Με μια εντυπωσιακή κίνηση, η μεγαλύτερη εταιρεία διασκέδασης στον κόσμο,
η Ντίσνεϊ, έγινε ακόμη μεγαλύτερη, έπειτα από την εξαγορά της
Lucasfilm.
Τέσσερα δισεκατομμύρια δολάρια ήταν αρκετά
για να αγοράσουν τον μικρό κολοσσό του Τζορτζ Λούκας, που διαθέτει
προχωρημένη κινηματογραφική τεχνολογία και τεχνογνωσία, αλλά και
δυνατούς τίτλους ταινιών. Δύο μόνο λέξεις θα ήταν αρκετές για να
δικαιολογήσουν την εξαγορά: «Star Wars» («Πόλεμος των άστρων»). Το
ιστορικό κινηματογραφικό franchise είναι το δυνατότερο χαρτί της
συναλλαγής μεταξύ του Λούκας και της Ντίσνεϊ.
Με έσοδα ύψους 4,5
δισεκατομμυρίων δολαρίων από τις έξι –μέχρι τώρα– ταινίες της σειράς, ο
«Πόλεμος των άστρων» είναι το τρίτο πιο επιτυχημένο εμπορικά
κινηματογραφικό franchise, μετά τις οκτώ ταινίες του Χάρι Πότερ και τις
23 περιπέτειες του Τζέιμς Μποντ. Οι προθέσεις της Ντίσνεϊ είναι σαφείς.
Κατά την ανακοίνωση της συμφωνίας, δηλώθηκε ότι πρόκειται να γυριστούν
τουλάχιστον τρεις ακόμη ταινίες της σειράς, με την πρώτη να
προγραμματίζεται να βγει στις αίθουσες του 2015. Ο Λούκας θα έχει τον
τίτλο του δημιουργικού συμβούλου.
Δεν έχει πολλή σημασία ότι ήδη
οι τρεις πιο πρόσφατες ταινίες, τα τρία πρίκουελ που γύρισε ο Λούκας την
τελευταία δεκαετία, πήραν γενικά αρνητικές κριτικές και προβλημάτισαν
ακόμη και τους πιο φανατικούς οπαδούς της σειράς. Το «Star Wars» μπορεί
να είναι ιερή κινηματογραφική αγελάδα, είναι όμως και εξαιρετικά
αποδοτική. Και δεν είναι η μόνη στο πακέτο. Με τη συμφωνία περνάει στην
Ντίσνεϊ και ο Ιντιάνα Τζόουνς, όπως και οι εταιρείες ειδικών εφέ του
Λούκας, ανάμεσα στις οποίες και η πρωτοπόρος του είδους, Industrial
Light & Magic.
Περιουσιακά στοιχεία
Ολα αυτά
βρίσκονται πια στη διάθεση της Ντίσνεϊ, που τα τελευταία χρόνια απορροφά
εταιρείες που μπορούν να ενισχύσουν τον κατάλογό της, αλλά και τα
τμήματα παραγωγής και διανομής. Κολοσσός της ψυχαγωγίας, με θεματικά
πάρκα σε όλο τον κόσμο, τηλεοπτικά κανάλια (ανάμεσά τους το ABC και το
αθλητικό ESPN), ραδιοφωνικούς σταθμούς, δισκογραφικές εταιρείες,
εταιρείες θεατρικών παραγωγών, ταξιδιωτικά πρακτορεία, εκδόσεις και με
ένα πλήθος χαρακτήρων τους οποίους «δανείζει» σε επιχειρήσεις (σκεφτείτε
σχολικές τσάντες, τετράδια, σεντόνια, χαλιά, ρούχα με τους χαρακτήρες
της Ντίσνεϊ) είχε τζίρο 41 δισ. δολάρια το 2011, ενώ η περιουσία της
υπολογίζεται σε 72 δισεκατομμύρια.
Ανάμεσα στα περιουσιακά της
στοιχεία είναι επίσης η Pixar, με τις καλύτερες ταινίες animation τα
τελευταία 15 χρόνια, το κινηματογραφικό τμήμα της Marvel με όλες τις
περιπέτειες των υπερηρώων της, ξεχωριστά ή σε συνδυασμό (βλέπε «The
Avengers»), όπως και τα Muppets και ό,τι συνδέεται με τους χαρακτήρες
που δημιούργησε ο Τζιμ Χένσον. Την περασμένη χρονιά βγήκε η πρώτη ύστερα
από πολλά χρόνια νέα ταινία τους και πρόθεση της Ντίσνεϊ είναι να
στηρίξει ένα ακόμη franchise.
Με αφορμή την εξαγορά της
Lucasfilm, το τελευταίο δεκαήμερο γράφτηκαν ποταμοί κειμένων στα έντυπα
και στις ιστοσελίδες που ασχολούνται με την κινηματογραφική βιομηχανία.
Είναι άλλωστε ένα γεγονός σπάνιου μεγέθους. Η άποψη που έχει
επικρατήσει, είναι το «it’s good for business» (είναι καλό για τη
δουλειά), φυσικά με βάση τα οικονομικά μεγέθη. Είναι αλήθεια αυτό. Ενα
κεντρικό σύστημα παραγωγής και διανομής κάνει ευκολότερη την εσωτερική
επικοινωνία, την επιχειρηματική δραστηριότητα και τη μεγιστοποίηση των
κερδών. Μεγαλύτερη παραγωγή και περισσότερα κέρδη σημαίνουν και
περισσότερες δουλειές για τον τομέα της ψυχαγωγίας.
Η Ντίσνεϊ,
ωστόσο, δεν κρύβει τον χαρακτήρα της. Την ενδιαφέρει η μαζική διασκέδαση
και ό,τι φέρνει κέρδη. Και αυτό που φέρνει κέρδη, σύμφωνα με τη λογική
του μεγάλου στούντιο, είναι το εντυπωσιακό θέαμα, που δεν έχει ακραίες
απόψεις και δεν παίρνει τολμηρό ρίσκο. Δεν είναι ένα καλλιτεχνικό
στούντιο, ακόμη κι αν αποτελεί ομπρέλα για μικρότερες εταιρείες με υψηλό
καλλιτεχνικό προφίλ και δουλειές με μεγάλη κριτική αποδοχή, οι οποίες
όμως φαίνεται να βάζουν λίγο νερό στο δημιουργικό κρασί τους. Πολλοί
κατηγορούν την Ντίσνεϊ ότι με την υποστήριξη των εμπορικών project και
τη λογική των σίκουελ βοηθά στο να μετατραπεί το σινεμά σε τηλεόραση με
θέαμα σε σειρές.
Το παράδειγμα της Pixar
Η ντισνεϊοποίηση,
όπως λέγεται, είναι το «στρογγύλεμα» πιο τολμηρών απόψεων και το
παράδειγμα της Pixar είναι το πιο χαρακτηριστικό. Για χρόνια, η εταιρεία
που άρχισε σαν παρακλάδι της Lucasfilm και στη συνέχεια της Apple,
δημιούργησε μερικές από τις πιο ευρηματικές ταινίες animation, οι οποίες
άλλαξαν εντελώς την αντίληψη ότι το είδος απευθύνεται αποκλειστικά στα
παιδιά και ότι είναι δευτερεύον σε σχέση με τις ταινίες για ενηλίκους. Η
επιτυχία της παρακίνησε και τα άλλα στούντιο να ιδρύσουν αντίστοιχα
τμήματα, με αποτέλεσμα ο τομέας του animation να είναι από τους
δημιουργικότερους στην κινηματογραφική βιομηχανία.
Αρχικά, η
συμφωνία μεταξύ Ντίσνεϊ και Pixar αφορούσε μόνο τη διανομή και αργότερα,
παρά την ένταση που υπήρχε στις μεταξύ τους σχέσεις, η Pixar
εξαγοράστηκε, κρατώντας κάποιον δημιουργικό έλεγχο. Στις τελευταίες
ταινίες της όμως, όπως τα «Αυτοκίνητα 2» και η «Brave», φαίνεται να
υπάρχει έντονη η επιρροή του μεγάλου στούντιο, με τα σενάρια να
βασίζονται σε πιο ανώδυνες ιστορίες που –ειδικά στην περίπτωση της
«Brave»– θυμίζουν τις ταινίες με πριγκίπισσες της Ντίσνεϊ.
Το
καλλιτεχνικό ρίσκο και ο ανεξάρτητος χαρακτήρας δεν είναι αυτά για τα
οποία είναι γνωστή η μεγάλη εταιρεία. Το προσπάθησε όμως κι αυτό. Στις
αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν βρισκόταν σε έξαρση το νέο αμερικανικό
ανεξάρτητο σινεμά, η Ντίσνεϊ εξαγόρασε τη μεγαλύτερη εταιρεία που
ειδικευόταν σε αυτό το είδος, τη Miramax των αδελφών Γουάινστιν.
Από
το 1993 έως το 2005, οι Γουάινστιν είχαν τον δημιουργικό έλεγχο, παρά
τις παρεμβάσεις της μητρικής εταιρείας, που έγιναν αιτία για την
αποχώρησή τους και τη δημιουργία της Weinstein Company, με την οποία
συνεχίζουν. Χωρίς τους ανθρώπους που γνώριζαν τη συγκεκριμένη,
εξειδικευμένη αγορά, η Ντίσνεϊ δεν προσπάθησε ιδιαίτερα να τη μάθει.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, μείωσε κατά 70% το προσωπικό και περιόρισε τις
δραστηριότητές της, μέχρι που το 2010 την ξαναπούλησε σε μία κοινοπραξία
των Γουάινστιν και της νέας τους εταιρείας, με επιχειρηματίες από το
Κατάρ.
Μπομπ Αϊγκερ, το πρόσωπο της εταιρείας
Ο 61χρονος
Μπομπ Αϊγκερ είναι ο άνθρωπος που έχει –αν όχι δημιουργήσει– ενισχύσει
το σημερινό προφίλ της Ντίσνεϊ. Το νούμερο ένα στη διοίκηση του ομίλου,
έπειτα από σπουδές Επικοινωνίας, εργάστηκε για ένα διάστημα σε μικρό
τηλεοπτικό σταθμό λέγοντας τον καιρό στις ειδήσεις και το 1974 μπήκε στο
δίκτυο ABC. Σταδιακά ανέβηκε τα σκαλιά της ιεραρχίας, παίρνοντας εκείνη
την εποχή κάποια τολμηρά ρίσκα. Ηταν από τους ανθρώπους, για
παράδειγμα, που υποστήριξαν και κατάφεραν να πάρει το δίκτυο το «Twin
Peaks» του Ντέιβιντ Λιντς. Μέχρι το 1994 είχε φτάσει στη θέση του
προέδρου του δικτύου και από το 1996, όταν η Ντίσνεϊ αγόρασε το ABC,
συνέχισε την πορεία του στη διοίκηση της μητρικής εταιρείας. Κατάφερε να
πείσει τα μέλη του Δ.Σ. ότι είναι ικανότερος από τον ισχυρότατο μέχρι
τότε Μάικλ Αϊσνερ και να πείσει το ιστορικό στέλεχος –και ανιψιό του
Γουόλτ Ντίσνεϊ– Ρόι Ντίσνεϊ, ο οποίος δεν τον συμπαθούσε καθόλου, με την
εξαγορά της Pixar. Ο Ντίσνεϊ θεωρούσε ότι η εταιρεία είχε ξεφύγει από
την αρχική της κατεύθυνση και η απόκτηση της Pixar τον καθησύχασε.
Σήμερα, ο Αϊγκερ είναι ο αναμφισβήτητος κυρίαρχος στην εταιρεία και τα
μεγαλύτερα κέρδη απλώς ενισχύουν τη θέση του.