νησί μετά το τέλος της βρετανικής κυριαρχίας.
Δηλαδή, όπως αποχώρησε η Γαλλία από την Αλεξανδρέττα και η Τουρκία κατέκτησε αναίμακτα την στρατηγικής σημασίας περιοχή της Αλεξανδρέττας, το ίδιο ήλπιζε να πράξει και στην Κύπρο. Άλλωστε, γι’ αυτό και ο Ταγματάρχης Ισμαήλ Τανσού του Γραφείου Ειδικού Πολέμου του τουρκικού στρατού -στο οποίο υπαγόταν και η ιδρυμένη από τον Ραούφ Ντενκτάς, ΤΜΤ- εκπόνησε το «Σχέδιο Επανάκτησης Κύπρου» (“Kıbrıs İstirdat Planı”), το οποίο ήταν στη βάση των Εκθέσεων Νιχάτ Ερίμ, οι οποίες αποτελούν την μακρόπνοα πολιτική της Τουρκίας στο Κυπριακό και προβλέπουν τη δημιουργία ομοσπονδίας στη βάση δύο ζωνών και ανατροπής της «περιστασιακής ελληνικής πλειοψηφίας» μέσω της δημογραφικής αλλοίωσης του νησιού.
Το παράδοξο, όμως, είναι ότι οι πλείστες πολιτικές δυνάμεις -με πρωτοστάτες το ΑΚΕΛ και τον ΔΗΣΥ- υποστηρίζουν την προταθείσα από τον Ραούφ Ντενκτάς διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία, δηλαδή τον πάγιο στρατηγικό στόχο της Άγκυρας στο Κυπριακό, όπως τον εξέφρασε και ο Τούρκος Στρατηγός Κενάν Εβρέν, ενορχηστρωτής του Αττίλα και πρώην πραξικοπηματικός Πρωθυπουργός της Τουρκίας: «Στόχος της εισβολής ήταν η δημιουργία μιας ομοσπονδίας στην Κύπρο». Τόσο ο «δυναμικός ηγέτης» του ΔΗΣΥ και υποψήφιος για την Προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκος Αναστασιάδης, όσο και ο υποψήφιος του ΑΚΕΛ του «χλιαρού όχι» για να «τσιμεντώσει το ΝΑΙ», Σταύρος Μαλάς, υπήρξαν ένθερμοι υποστηρικτές του κατάπτυστου Σχεδίου Ανάν, το οποίο ήταν στη βάση του μοντέλου της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας και οδηγούσε -όπως οι Τούρκοι είχαν σχεδιάσει από τη δεκαετία του ’60- στην «αλεξανδρεττοποίηση» και «ιμβροποίηση» της Κύπρου. Μάλιστα, ο παράλογος «έρωτας» του ΔΗΣΥ και του ΑΚΕΛ για την διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία πάει πολύ πιο πίσω, όταν ΑΚΕΛ-Κληρίδης-Εγγλέζοι συνωμότησαν για να πείσουν τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο να αποδεχθεί την διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία μόλις ένα χρόνο μετά την τουρκική εισβολή!
Στο δεύτερο μέρος των προσφάτως αποδεσμευθέντων «μυστικών εγγράφων» του Φόρεϊν Όφις, εντοπίζεται συζήτηση της 30ής Αυγούστου, μεταξύ του Τούρκου υπ. Εξωτερικών και του Βρετανού πρέσβη στην Άγκυρα σερ Τζέιμς Μπόουκερ. Σε ερώτηση του τελευταίου, τι εννοεί (ο Ζορλού) με την ισότητα δικαιωμάτων, εξήγησε ότι εννοεί το δικαίωμα βέτο σε όλα τα μέτρα που θεωρούν ως επιζήμια για τα συμφέροντα της τουρκικής μειονότητας. Και όταν ο πρέσβης τού είπε ότι οι Έλληνες μπορούσαν να προβάλουν εναντίον της Τουρκίας το θέμα της Αλεξανδρέττας, όπου η Τουρκία επέμενε σε δημοψήφισμα, ο Ζορλού είπε ότι, αντίθετα το θέμα της Αλεξανδρέττας είναι το ίδιο με την Κύπρο. Ενόσω η Γαλλία είχε υπό τον έλεγχό της την Αλεξανδρέττα, η Τουρκία ήταν ικανοποιημένη. Όμως όταν η Γαλλία έδειξε σημεία αποχώρησης, τότε η Τουρκία έπρεπε να περάσει υπό τον έλεγχό της τη στρατηγικής σημασίας περιοχή.
Αγορά γης για τις βρετανικές βάσεις
Σε συζήτηση με τον κυβερνήτη σερ Χιου Φουτ στις 21 Δεκεμβρίου 1959, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, μεταξύ άλλων θεμάτων που αφορούσαν τα εκκρεμή ζητήματα από τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, αναφέρθηκαν και στη γη που χρειαζόντουσαν οι Βρετανοί για τις βρετανικές «κυρίαρχες» βάσεις και τα «retained sites». Ο Φουτ είπε στον Αρχιεπίσκοπο ότι σκόπευε να προχωρήσει και να εξασφαλίσει τις αναγκαίες περιοχές και τα δικαιώματα, χρησιμοποιώντας, αν χρειαζόταν, και τις εξουσίες που είχε για καταναγκαστική εξασφάλιση της γης που ήθελαν. Θα ήταν καλύτερα για όλους αν το έκανε αυτός, αλλιώς θα αναγκαζόταν να το κάνει η κυβέρνηση της Δημοκρατίας, κάτι που θα την έβαζε σε δύσκολη θέση. Σίγουρα θα ήταν καλύτερα οι ιδιοκτήτες να πληρώνονταν από την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου παρά από τη νέα κυβέρνηση της Κύπρου, και ότι αυτές ήταν και οι οδηγίες που είχε από το Λονδίνο.
Ο Αρχιεπίσκοπος διαφώνησε και είπε ότι σίγουρα η Δημοκρατία ήταν έτοιμη να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της βάσει των Συμφωνιών του Λονδίνου και θα έδιδε στην κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου όλα τα αναγκαία δικαιώματα εκτός από ιδιοκτησία. Και ότι η κυπριακή κυβέρνηση θα εξασφάλιζε τη γη και τα δικαιώματα με καταναγκαστικό τρόπο αν χρειαζόταν. Ο κυβερνήτης ήταν ανένδοτος και ο Αρχιεπίσκοπος ζήτησε όπως οι θέσεις του μεταβιβαστούν στο Λονδίνο.
Επιστροφή αγωνιστών
Ο Αρχιεπίσκοπος είχε ζητήσει από τον κυβερνήτη όπως επιτραπεί στους εξόριστους αγωνιστές της ΕΟΚΑ που βρίσκονταν στην Ελλάδα να επιστρέψουν πριν από τα Χριστούγεννα στην Κύπρο. Ο Φουτ απάντησε ότι είχε μελετήσει το θέμα, αλλά δυστυχώς δεν μπορούσε να ανταποκριθεί. Ο Αρχιεπίσκοπος -γράφουν τα πρακτικά- δέχθηκε την απάντηση και είπε ότι δεν ήθελε να πιέσει με την απαίτησή του, αν και θα ήταν καλή χειρονομία που θα εκτιμούσε ο κόσμος.
Κοινοπολιτεία
Σε συνάντηση μεταξύ Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και σερ Χιου Φουτ στις 4 Ιανουαρίου 1960, συζητήθηκαν μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα. Ο κυβερνήτης υποστήριζε ειδική συμμετοχή της Κύπρου στην Κοινοπολιτεία, ενώ ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος απαιτούσε πλήρη συμμετοχή, διαφορετικά θα υπεσκάπτετο η υπόσταση, ανεξαρτησία και κυριαρχία του νέου κράτους, και θα δυσκόλευε τη συμμετοχή της Κύπρου στον οργανισμό Ηνωμένων Εθνών.
Σχέσεις με Ισραήλ
Ο κυβερνήτης είπε στον Μακάριο ότι η κυβέρνηση του Ισραήλ ενδιαφερόταν για διπλωματικές σχέσεις με την Κύπρο μόλις εγκαθιδρυόταν η Δημοκρατία. Ο Αρχιεπίσκοπος απάντησε ότι αυτό ήταν ένα θέμα που θα τον έβαζε σε «τρομερές δυσκολίες». Ο ίδιος προσωπικά ενδιαφερόταν πολύ για φιλικές σχέσεις με όλα τα γειτονικά κράτη και ότι αναγνώριζε ότι θα υπήρχαν πλεονεκτήματα με καλές σχέσεις μεταξύ Κύπρου και Ισραήλ. Όμως γνώριζε την αρνητική θέση της Αιγύπτου και των αραβικών χωρών έναντι αναγνώρισης και διπλωματικών σχέσεων με το Ισραήλ, και ενδιαφερόταν πρωτίστως να μην κακοφανίσει την αραβική κοινή γνώμη, ειδικά έχοντας υπόψη τη μεγάλη κυπριακή κοινότητα στην Αίγυπτο.
Κατάλογοι καλών και κακών πολιτών!
Ενδιαφέρον έχουν και οι μακροσκελείς κατάλογοι που ετοίμασαν τον Δεκέμβριο του 1955 οι αποικιακές Αρχές Πάφου, με ονόματα πολιτών στην περιοχή Πάφου, τους οποίους διαχώρισαν σε τρομερούς ταραχοποιούς και σε άτομα με επιρροή και στα οποία μπορούσαν να βασιστούν στην περιοχή της Πάφου. Αντίγραφα καταλόγων έστειλαν στην Αστυνομία. Όμως τα τουρκικά χωριά της Πάφου δεν περιλαμβάνονταν στους καταλόγους των καλών και κακών πολιτών. Σύμφωνα με τα έγγραφα, ήθελαν επειγόντως τους καταλόγους για να βοηθηθούν τα σώματα ασφαλείας στις επιχειρήσεις τους στα χωριά.
Προβλήματα στην Τράπεζα Κύπρου το 1960
Ο κυβερνήτης είπε ότι η Οθωμανική Τράπεζα καθώς και η Μπάρκλεϊς, που αμφότερες είχαν τους κυβερνητικούς λογαριασμούς, ήσαν κάπως ανήσυχες για το μέλλον και είπε ότι η Δημοκρατία θα έκανε μεγάλο λάθος αν βασιζόταν μόνο πάνω στην Τράπεζα Κύπρου. Ο Αρχιεπίσκοπος είπε ότι ήθελε να ενθαρρύνει τις βρετανικές τράπεζες και ότι σκεφτόταν την εισήγηση του κυβερνήτη όπως ο ίδιος (Αρχιεπίσκοπος) μαζί με τον υπουργό Οικονομικών καλέσουν αντιπροσώπους όλων των τραπεζών για συζήτηση της μελλοντικής πολιτικής της Δημοκρατίας στα τραπεζικά και οικονομικά θέματα.
Έγραφα του Ιουνίου του 1960 αναφέρονται στην Τράπεζα Κύπρου και φανερώνουν ενδιαφέροντα πράγματα, τα οποία τόσα χρόνια μετά έχουν την επικαιρότητά τους. Στις 6 Ιουνίου 1960, ο κυβερνήτης ενημέρωνε το Γραφείο Αποικιών στο Λονδίνο ότι η Τράπεζα Κύπρου αντιμετώπιζε δυσκολίες. Τα μεγαλύτερα δάνεια τα είχαν δώσει στο συγκρότημα που αρχικά διοικούσε ο Μαγκλής, περιλαμβανομένης της εταιρείας Ελληνικών Μεταλλίων (Hellenic Mines Company) και της εταιρείας κρασιών ΚΕΟ.
«Ο Μαγκλής έχει εκτοπιστεί από τη θέση του ως Διευθύνων Σύμβουλος αυτών των εταιρειών, και η Hellenic Mines Company βρίσκεται σε σημείο κατάρρευσης, αν δεν έχει ήδη καταρρεύσει. Ορισμένοι Κύπριοι φίλοι μού είπαν κατά διαστήματα τους τελευταίους μήνες, ότι η Τράπεζα βρίσκεται σε άσχημα χάλια, και άκουσα ότι ο Μακάριος ανησυχεί πολύ για την κατάσταση στην Τράπεζα.
Κάποιοι είπαν ότι η Τράπεζα είναι πολύ δύσκολο να επιβιώσεις, εκτός και αν κατατεθούν μεγάλα ποσά και γρήγορα από τη νέα Δημοκρατία. Ο Κόλιν Άλαν, ο οποίος είναι Διοικητικός Σύμβουλος της Οθωμανικής Τράπεζας και παλαιός φίλος από τις μέρες μου στην Παλαιστίνη, μου μίλησε γι΄ αυτό πριν από λίγες μέρες και μου έστειλε την έκθεση της Γενικής Συνέλευσης της Τράπεζας Κύπρου, που έλαβε χώρα στις 31 Μαΐου και την οποία σας εσωκλείω».
Ο Κόλιν Άλαν της Οθωμανικής Τράπεζας, στην επιστολή του προς τον κυβερνήτη ημερ. 2 Ιουνίου 1960, του έγραψε: «…Η κύρια κριτική των μετόχων βασιζόταν, βέβαια, στην υψηλή έλλειψη ρευστότητας στην Τράπεζα, και τους φόβους τους ότι σε περίπτωση που καταθέτες ζητούσαν τα λεφτά τους, είτε από νευρικότητα είτε από ανάγκη, η Τράπεζα δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της».