Η βότκα είναι από τα πιο αγαπημένα και διαδεδομένα αλκοολούχα ποτά
στον κόσμο. Ένας από τους λόγους είναι η σχετικά απλή παρασκευή του, η
οποία εύκολα μπορεί να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του εκάστοτε
παραγωγού. ..
Την πατρότητα του ποτού διεκδικούν οι Πολωνοί (με επίσημα έγγραφα από το 1405). Όμως οι Ρώσοι προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για αποσαφήνιση και τελικά έφυγαν δικαιωμένοι. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι η βότκα χρησιμοποιούνταν αρχικά ως λοσιόν μετά το ξύρισμα και ως στοματικό διάλυμα!
Σε πολωνικό βιβλίο βοτανοθεραπευτικής του 1534, ο συγγραφέας Stefan Falimirz προτείνει στους άντρες αναγνώστες μασάζ με βότκα και χαμομήλι για μετά το ξύρισμα! Επίσης προτείνει για μετά το μπάνιο μια εντριβή με βότκα! Ωστόσο, κάποια απροσδιόριστη στιγμή ο κόσμος άρχισε να προτιμά να πίνει τη βότκα αντί να την ξοδεύει για τη φροντίδα του προσώπου...
Η λέξη βότκα (vodka) ήταν υποκοριστικό του νερού (voda στα ρωσικά και woda στα πολωνικά) και παράγεται από οτιδήποτε περίσσευε στους αγρότες και ήταν δυνατό να αποσταχθεί σε αλκοόλ. Αν η σίκαλη ήταν σε πλεόνασμα, η βότκα θα αποσταζόταν από σίκαλη, αν όχι θα χρησιμοποιούνταν άλλα σιτηρά ή πατάτες ή ακόμα και μελάσα. Στη Ρωσία η βότκα αποτέλεσε και μιας πρώτης τάξης πηγή εσόδων για το κράτος, μέσω των φόρων στο οινόπνευμα. Τον 18ο αιώνα μάλιστα η βότκα αντιπροσώπευε το 1/3 του κρατικού εισοδήματος της Ρωσίας...
Ο Ρώσος χημικός Dimitri Mendelev, εκτός από τον περιοδικό πίνακα των χημικών στοιχείων που τον έκανε διάσημο, έγραψε το 1865 μια διατριβή για το «συνδυασμό του νερού με το αλκοόλ». Τότε έθεσε κανόνες για την ποιότητα της βότκα, ενώ σ’ αυτόν αποδίδεται η εφεύρεση της stopka, του παραδοσιακού ρωσικού ποτηριού, δηλαδή, για τη βότκα!
Δεν υπάρχουν «αντικειμενικές» και «παγκόσμιες» κατηγορίες βότκας. Στην Πολωνία βαθμολογούν το ποτό ανάλογα με την καθαρότητα σε «απλή», «ανώτερη» και «ανώτατη» βότκα. Στη Ρωσία ο διαχωρισμός γίνεται ανάμεσα στις «σπέσιαλ», δηλαδή αυτές που είναι για εξαγωγή και στις «δυνατές», δηλαδή αυτές που έχουν περιεκτικότητα σε αλκοόλ άνω του 56%. Στις ΗΠΑ δεν υπάρχει ιδιαίτερη ποικιλία, αφού οι εγχώριες βότκες οφείλουν να είναι «ουδέτερα ποτά […] ώστε να μην έχουν ιδιαίτερο χαρακτήρα, άρωμα, γεύση ή χρώμα».
Στις μέρες μας ιδιαίτερα δημοφιλείς είναι και οι εκδοχές της βότκας με γεύση. Μερικές από τις πιο συνηθισμένες μίξεις είναι: με αποξηραμένο λεμόνι και ξύσμα από πορτοκάλι (Kubanskaya), με λεμόνι και ζάχαρη (Limonnaya), με ολόκληρους σπόρους πιπεριού και κόκκινη πιπεριά (Pertsovka), με σπάνια αρωματικά βότανα (Zubrovka). Δημοφιλής είναι η Okhotichya, γνωστή ως «βότκα του κυνηγού», με τζίντζερ, γαρύφαλλο, φλούδα από λεμόνι, γλυκάνισο και άλλα βότανα και μπαχαρικά, τα οποία εν συνεχεία αναμειγνύονται με ζάχαρη και ένα λευκό κρασί. Υπάρχει επίσης και η Starka, παλαιωμένη βότκα που συχνά ωριμάζει σε δρύινα βαρέλια.
Για το τέλος να σημειώσουμε ότι η καθαρή βότκα (χωρίς προσμίξεις και αρώματα) δεν περιέχει καθόλου βιταμίνες ή μεταλλικά στοιχεία, ενώ 100 γραμμάρια ποτού περιέχουν περίπου 230 θερμίδες.
Την πατρότητα του ποτού διεκδικούν οι Πολωνοί (με επίσημα έγγραφα από το 1405). Όμως οι Ρώσοι προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για αποσαφήνιση και τελικά έφυγαν δικαιωμένοι. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι η βότκα χρησιμοποιούνταν αρχικά ως λοσιόν μετά το ξύρισμα και ως στοματικό διάλυμα!
Σε πολωνικό βιβλίο βοτανοθεραπευτικής του 1534, ο συγγραφέας Stefan Falimirz προτείνει στους άντρες αναγνώστες μασάζ με βότκα και χαμομήλι για μετά το ξύρισμα! Επίσης προτείνει για μετά το μπάνιο μια εντριβή με βότκα! Ωστόσο, κάποια απροσδιόριστη στιγμή ο κόσμος άρχισε να προτιμά να πίνει τη βότκα αντί να την ξοδεύει για τη φροντίδα του προσώπου...
Η λέξη βότκα (vodka) ήταν υποκοριστικό του νερού (voda στα ρωσικά και woda στα πολωνικά) και παράγεται από οτιδήποτε περίσσευε στους αγρότες και ήταν δυνατό να αποσταχθεί σε αλκοόλ. Αν η σίκαλη ήταν σε πλεόνασμα, η βότκα θα αποσταζόταν από σίκαλη, αν όχι θα χρησιμοποιούνταν άλλα σιτηρά ή πατάτες ή ακόμα και μελάσα. Στη Ρωσία η βότκα αποτέλεσε και μιας πρώτης τάξης πηγή εσόδων για το κράτος, μέσω των φόρων στο οινόπνευμα. Τον 18ο αιώνα μάλιστα η βότκα αντιπροσώπευε το 1/3 του κρατικού εισοδήματος της Ρωσίας...
Ο Ρώσος χημικός Dimitri Mendelev, εκτός από τον περιοδικό πίνακα των χημικών στοιχείων που τον έκανε διάσημο, έγραψε το 1865 μια διατριβή για το «συνδυασμό του νερού με το αλκοόλ». Τότε έθεσε κανόνες για την ποιότητα της βότκα, ενώ σ’ αυτόν αποδίδεται η εφεύρεση της stopka, του παραδοσιακού ρωσικού ποτηριού, δηλαδή, για τη βότκα!
Δεν υπάρχουν «αντικειμενικές» και «παγκόσμιες» κατηγορίες βότκας. Στην Πολωνία βαθμολογούν το ποτό ανάλογα με την καθαρότητα σε «απλή», «ανώτερη» και «ανώτατη» βότκα. Στη Ρωσία ο διαχωρισμός γίνεται ανάμεσα στις «σπέσιαλ», δηλαδή αυτές που είναι για εξαγωγή και στις «δυνατές», δηλαδή αυτές που έχουν περιεκτικότητα σε αλκοόλ άνω του 56%. Στις ΗΠΑ δεν υπάρχει ιδιαίτερη ποικιλία, αφού οι εγχώριες βότκες οφείλουν να είναι «ουδέτερα ποτά […] ώστε να μην έχουν ιδιαίτερο χαρακτήρα, άρωμα, γεύση ή χρώμα».
Στις μέρες μας ιδιαίτερα δημοφιλείς είναι και οι εκδοχές της βότκας με γεύση. Μερικές από τις πιο συνηθισμένες μίξεις είναι: με αποξηραμένο λεμόνι και ξύσμα από πορτοκάλι (Kubanskaya), με λεμόνι και ζάχαρη (Limonnaya), με ολόκληρους σπόρους πιπεριού και κόκκινη πιπεριά (Pertsovka), με σπάνια αρωματικά βότανα (Zubrovka). Δημοφιλής είναι η Okhotichya, γνωστή ως «βότκα του κυνηγού», με τζίντζερ, γαρύφαλλο, φλούδα από λεμόνι, γλυκάνισο και άλλα βότανα και μπαχαρικά, τα οποία εν συνεχεία αναμειγνύονται με ζάχαρη και ένα λευκό κρασί. Υπάρχει επίσης και η Starka, παλαιωμένη βότκα που συχνά ωριμάζει σε δρύινα βαρέλια.
Για το τέλος να σημειώσουμε ότι η καθαρή βότκα (χωρίς προσμίξεις και αρώματα) δεν περιέχει καθόλου βιταμίνες ή μεταλλικά στοιχεία, ενώ 100 γραμμάρια ποτού περιέχουν περίπου 230 θερμίδες.