Πήγε ένας πλασιέ στο σπίτι μιας γιαγιάς για να την πείσει να αγοράσει βιβλία...
Όπως καθόντουσαν και κουβέντιαζαν είδε ο πλασιέ κάτι αμυγδαλάκια σε ένα μπολ και λέει στην γριά:
- Θα μπορούσα να πάρω μερικά;
- Φάε όσα θες, του είπε η γιαγιά, χαρούμενη που είχε παρέα.
Με την κουβέντα ξεχάστηκε ο μεσίτης και τα έφαγε όλα.
Μόλις το συνειδοτοποίησε είπε στην γιαγιά:
- Χίλια συγνώμη, τα έφαγα όλα.
Και του είπε η γιαγιά:
- Δεν πειράζει, παιδάκι μου, από την μέρα που έβγαλα τα δόντια μου και έβαλα μασέλες δεν μπορώ να φάω τίποτε σκληρό. Γλύφω την σοκολάτα, και τα αμύγδαλα τα αφήνω.
Όπως καθόντουσαν και κουβέντιαζαν είδε ο πλασιέ κάτι αμυγδαλάκια σε ένα μπολ και λέει στην γριά:
- Θα μπορούσα να πάρω μερικά;
- Φάε όσα θες, του είπε η γιαγιά, χαρούμενη που είχε παρέα.
Με την κουβέντα ξεχάστηκε ο μεσίτης και τα έφαγε όλα.
Μόλις το συνειδοτοποίησε είπε στην γιαγιά:
- Χίλια συγνώμη, τα έφαγα όλα.
Και του είπε η γιαγιά:
- Δεν πειράζει, παιδάκι μου, από την μέρα που έβγαλα τα δόντια μου και έβαλα μασέλες δεν μπορώ να φάω τίποτε σκληρό. Γλύφω την σοκολάτα, και τα αμύγδαλα τα αφήνω.