p

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Ο πολιτισμός προοδεύει, οι άνθρωποι χαζεύουν...

Είναι η μοίρα των ανθρώπων αργά αλλά σταθερά να καταλήξουν βλάκες; Αυτό λίγο- πολύ ισχυρίζεται μια νέα αιρετική και επίμαχη αμερικανική επιστημονική έρευνα...
που υποστηρίζει ότι όσο προοδεύει ο ανθρώπινος πολιτισμός, τόσο λιγότερο έξυπνοι γίνονται οι άνθρωποι. Μάλιστα φέρνει ως παράδειγμα τους αρχαίους Αθηναίους, για τους οποίους αναφέρει ότι, αν οποιοσδήποτε από αυτούς μεταφερόταν με τη μηχανή του χρόνου στη σημερινή εποχή, θα ξεχώριζε εύκολα μέσα στη γενική μετριότητα.

Σύμφωνα με την «προβοκατόρικη» μελέτη, οι άνθρωποι έφθασαν στο διανοητικό αποκορύφωμά τους πριν από περίπου 2.000 έως 6.000 χρόνια και από τότε υπάρχει μια αργή πτωτική τάση στις νοητικές ικανότητές τους, η οποία έχει γίνει πιο έντονη στη σύγχρονη τεχνολογική εποχή. Η βασική αιτία γι' αυτό (υποτίθεται ότι) είναι το γεγονός πως εξαιτίας των πολλαπλών ευκολιών που παρέχει η τεχνολογία, δεν «δουλεύει» πια η πανάρχαια εξελικτική πίεση που ευνοεί τους πιο έξυπνους και ικανούς σε βάρος των χαζών και ανίκανων, όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο.

Ο καθηγητής αναπτυξιακής βιολογίας του πανεπιστημίου Στάνφορντ των ΗΠΑ Τζέραλντ Κράμπτρι, που έκανε τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό γενετικής "Trends in Genetics", σύμφωνα με τις βρετανικές «Γκάρντιαν», «Τέλεγκραφ» και «Ιντιπέντεντ», υποστηρίζει ότι η νοημοσύνη αναπτύχθηκε στους προϊστορικούς προγόνους μας στην Αφρική, πριν από 50.000 έως 500.000 χρόνια, επειδή όσο πιο έξυπνοι ήταν, τόσο καλύτερα μπορούσαν να επιβιώσουν (εύρεση τροφής με το κυνήγι, κατασκευή καταλυμάτων κ.α.). Τα γονίδια της εξυπνάδας οι πιο ευνοημένοι τα κληροδοτούσαν στις επόμενες γενιές.

Επειδή όμως στην εποχή μας οι άνθρωποι δεν χρειάζεται εξίσου να παλεύουν για να επιβιώσουν χάρη στην εξυπνάδα τους, έχει πια αχρηστευτεί η δύναμη της εξελικτικής επιλογής που ευνοούσε σταθερά τους πιο έξυπνους και ικανούς, με συνέπεια, από βιολογική άποψη, σταδιακά η ανθρωπότητα να…χαζεύει. Ενώ παλαιότερα οι διάφορες επιζήμιες μεταλλάξεις γονιδίων θα «ξεριζώνονταν» από το γενετικό υλικό, σήμερα συσσωρεύονται και ροκανίζουν τις ανώτερες διανοητικές ικανότητες των ανθρώπων ως είδος.

Σύμφωνα με τον καθηγητή, αρκεί οποιαδήποτε μετάλλαξη σε ένα από τα 2.000 έως 5.000 γονίδια που επηρεάζουν τη νοημοσύνη, για να μειωθούν οι διανοητικές, αλλά και οι συναισθηματικές ικανότητες των ανθρώπων, αφού νόηση και συναίσθημα αλληλοεπηρεάζονται. Η αρχή της διανοητικής πτώσης, κατά τον Αμερικανό βιολόγο, ξεκίνησε με την εφεύρεση της γεωργίας και μετά της αστικοποίησης, όταν πλέον οι άνθρωποι δεν ήταν υποχρεωμένοι ως άτομα (όπως έκαναν έως τότε οι κυνηγοί- συλλέκτες) να εκτίθενται στις συνεχείς προκλήσεις της φύσης και μπορούσαν πια να βασιστούν στους συνανθρώπους τους για να λύσουν τα διάφορα πιεστικά προβλήματα της επιβίωσης.

«Θα στοιχημάτιζα ότι αν ένας μέσος πολίτης της αρχαίας Αθήνας εμφανιζόταν ξαφνικά ανάμεσά μας, αυτός ή αυτή θα ήταν ανάμεσα στα πιο έξυπνα μυαλά μεταξύ των συντρόφων του, έχοντας πολύ καλή μνήμη, μια ευρεία γκάμα ιδεών και μια ξεκάθαρη άποψη για τα σημαντικά ζητήματα», ανέφερε χαρακτηριστικά ο καθηγητής αναπτυξιακής βιολογίας. Όπως προέβλεψε, σε 3.000 χρόνια από σήμερα (περίπου σε 120 γενιές), είναι πιθανό ότι όλοι οι άνθρωποι θα έχουν υποστεί τουλάχιστον άλλες δύο γενετικές μεταλλάξεις, με συνέπεια να μειωθούν κι άλλο οι διανοητικές και συναισθηματικές δυνατότητές τους. Αν και, όπως είπε, είναι επίσης πιθανό ότι έως τότε θα μπορέσει να παρέμβει η επιστήμη και να λύσει το πρόβλημα.

Όμως, δεν βλέπουν όλοι οι επιστήμονες τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο. Ο γνωστός καθηγητής ανθρωπολογίας Ρόμπιν Ντένμπαρ του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, αντέτεινε ότι «στην πραγματικότητα αυτό που έχει ωθήσει την ανάπτυξη του εγκεφάλου των πιθήκων και των ανθρώπων, είναι η πολυπλοκότητα της κοινωνίας και αυτός ο πολύπλοκος κόσμος δεν πρόκειται να εξαφανιστεί». Όπως είπε, «στο προβλέψιμο μέλλον, δεν βλέπω κανένα λόγο πανικού. Η πορεία της εξέλιξης για τέτοια πράγματα (σ.σ. νοημοσύνη) απαιτεί δεκάδες χιλιάδες χρόνια και, χωρίς αμφιβολία, η επιστήμη θα βρει λύσεις- αν στο μεταξύ βέβαια δεν έχουμε ήδη τινάξει τους εαυτούς μας στον αέρα».

Εξίσου επιφυλακτικός δήλωσε ο άλλος γνωστός Βρετανός γενετιστής, ο καθηγητής Στιβ Τζόουνς του University College του Λονδίνου (UCL): «Είναι μια υπόθεση, αλλά πού είναι τα δεδομένα; Δεν υπάρχουν καθόλου. Θα μπορούσα εξίσου να ισχυριστώ ότι οι μεταλλάξεις έχουν μειώσει την επιθετικότητά μας ή την κατάθλιψή μας ή το μήκος του πέους μας…».

Ο ίδιος ο Τζέραλντ Κράμπτρι πάντως παραδέχτηκε ότι η θεωρία του χρειάζεται επιβεβαίωση από άλλες γενετικές έρευνες και επισήμανε ότι μετά χαράς θα έβλεπε την απόρριψή της (αν μη τι άλλο, για τη διάσωση του ανθρώπινου γοήτρου!).