Μια εντυπωσιακή μελέτη της Deutsche Bank, βλέπει το φως της δημοσιότητας
και αν όλα αυτά που περιγράφει ισχύουν τότε η Ελλάδα έχει λύσει το
πρόβλημά της.
Η Deutsche Bank, υπό την επιφύλαξη ότι οι διαθέσιμες γεωλογικές μελέτες θα αποδειχθούν αληθινές, αποτιμά τα υποθαλάσσια κοιτάσματα φυσικού αέριου νοτίως της Κρήτης στα 427 δισεκατομμύρια ευρώ, μιλά για καθαρό όφελος για το δημόσιο της τάξης των 214 δισ. ευρώ -ή 107% του σημερινού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος.
Τα αποτελέσματα των σεισμολογικών ερευνών που έχουν ξεκινήσει αναμένονται στα μέσα του 2013 και εάν ανταποκρίνονται στις υπάρχουσες γεωλογικές εκτιμήσεις, μελέτες και αναγωγές Ελλήνων και ξένων επιστημόνων τότε η αξία τους προσεγγίζει πράγματι τα 430 δισ. ευρώ.
Με δεδομένο ότι ως γενικός κανόνας το 25% εξ αυτών προορίζεται για το κόστος εξόρυξης και διάθεσης και άλλο 25% είναι το περιθώριο κέρδους των εταιρειών που θα αναλάβουν τις δραστηριότητες αυτές, υπολογίζει πως το 50% ήτοι περί τα 214 δια. ευρώ αποτελούν το καθαρό όφελος για τα δημόσια ταμεία.
Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 107% του ΑΕΠ και αναμένεται να αρχίσει να εισρέει κοντά στην χρονική στιγμή που έχει τεθεί ο στόχος για την μείωση του χρέους ως ποσοστό επί του ΑΕΠ προς τα επίπεδα του 120%, δηλαδή περί το 2020.
Και αυτό διότι όπως επισημαίνει συνήθως χρειάζονται 8 με 10 έτη για να αρχίσει η εμπορική εκμετάλλευση να παράγει χρηματοροές.
Η Deutsche Bank από τη μια κρατάει απόσταση από την ακρίβεια των εκτιμήσεων για τα κοιτάσματα μέχρι να ανακοινωθούν τα αποτελέσματα των σεισμικών ερευνών από την άλλη όμως προχωρά στην αποτίμηση της σημασίας τους σε σχέση με την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Αναφορικά με τη βιωσιμότητα εκτιμά πως για την ώρα δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι βελτιώνεται αλλά αυτό αλλάζει σαφέστατα από την ώρα που τα κοιτάσματα θα αποδειχθούν και ακόμα περισσότερο από την χρονική στιγμή που θα μπουν στην παραγωγή οπότε και θα κάνουν πολύ πιο διαχειρίσιμα τα δανειακά βάρη.
Η Ελλάδα θα αναδειχθεί στην 15η μεγαλύτερη κάτοχο κοιτασμάτων φυσικού αέριου στον κόσμο.
Προσθέτει πως η αποκλιμάκωση του εργατικού κόστους και οι καθοδικές πιέσεις και σε άλλα κόστη στην ελληνική οικονομία ενδέχεται να προσφέρουν βελτιωμένα λειτουργικά περιθώρια στις εταιρείες που θα αποφασίσουν να επενδύσουν.
Για να γίνουν όλα αυτά όμως χρειάζεται ένα καθαρό φορολογικό πλαίσιο αλλά και νομοθετική ρύθμιση για τους υδρογονάνθρακες. Η τελευταία έγινε το 2011.
Η γερμανική τράπεζα κάνει δε και ειδική μνεία στο γεγονός ότι οι γεωλόγοι εμπειρογνώμονες αναφέρουν την ύπαρξη και σημαντικών αποθεμάτων πετρελαίου στην Ελλάδα επιπροσθέτως αυτών του φυσικού αέριου.
Οι υπολογισμοί της τράπεζας αφορούν μόνον τα υποθαλάσσια κοιτάσματα των υποθαλάσσιων εκτάσεων νοτίως της Κρήτης και όχι και αυτών του Ιονίου ή και του Αιγαίου.
Η Deutsche Bank, υπό την επιφύλαξη ότι οι διαθέσιμες γεωλογικές μελέτες θα αποδειχθούν αληθινές, αποτιμά τα υποθαλάσσια κοιτάσματα φυσικού αέριου νοτίως της Κρήτης στα 427 δισεκατομμύρια ευρώ, μιλά για καθαρό όφελος για το δημόσιο της τάξης των 214 δισ. ευρώ -ή 107% του σημερινού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος.
Τα αποτελέσματα των σεισμολογικών ερευνών που έχουν ξεκινήσει αναμένονται στα μέσα του 2013 και εάν ανταποκρίνονται στις υπάρχουσες γεωλογικές εκτιμήσεις, μελέτες και αναγωγές Ελλήνων και ξένων επιστημόνων τότε η αξία τους προσεγγίζει πράγματι τα 430 δισ. ευρώ.
Με δεδομένο ότι ως γενικός κανόνας το 25% εξ αυτών προορίζεται για το κόστος εξόρυξης και διάθεσης και άλλο 25% είναι το περιθώριο κέρδους των εταιρειών που θα αναλάβουν τις δραστηριότητες αυτές, υπολογίζει πως το 50% ήτοι περί τα 214 δια. ευρώ αποτελούν το καθαρό όφελος για τα δημόσια ταμεία.
Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 107% του ΑΕΠ και αναμένεται να αρχίσει να εισρέει κοντά στην χρονική στιγμή που έχει τεθεί ο στόχος για την μείωση του χρέους ως ποσοστό επί του ΑΕΠ προς τα επίπεδα του 120%, δηλαδή περί το 2020.
Και αυτό διότι όπως επισημαίνει συνήθως χρειάζονται 8 με 10 έτη για να αρχίσει η εμπορική εκμετάλλευση να παράγει χρηματοροές.
Η Deutsche Bank από τη μια κρατάει απόσταση από την ακρίβεια των εκτιμήσεων για τα κοιτάσματα μέχρι να ανακοινωθούν τα αποτελέσματα των σεισμικών ερευνών από την άλλη όμως προχωρά στην αποτίμηση της σημασίας τους σε σχέση με την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Αναφορικά με τη βιωσιμότητα εκτιμά πως για την ώρα δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι βελτιώνεται αλλά αυτό αλλάζει σαφέστατα από την ώρα που τα κοιτάσματα θα αποδειχθούν και ακόμα περισσότερο από την χρονική στιγμή που θα μπουν στην παραγωγή οπότε και θα κάνουν πολύ πιο διαχειρίσιμα τα δανειακά βάρη.
Η Ελλάδα θα αναδειχθεί στην 15η μεγαλύτερη κάτοχο κοιτασμάτων φυσικού αέριου στον κόσμο.
Προσθέτει πως η αποκλιμάκωση του εργατικού κόστους και οι καθοδικές πιέσεις και σε άλλα κόστη στην ελληνική οικονομία ενδέχεται να προσφέρουν βελτιωμένα λειτουργικά περιθώρια στις εταιρείες που θα αποφασίσουν να επενδύσουν.
Για να γίνουν όλα αυτά όμως χρειάζεται ένα καθαρό φορολογικό πλαίσιο αλλά και νομοθετική ρύθμιση για τους υδρογονάνθρακες. Η τελευταία έγινε το 2011.
Η γερμανική τράπεζα κάνει δε και ειδική μνεία στο γεγονός ότι οι γεωλόγοι εμπειρογνώμονες αναφέρουν την ύπαρξη και σημαντικών αποθεμάτων πετρελαίου στην Ελλάδα επιπροσθέτως αυτών του φυσικού αέριου.
Οι υπολογισμοί της τράπεζας αφορούν μόνον τα υποθαλάσσια κοιτάσματα των υποθαλάσσιων εκτάσεων νοτίως της Κρήτης και όχι και αυτών του Ιονίου ή και του Αιγαίου.