του Ηλία Σταμπολιάδη*
Αρχικά μία ποσότητα ενός αγαθού ανταλλάσσετο με μία αντίστοιχη ποσότητα ενός άλλου αγαθού, που υπό συνθήκες ελεύθερης ανταλλαγής και οι δύο συναλλασσόμενοι θεωρούσαν ίσης αξίας.
Στη συνέχεια τα μέταλλα, κυρίως ο χρυσός και ο άργυρος που ονομάσθηκαν και πολύτιμα, χρησιμοποιήθηκαν σαν εμπράγματη αξία κοινής αποδοχής, ανταλλάξιμη με όλα τα αγαθά, πράγμα που διευκόλυνε τις συναλλαγές και δημιούργησε την έννοια του Χρήματος. Για την αποφυγή νόθευσης της καθαρότητας των μετάλλων και επομένως και της αξίας των νομισμάτων η εκάστοτε εξουσία εξέδιδε νομίσματα φέροντα τη σφραγίδα της σαν ένδειξη κυρίως της αντιπροσωπευομένης αξίας τους και όχι της καθαρότητας τους.
Η νόθευση της καθαρότητας των νομισμάτων αποτέλεσε στοιχείο διαφθοράς της ίδιας της εξουσίας που κερδοσκοπούσε εις βάρος των υπηκόων της, οι οποίοι εκ των πραγμάτων ήταν υποχρεωμένοι να δέχονται την αναγραφόμενη αξία.
Αυτό είχε σαν συνέπεια την εμφάνιση πληθωριστικών φαινομένων με την αύξηση της τιμής των αγαθών ενώ η μεταξύ τους σχέση, στο βαθμό κυρίως που εξαρτάται από τη δυσκολία παραγωγής τους κατά τόπους, παρέμενε σταθερή. Υπό αυτές τις συνθήκες ή εξουσία κάθε κράτους ή βασιλείου είχε το δικό της νόμισμα και ο χώρος επιρροής της ουσιαστικά ταυτίζετο με το χώρο αναγνώρισης του νομίσματος της. Υπό τις συνθήκες αυτές στις διακρατικές, διεθνείς συναλλαγές η ισοτιμία των νομισμάτων καθορίζετο κυρίως άμεσα από την αντίστοιχη καθαρότητα τους αλλά και έμμεσα κατά ένα τρόπο με βάση την ανταλλαξιμότητα τους με αγαθά στον τόπο συναλλαγής .
Το χάρτινο νόμισμα επινοήθηκε σαν απόδειξη του δικαιώματος απαίτησης της αντίστοιχης ποσότητας χρυσού ίσης αξίας με την εμφανιζόμενη στο χαρτί. Εγγυητής της ύπαρξης της αντίστοιχης ποσότητας χρυσού ήταν πάλι η εξουσία του τόπου στην επικράτεια της οποίας αναγνωρίζετο η αξία του χαρτονομίσματος. Η εξουσία μέσω της κεντρικής της Τράπεζας αρχικά φύλαγε σε θησαυροφυλάκια ποσότητες χρυσού αντίστοιχες με τα εκδιδόμενα χαρτονομίσματα. Η δυνατότητα της κεντρικής τράπεζας να δανείζει χρήματα, για τα οποία όχι μόνο ελάμβανε τόκο αλλά ο δανειζόμενος αναλάμβανε με συμβόλαιο την υποχρέωση να επιστρέψει τα δανειζόμενα ποσά έναντι υποθήκης περιουσιακών του στοιχείων, της έδινε τη δυνατότητα να εκδίδει νομίσματα αντίστοιχης αξίας που δεν αντιπροσωπεύοντο με χρυσό στο θησαυροφυλάκιο.
Η στατιστική ανάλυση και εμπειρία των συναλλαγών της κεντρικής τράπεζας έδειξε ότι θα μπορούσε να αντεπεξέλθει στις ανάγκες της διατηρώντας στα θησαυροφυλάκια της πολύ λιγότερο χρυσό από το νόμισμα που έχει εκδώσει και ουσιαστικά να δημιουργεί χρήμα από τα χρέη των δανειζομένων. Στην αρχή η σχέση νέου χρήματος προς τα δάνεια ήταν 1:1 και στη συνέχεια θεωρητικοί οικονομολόγοι υπέδειξαν ότι η σχέση αυτή μπορεί να γίνει 4:1, ενώ σήμερα έχει φθάσει στο 9:1.
Το δικαίωμα χρηματικών συναλλαγών παραχωρήθηκε και σε ιδιωτικές τράπεζες οι οποίες για κάθε μονάδα χρημάτων που έχουν σαν καταθέσεις δικαιούνται να δανείζονται από την κεντρική τράπεζα, με χαμηλό επιτόκιο, πολλαπλάσια ποσά και να τα δανείζουν στους πολίτες με υψηλότερο. Με τον τρόπο αυτό οι τράπεζες δανείζουν χρήματα που στην ουσία δεν είναι δικά τους και πλουτίζουν εις βάρος των πολιτών. Σε όλα αυτά θα πρέπει να υπολογίσει κανείς και τα λεγόμενα τραπεζικά προϊόντα με τη χρήση των οποίων οι τράπεζες δημιουργούν κέρδη όπως π.χ. οι συναλλαγές των πολιτών μεταξύ τους στις οι οποίες δεν γίνεται ανταλλαγή χρημάτων αλλά χρήση πιστωτικών καρτών, για να μη αναφέρουμε τη διαχείριση των ομολόγων ακόμη και των λεγομένων τοξικών προϊόντων που δεν αντιπροσωπεύουν παρά αέρα κοπανιστό, καπηλευόμενες την καλλιεργούμενη κερδοσκοπική μανία των πολιτών όπως έγινε με το χρηματιστήριο στην Ελλάδα και τα οικιστικά δάνεια στην Αμερική. Οι ιδιωτικές τράπεζες επομένως κερδοσκοπούν, κυρίως εις βάρος των οφειλετών τους, κατά παραχώρηση της εξουσίας, μέλη της οποίας είναι συνήθως και στελέχη χρηματοπιστωτικών οργανισμών.
Πέρα από τον εύκολο πλουτισμό των ιδιωτικών τραπεζών δεν θα πρέπει να διαφεύγει την προσοχή μας ο ρόλος της κεντρικής τράπεζας και ο τρόπος που επηρεάζει την οικονομία της επικράτειας με την ικανότητα της να εκδίδει νέο χρήμα. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, αρχικά τα εκδιδόμενα χαρτονομίσματα ανταποκρίνοντο σε αντίστοιχη αξία χρυσού στα θησαυροφυλάκια και ακολούθως σε αντίστοιχα δάνεια προς οφειλέτες, επομένως τα εκδιδόμενα νομίσματα αντιπροσώπευαν εμπράγματες αξίες.
Η καλοπροαίρετη διαχείριση της κεντρικής τράπεζας έδειξε ότι η σχέση κυκλοφορούντος χρήματος προς την εμπράγματη αξία που το εγγυάτο (δάνεια συν χρυσός) μπορεί να αυξάνει με βάση τον πολύ απλό φυσικό νόμο της παραγωγικότητας μιας επένδυσης. Εάν τα επιπλέον εκδιδόμενα χρήματα επενδύονται σε αναπτυξιακά έργα δημιουργούν νέο πλούτο που δικαιώνει την προκαταβολική έκδοση των επιπλέον αυτών χρημάτων που τελικά δεν μειώνουν την αγοραστική ικανότητα ούτε δρουν δυσμενώς στην διεθνή ισοτιμία του νομίσματος. Εάν όμως το επιπλέον εκδιδόμενο νόμισμα διοχετεύεται στην κατανάλωση αυξάνοντας τεχνητά την αγοραστική ικανότητα των πολιτών, χωρίς να αυξάνει την παραγωγικότητα τους, δημιουργεί πληθωριστικές τάσεις και επιδρά δυσμενώς στην διεθνή ισοτιμία του νομίσματος. Σε ένα ευνομούμενο κράτος η κεντρική τράπεζα με την ικανότητα της να εκδίδει νέο χρήμα ρυθμίζει και επηρεάζει την οικονομία της χώρας προς όφελος των πολιτών της. Όταν ο Γάλλος πρόεδρος de Gaulle ζήτησε από τον Αμερικανό ομόλογο του Eisenhower να εξαργυρώσει τα δολάρια που είχε διαθέσιμα η Γαλλία με την αντίστοιχη ποσότητα χρυσού έλαβε την απάντηση ότι τα δολάρια δεν αντιπροσωπεύουν χρυσό αλλά την παραγωγικότητα της αμερικανικής οικονομίας. Ένα κράτος που εκδίδει περισσότερα χρήματα από αυτά που αντιπροσωπεύει η παραγωγικότητα της χώρας του τότε δημιουργεί πληθωρισμό και την υποβάθμιση της διεθνούς ισοτιμίας του νομίσματος του.
Αντίστοιχα εάν ένα κράτος δανεισθεί συνάλλαγμα για να ικανοποιήσει τις ανάγκες εισαγωγής παραγωγικών αγαθών, που θα αυξήσουν την παραγωγικότητα του τότε η απόδοση της επένδυσης εγγυάται την αποπληρωμή του δανείου και είναι επιθυμητή. Εάν το δανειζόμενο συνάλλαγμα διατίθεται στην εισαγωγή καταναλωτικών αγαθών που δεν παράγει η χώρα, π.χ αυτοκινήτων, καθ’ υπέρβαση των εξαγωγών δεν εξασφαλίζει την αποπληρωμή του δανείου, που επαυξάνεται με τους τόκους, επιβαρύνοντας τις μελλοντικές γενεές και θέτοντας σε κίνδυνο την εθνική ανεξαρτησία έναντι των απαιτήσεων των δανειστών. Στην Ελλάδα αυτό έγινε κυρίως επί κυβερνήσεων Α. Παπανδρέου που στήριξαν την παραμονή τους στην εξουσία σε μία πρόσκαιρη αύξηση της καταναλωτικής ευημερίας των πολιτών η οποία δεν ανταποκρίνετο στην αύξηση της παραγωγικότητας τους. Σήμερα η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου δανείζεται νέα χρήματα με δυσμενέστερους όρους για την αποπληρωμή των προηγουμένων δανείων υποθηκεύοντας την εθνική μας κυριαρχία με την υπογραφή του μνημονίου και της σύμβασης δανεισμού.
Επί κυβερνήσεων Κ. Σημίτη η Ελλάδα παραιτήθηκε από την δυνατότητα έκδοσης δικού της χρήματος έχοντας αρνητικό ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών αλλά και ελλιπές ισοζύγιο εξόδων του κράτους έναντι των εσόδων του. Η αδυναμία εκτύπωσης εθνικού νομίσματος και η διατήρηση της κατανάλωσης σε υψηλά επίπεδα είχε σαν φυσική συνέπεια την αύξηση των αναγκών εξωτερικού δανεισμού σε ένα σκληρό νόμισμα που η Ελλάς δεν μπορεί να αποπληρώσει με αποτέλεσμα την υποταγή της σε επιτήρηση και την υποθήκευση της εθνικής της κυριαρχίας στην ΕΚΤ, την ΕΕ και το ΔΝΤ (τρόϊκα). Η αναγκαστική χρήση του σκληρού ευρώ καθιστά ακριβά τα παραγόμενα προϊόντα, π.χ τον τουρισμό, που δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τα ξένα με αποτέλεσμα να επιβραδύνεται η ανάπτυξη που θα μπορούσε να βγάλει τη χώρα από την κρίση και την υποτέλεια.
Ο φυσικός νόμος της παραγωγικότητας που αναφέρθηκε στα προηγούμενα επιβάλει εκ των πραγμάτων την μείωση του βιοτικού μας επιπέδου στο επίπεδο της παραγωγής μας. Δυστυχώς η παρουσία της τρόϊκα στην Ελλάδα αποσκοπεί στην δημιουργία συνθηκών που θα εξασφαλίσουν την αποπληρωμή του χρέους εις βάρος του λαού χωρίς να εγγυάται την ανάπτυξη της χώρας. Η τρόϊκα μέσω της, κατ’ επίφαση, κυβέρνησης επιβάλλει μέτρα τα οποία κρίνει αναγκαία και στα οποία το κυβερνούν κόμμα αντιτίθετο σθεναρώς όταν ευρίσκετο στην αντιπολίτευση και η τότε κυβέρνηση προσπάθησε να προτείνει αντίστοιχα μέτρα σε ηπιότερο βαθμό από αυτόν της τρόϊκα. Τελικά η ένταξη μας στην ΟΝΕ ήταν μία ατυχής επιλογή διότι έχοντας μικρότερη παραγωγικότητα από τις ισχυρότερες χώρες κάναμε τη χώρας λιγότερο ανταγωνιστική. Χάνοντας τη δυνατότητα έκδοσης δικού της νομίσματος η χώρα έχασε τον έλεγχο της δημοσιονομικής της πολιτικής και της ισοτιμίας του νομίσματος της. Η δήθεν εξασφάλιση που θα μας προσέφερε η ένταξη μας σε ένα σκληρό νόμισμα αποδείχθηκε μία ψεύτικη ελπίδα ή ακόμη και παγίδα.
Υπό τις παρούσες συνθήκες εάν δεν φύγουμε από την ΟΝΕ και δεν επιστρέψουμε στην ανεξαρτησία που μας δίνει η δυνατότητα έκδοσης δικού μας νομίσματος όχι μόνο θα πτωχεύσουμε, μεταπίπτοντας στο επίπεδο της παραγωγικότητας μας, αλλά θα χάσουμε και την εθνική μας κυριαρχία. Επιστρέφοντας στη δραχμή, θα πτωχεύσουμε έτσι και αλλιώς μεταπίπτοντας στο ίδιο επίπεδο της παραγωγικότητας μας, όπως θα συμβεί άλλωστε ακόμη και αν παραμείνουμε στο ευρώ, όμως μακροπρόθεσμα θα εξασφαλίσουμε την εθνική μας ανεξαρτησία, που είναι ο μόνος εγγυητής της οικονομικής μας ανάπτυξης αλλά και της βιωσιμότητας μας. Αυτό σίγουρα θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις στο ευρώ διότι θα τεθούν οι προϋποθέσεις να ακολουθήσουν και άλλες χώρες με αποτέλεσμα το ευρώ θα υποχωρήσει έναντι του δολαρίου και η Ευρώπη να χάσει τη δυνατότητα ενός κυρίαρχου ρόλου στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα. Βλέπουμε ότι Η Ελλάδα, στην απελπισία και την κατάντια της, μπορεί να επηρεάσει τα διεθνή πράγματα σε μεγαλύτερο βαθμό από αυτόν που αντιστοιχεί την οικονομική της δυνατότητα. Για να γίνει αυτό χρειαζόμαστε έναν Θεμιστοκλή (στρατηγό), ένα Καποδίστρια (κυβερνήτη) και έναν Σόλωνα (νομοθέτη) και όχι τους προδότες στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση που μας κυβερνούν σήμερα υπό τη σκέπη του ανήμπορου Προέδρου της Δημοκρατίας.
Η μόνη ασφαλής για εμάς περίπτωση παραμονής στο ευρώ θα είναι η ίδρυση μίας ενωμένης Ευρώπης που θα λειτουργεί ως μία οικονομική μονάδα όπου η κεντρική τράπεζα, ως ο μόνος εξουσιοδοτημένος εκδότης του νομίσματος, θα έχει την οικονομική ευθύνη για όλες τις χώρες και η κάθε χώρα δεν θα έχει ανάγκη να δανείζεται τα χρήματα που χρειάζεται διότι οι ανάγκες της θα ρυθμίζονται από τον ίδιο κεντρικό φορέα αδιακρίτως και ισότιμα για όλες τις χώρες που συμμετέχουν. Σε αυτή την περίπτωση η Ευρώπη θα δανείζεται εάν χρειαστεί και όχι η κάθε χώρα ξεχωριστά. Σήμερα τα ισχυρά κράτη κερδοσκοπούν εις βάρος των ασθενεστέρων και τα πονηρά περί δημιουργίας ενός μαλακού ευρώ για τις χώρες του Νότου, τα επονομαζόμενα γουρούνια PIGS (Portugal, Ireland, Greece, Spain), έναντι του σκληρού ευρώ του Βορρά δεν είναι παρά προφάσεις εν ανομίες. Εάν για την επιβίωση των λαών της Ευρώπης η συνένωση τους σε μία οικονομική και πολιτική οντότητα είναι ιστορικά επιβεβλημένη, όπως προβλέπουν και πιστεύουν οι Ευρωπαϊστές, τότε αυτό πρέπει να γίνει υπό ίσους όρους για όλα τα μέλη της, που δεν θα συμμετέχουν πλέον σαν κράτη μέλη αλλά σαν πρόσωπα, Ευρωπαίοι πολίτες και η εθνική τους καταγωγή θα αποτελεί μεν πολιτιστική αλλά όχι και πολιτική ετερότητα. Βλέπε Η.Π.Α.
* Ο Ηλίας Σταμπολιάδης είναι Καθηγητής στο Πολυτεχνείο Κρήτης
Αρχικά μία ποσότητα ενός αγαθού ανταλλάσσετο με μία αντίστοιχη ποσότητα ενός άλλου αγαθού, που υπό συνθήκες ελεύθερης ανταλλαγής και οι δύο συναλλασσόμενοι θεωρούσαν ίσης αξίας.
Στη συνέχεια τα μέταλλα, κυρίως ο χρυσός και ο άργυρος που ονομάσθηκαν και πολύτιμα, χρησιμοποιήθηκαν σαν εμπράγματη αξία κοινής αποδοχής, ανταλλάξιμη με όλα τα αγαθά, πράγμα που διευκόλυνε τις συναλλαγές και δημιούργησε την έννοια του Χρήματος. Για την αποφυγή νόθευσης της καθαρότητας των μετάλλων και επομένως και της αξίας των νομισμάτων η εκάστοτε εξουσία εξέδιδε νομίσματα φέροντα τη σφραγίδα της σαν ένδειξη κυρίως της αντιπροσωπευομένης αξίας τους και όχι της καθαρότητας τους.
Η νόθευση της καθαρότητας των νομισμάτων αποτέλεσε στοιχείο διαφθοράς της ίδιας της εξουσίας που κερδοσκοπούσε εις βάρος των υπηκόων της, οι οποίοι εκ των πραγμάτων ήταν υποχρεωμένοι να δέχονται την αναγραφόμενη αξία.
Αυτό είχε σαν συνέπεια την εμφάνιση πληθωριστικών φαινομένων με την αύξηση της τιμής των αγαθών ενώ η μεταξύ τους σχέση, στο βαθμό κυρίως που εξαρτάται από τη δυσκολία παραγωγής τους κατά τόπους, παρέμενε σταθερή. Υπό αυτές τις συνθήκες ή εξουσία κάθε κράτους ή βασιλείου είχε το δικό της νόμισμα και ο χώρος επιρροής της ουσιαστικά ταυτίζετο με το χώρο αναγνώρισης του νομίσματος της. Υπό τις συνθήκες αυτές στις διακρατικές, διεθνείς συναλλαγές η ισοτιμία των νομισμάτων καθορίζετο κυρίως άμεσα από την αντίστοιχη καθαρότητα τους αλλά και έμμεσα κατά ένα τρόπο με βάση την ανταλλαξιμότητα τους με αγαθά στον τόπο συναλλαγής .
Το χάρτινο νόμισμα επινοήθηκε σαν απόδειξη του δικαιώματος απαίτησης της αντίστοιχης ποσότητας χρυσού ίσης αξίας με την εμφανιζόμενη στο χαρτί. Εγγυητής της ύπαρξης της αντίστοιχης ποσότητας χρυσού ήταν πάλι η εξουσία του τόπου στην επικράτεια της οποίας αναγνωρίζετο η αξία του χαρτονομίσματος. Η εξουσία μέσω της κεντρικής της Τράπεζας αρχικά φύλαγε σε θησαυροφυλάκια ποσότητες χρυσού αντίστοιχες με τα εκδιδόμενα χαρτονομίσματα. Η δυνατότητα της κεντρικής τράπεζας να δανείζει χρήματα, για τα οποία όχι μόνο ελάμβανε τόκο αλλά ο δανειζόμενος αναλάμβανε με συμβόλαιο την υποχρέωση να επιστρέψει τα δανειζόμενα ποσά έναντι υποθήκης περιουσιακών του στοιχείων, της έδινε τη δυνατότητα να εκδίδει νομίσματα αντίστοιχης αξίας που δεν αντιπροσωπεύοντο με χρυσό στο θησαυροφυλάκιο.
Η στατιστική ανάλυση και εμπειρία των συναλλαγών της κεντρικής τράπεζας έδειξε ότι θα μπορούσε να αντεπεξέλθει στις ανάγκες της διατηρώντας στα θησαυροφυλάκια της πολύ λιγότερο χρυσό από το νόμισμα που έχει εκδώσει και ουσιαστικά να δημιουργεί χρήμα από τα χρέη των δανειζομένων. Στην αρχή η σχέση νέου χρήματος προς τα δάνεια ήταν 1:1 και στη συνέχεια θεωρητικοί οικονομολόγοι υπέδειξαν ότι η σχέση αυτή μπορεί να γίνει 4:1, ενώ σήμερα έχει φθάσει στο 9:1.
Το δικαίωμα χρηματικών συναλλαγών παραχωρήθηκε και σε ιδιωτικές τράπεζες οι οποίες για κάθε μονάδα χρημάτων που έχουν σαν καταθέσεις δικαιούνται να δανείζονται από την κεντρική τράπεζα, με χαμηλό επιτόκιο, πολλαπλάσια ποσά και να τα δανείζουν στους πολίτες με υψηλότερο. Με τον τρόπο αυτό οι τράπεζες δανείζουν χρήματα που στην ουσία δεν είναι δικά τους και πλουτίζουν εις βάρος των πολιτών. Σε όλα αυτά θα πρέπει να υπολογίσει κανείς και τα λεγόμενα τραπεζικά προϊόντα με τη χρήση των οποίων οι τράπεζες δημιουργούν κέρδη όπως π.χ. οι συναλλαγές των πολιτών μεταξύ τους στις οι οποίες δεν γίνεται ανταλλαγή χρημάτων αλλά χρήση πιστωτικών καρτών, για να μη αναφέρουμε τη διαχείριση των ομολόγων ακόμη και των λεγομένων τοξικών προϊόντων που δεν αντιπροσωπεύουν παρά αέρα κοπανιστό, καπηλευόμενες την καλλιεργούμενη κερδοσκοπική μανία των πολιτών όπως έγινε με το χρηματιστήριο στην Ελλάδα και τα οικιστικά δάνεια στην Αμερική. Οι ιδιωτικές τράπεζες επομένως κερδοσκοπούν, κυρίως εις βάρος των οφειλετών τους, κατά παραχώρηση της εξουσίας, μέλη της οποίας είναι συνήθως και στελέχη χρηματοπιστωτικών οργανισμών.
Πέρα από τον εύκολο πλουτισμό των ιδιωτικών τραπεζών δεν θα πρέπει να διαφεύγει την προσοχή μας ο ρόλος της κεντρικής τράπεζας και ο τρόπος που επηρεάζει την οικονομία της επικράτειας με την ικανότητα της να εκδίδει νέο χρήμα. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, αρχικά τα εκδιδόμενα χαρτονομίσματα ανταποκρίνοντο σε αντίστοιχη αξία χρυσού στα θησαυροφυλάκια και ακολούθως σε αντίστοιχα δάνεια προς οφειλέτες, επομένως τα εκδιδόμενα νομίσματα αντιπροσώπευαν εμπράγματες αξίες.
Η καλοπροαίρετη διαχείριση της κεντρικής τράπεζας έδειξε ότι η σχέση κυκλοφορούντος χρήματος προς την εμπράγματη αξία που το εγγυάτο (δάνεια συν χρυσός) μπορεί να αυξάνει με βάση τον πολύ απλό φυσικό νόμο της παραγωγικότητας μιας επένδυσης. Εάν τα επιπλέον εκδιδόμενα χρήματα επενδύονται σε αναπτυξιακά έργα δημιουργούν νέο πλούτο που δικαιώνει την προκαταβολική έκδοση των επιπλέον αυτών χρημάτων που τελικά δεν μειώνουν την αγοραστική ικανότητα ούτε δρουν δυσμενώς στην διεθνή ισοτιμία του νομίσματος. Εάν όμως το επιπλέον εκδιδόμενο νόμισμα διοχετεύεται στην κατανάλωση αυξάνοντας τεχνητά την αγοραστική ικανότητα των πολιτών, χωρίς να αυξάνει την παραγωγικότητα τους, δημιουργεί πληθωριστικές τάσεις και επιδρά δυσμενώς στην διεθνή ισοτιμία του νομίσματος. Σε ένα ευνομούμενο κράτος η κεντρική τράπεζα με την ικανότητα της να εκδίδει νέο χρήμα ρυθμίζει και επηρεάζει την οικονομία της χώρας προς όφελος των πολιτών της. Όταν ο Γάλλος πρόεδρος de Gaulle ζήτησε από τον Αμερικανό ομόλογο του Eisenhower να εξαργυρώσει τα δολάρια που είχε διαθέσιμα η Γαλλία με την αντίστοιχη ποσότητα χρυσού έλαβε την απάντηση ότι τα δολάρια δεν αντιπροσωπεύουν χρυσό αλλά την παραγωγικότητα της αμερικανικής οικονομίας. Ένα κράτος που εκδίδει περισσότερα χρήματα από αυτά που αντιπροσωπεύει η παραγωγικότητα της χώρας του τότε δημιουργεί πληθωρισμό και την υποβάθμιση της διεθνούς ισοτιμίας του νομίσματος του.
Αντίστοιχα εάν ένα κράτος δανεισθεί συνάλλαγμα για να ικανοποιήσει τις ανάγκες εισαγωγής παραγωγικών αγαθών, που θα αυξήσουν την παραγωγικότητα του τότε η απόδοση της επένδυσης εγγυάται την αποπληρωμή του δανείου και είναι επιθυμητή. Εάν το δανειζόμενο συνάλλαγμα διατίθεται στην εισαγωγή καταναλωτικών αγαθών που δεν παράγει η χώρα, π.χ αυτοκινήτων, καθ’ υπέρβαση των εξαγωγών δεν εξασφαλίζει την αποπληρωμή του δανείου, που επαυξάνεται με τους τόκους, επιβαρύνοντας τις μελλοντικές γενεές και θέτοντας σε κίνδυνο την εθνική ανεξαρτησία έναντι των απαιτήσεων των δανειστών. Στην Ελλάδα αυτό έγινε κυρίως επί κυβερνήσεων Α. Παπανδρέου που στήριξαν την παραμονή τους στην εξουσία σε μία πρόσκαιρη αύξηση της καταναλωτικής ευημερίας των πολιτών η οποία δεν ανταποκρίνετο στην αύξηση της παραγωγικότητας τους. Σήμερα η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου δανείζεται νέα χρήματα με δυσμενέστερους όρους για την αποπληρωμή των προηγουμένων δανείων υποθηκεύοντας την εθνική μας κυριαρχία με την υπογραφή του μνημονίου και της σύμβασης δανεισμού.
Επί κυβερνήσεων Κ. Σημίτη η Ελλάδα παραιτήθηκε από την δυνατότητα έκδοσης δικού της χρήματος έχοντας αρνητικό ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών αλλά και ελλιπές ισοζύγιο εξόδων του κράτους έναντι των εσόδων του. Η αδυναμία εκτύπωσης εθνικού νομίσματος και η διατήρηση της κατανάλωσης σε υψηλά επίπεδα είχε σαν φυσική συνέπεια την αύξηση των αναγκών εξωτερικού δανεισμού σε ένα σκληρό νόμισμα που η Ελλάς δεν μπορεί να αποπληρώσει με αποτέλεσμα την υποταγή της σε επιτήρηση και την υποθήκευση της εθνικής της κυριαρχίας στην ΕΚΤ, την ΕΕ και το ΔΝΤ (τρόϊκα). Η αναγκαστική χρήση του σκληρού ευρώ καθιστά ακριβά τα παραγόμενα προϊόντα, π.χ τον τουρισμό, που δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τα ξένα με αποτέλεσμα να επιβραδύνεται η ανάπτυξη που θα μπορούσε να βγάλει τη χώρα από την κρίση και την υποτέλεια.
Ο φυσικός νόμος της παραγωγικότητας που αναφέρθηκε στα προηγούμενα επιβάλει εκ των πραγμάτων την μείωση του βιοτικού μας επιπέδου στο επίπεδο της παραγωγής μας. Δυστυχώς η παρουσία της τρόϊκα στην Ελλάδα αποσκοπεί στην δημιουργία συνθηκών που θα εξασφαλίσουν την αποπληρωμή του χρέους εις βάρος του λαού χωρίς να εγγυάται την ανάπτυξη της χώρας. Η τρόϊκα μέσω της, κατ’ επίφαση, κυβέρνησης επιβάλλει μέτρα τα οποία κρίνει αναγκαία και στα οποία το κυβερνούν κόμμα αντιτίθετο σθεναρώς όταν ευρίσκετο στην αντιπολίτευση και η τότε κυβέρνηση προσπάθησε να προτείνει αντίστοιχα μέτρα σε ηπιότερο βαθμό από αυτόν της τρόϊκα. Τελικά η ένταξη μας στην ΟΝΕ ήταν μία ατυχής επιλογή διότι έχοντας μικρότερη παραγωγικότητα από τις ισχυρότερες χώρες κάναμε τη χώρας λιγότερο ανταγωνιστική. Χάνοντας τη δυνατότητα έκδοσης δικού της νομίσματος η χώρα έχασε τον έλεγχο της δημοσιονομικής της πολιτικής και της ισοτιμίας του νομίσματος της. Η δήθεν εξασφάλιση που θα μας προσέφερε η ένταξη μας σε ένα σκληρό νόμισμα αποδείχθηκε μία ψεύτικη ελπίδα ή ακόμη και παγίδα.
Υπό τις παρούσες συνθήκες εάν δεν φύγουμε από την ΟΝΕ και δεν επιστρέψουμε στην ανεξαρτησία που μας δίνει η δυνατότητα έκδοσης δικού μας νομίσματος όχι μόνο θα πτωχεύσουμε, μεταπίπτοντας στο επίπεδο της παραγωγικότητας μας, αλλά θα χάσουμε και την εθνική μας κυριαρχία. Επιστρέφοντας στη δραχμή, θα πτωχεύσουμε έτσι και αλλιώς μεταπίπτοντας στο ίδιο επίπεδο της παραγωγικότητας μας, όπως θα συμβεί άλλωστε ακόμη και αν παραμείνουμε στο ευρώ, όμως μακροπρόθεσμα θα εξασφαλίσουμε την εθνική μας ανεξαρτησία, που είναι ο μόνος εγγυητής της οικονομικής μας ανάπτυξης αλλά και της βιωσιμότητας μας. Αυτό σίγουρα θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις στο ευρώ διότι θα τεθούν οι προϋποθέσεις να ακολουθήσουν και άλλες χώρες με αποτέλεσμα το ευρώ θα υποχωρήσει έναντι του δολαρίου και η Ευρώπη να χάσει τη δυνατότητα ενός κυρίαρχου ρόλου στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα. Βλέπουμε ότι Η Ελλάδα, στην απελπισία και την κατάντια της, μπορεί να επηρεάσει τα διεθνή πράγματα σε μεγαλύτερο βαθμό από αυτόν που αντιστοιχεί την οικονομική της δυνατότητα. Για να γίνει αυτό χρειαζόμαστε έναν Θεμιστοκλή (στρατηγό), ένα Καποδίστρια (κυβερνήτη) και έναν Σόλωνα (νομοθέτη) και όχι τους προδότες στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση που μας κυβερνούν σήμερα υπό τη σκέπη του ανήμπορου Προέδρου της Δημοκρατίας.
Η μόνη ασφαλής για εμάς περίπτωση παραμονής στο ευρώ θα είναι η ίδρυση μίας ενωμένης Ευρώπης που θα λειτουργεί ως μία οικονομική μονάδα όπου η κεντρική τράπεζα, ως ο μόνος εξουσιοδοτημένος εκδότης του νομίσματος, θα έχει την οικονομική ευθύνη για όλες τις χώρες και η κάθε χώρα δεν θα έχει ανάγκη να δανείζεται τα χρήματα που χρειάζεται διότι οι ανάγκες της θα ρυθμίζονται από τον ίδιο κεντρικό φορέα αδιακρίτως και ισότιμα για όλες τις χώρες που συμμετέχουν. Σε αυτή την περίπτωση η Ευρώπη θα δανείζεται εάν χρειαστεί και όχι η κάθε χώρα ξεχωριστά. Σήμερα τα ισχυρά κράτη κερδοσκοπούν εις βάρος των ασθενεστέρων και τα πονηρά περί δημιουργίας ενός μαλακού ευρώ για τις χώρες του Νότου, τα επονομαζόμενα γουρούνια PIGS (Portugal, Ireland, Greece, Spain), έναντι του σκληρού ευρώ του Βορρά δεν είναι παρά προφάσεις εν ανομίες. Εάν για την επιβίωση των λαών της Ευρώπης η συνένωση τους σε μία οικονομική και πολιτική οντότητα είναι ιστορικά επιβεβλημένη, όπως προβλέπουν και πιστεύουν οι Ευρωπαϊστές, τότε αυτό πρέπει να γίνει υπό ίσους όρους για όλα τα μέλη της, που δεν θα συμμετέχουν πλέον σαν κράτη μέλη αλλά σαν πρόσωπα, Ευρωπαίοι πολίτες και η εθνική τους καταγωγή θα αποτελεί μεν πολιτιστική αλλά όχι και πολιτική ετερότητα. Βλέπε Η.Π.Α.
* Ο Ηλίας Σταμπολιάδης είναι Καθηγητής στο Πολυτεχνείο Κρήτης