο... το πόδι του έχει μπλοκαριστεί στο κλείστρο του πυροβόλου και στα μέταλλα του πύργου και του σκάφους. Μια μάζα από κορδόνια, δέρμα αρβύλας και κρέατος είναι οι μάρτυρες της κακοτυχίας του. … Έχασε το πόδι του. Ο καλύτερος πυροβολητής μου.
         
Οι τρεις άντρες μου είναι τυλιγμένοι με κουβέρτες γιατί η υγρασία πιρουνιάζει τα κορμιά μας. Η ενέδρα μας δεν έπιασε κανέναν λαθρομετανάστη όλο το βράδυ. Σε λίγο ξημερώνει και το πρωί έχω απαλλαγή για να πάω στη σχολική γιορτή του γιου μου. «Άντε μάγκες μαζέψτε τα, έχουμε 45 λεπτά μέχρι το Τάγμα και δεν θέλω να αργήσω. Ο μικρός μου κάνει σκετσάκι στη σχολική γιορτή και του υποσχέθηκα ότι θα πάω. Όλη τη βδομάδα μάθαινε τα λόγια του».Όπου νάναι θα έρθει το τζιπ να μας πάρει. «Κύριε Γιαννίτση, κοιτάξτε εκεί!» …καμιά εξηνταριά λαθρομετανάστες κατεβαίνουν την πλαγιά.. τι θα κάνουμε; .. «Πάρτε θέσεις, έρχονται προς τα εδώ, στο μονοπάτι. Δεν μπορούμε να φύγουμε. Πρέπει να τους συλλάβουμε». Σε 25 λεπτά 48 αλλοδαποί κάθονται οκλαδόν μπροστά στις κάνες των όπλων μας. Μια γυναίκα βογγάει με την κοιλιά της φουσκωμένη στον ένατο μήνα. Το τζίπ έφθασε και χωρίς δεύτερη σκέψη την βάζω μέσα μαζί με τον συνοδηγό και τον άντρα της για το νοσοκομείο. Ο σε λίγες ώρες πατέρας έσκυψε να μου φιλήσει το χέρι. Το επόμενο όχημα ήρθε από το Τάγμα σε μια ώρα περίπου. Έφθασα στο σχολείο άπλυτος και αλαφιασμένος και χώθηκα σε μια καρέκλα που μου είχε κρατήσει η γυναίκα μου. «Το παιδί τα είπε μια χαρά τα λόγια του» μου ψιθύρισε στο αυτί. Ο γιός μου πίσω στο βάθος της αυτοσχέδιας σκηνής της σχολικής γιορτής με κοίταζε στα μάτια με απορία και θλίψη. Πάλι δεν πρόλαβα.