Κανένα κράτος δεν θα ηγεμονεύει του διεθνούς συστήματος το 2030, αλλά
η Κίνα θα είναι με βάση τις προβλέψεις η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη
στον κόσμο, ξεπερνώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η άλλοτε υπερδύναμη θα παραμείνει παράγων κρισιμότατος για τις παγκόσμιες ισορροπίες, τη στιγμή που, κυρίως για δημογραφικούς λόγους, η Ευρώπη, η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν, αλλά και η Ρωσία, θα δουν την οικονομική τους ισχύ να υποχωρεί. Η πορεία των αναπτυσσομένων οικονομιών πάντως (όπως η Βραζιλία, η Ινδία, η Ινδονησία και η Τουρκία) θα έχει ίσως μεγαλύτερη σημασία για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας από αυτή των δυτικών κρατών.
Σε αυτά τα συμπεράσματα καταλήγει μεταξύ άλλων η έκθεση «Στρατηγικές Τάσεις 2030» (Global Trends 2030) του Εθνικού Συμβουλίου Πληροφοριών (National Intelligence Council) των ΗΠΑ και η οποία αποτελεί βασικό εργαλείο στρατηγικής ανάλυσης και πρόβλεψης. Συγγραφέας της έκθεσης είναι ο Μάθιου Μπάροουζ, σύμβουλος του NIC. Η προετοιμασία της έκθεσης, η οποία διεξάγεται από το 1996, λαμβάνει χώρα κάθε τέσσερα χρόνια και παρά την κριτική που έχει κατά καιρούς ασκηθεί για τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται αποτελεί στοιχείο αναφοράς διεθνώς.
Στις 166 σελίδες της έκθεσης περιλαμβάνονται πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία για το πώς αντιλαμβάνονται οι στρατηγικοί εγκέφαλοι των Ηνωμένων Πολιτειών την πορεία των παγκοσμίων υποθέσεων, καθώς επίσης τον ρόλο της χώρας τους σε αυτόν.
Στο ζήτημα της διεθνούς ασφάλειας, το θετικό σενάριο συνίσταται σε μία στενότερη πολιτική συνεργασία μεταξύ της Ουάσιγκτον και του Πεκίνου. Ωστόσο, ουδείς μπορεί να αποκλείσει το γεγονός ότι το νέο δίπολο της διεθνούς ισχύος θα φθάσει σε αυτή τη συνεργασία αφού θα έχει προηγηθεί μία σοβαρή κρίση για την αποτροπή της οποίας θα πρέπει να βοηθήσουν και οι δύο.
Το κακό σενάριο που περιγράφεται στην έκθεση είναι πιθανό πλήγμα στην πορεία της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας, με ό,τι αυτό θα συνεπαγόταν για την παγκόσμια ευημερία.
Το μέλλον του πλανήτη χαρακτηρίζεται ως «εύπλαστο» και υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες που θα μπορούσαν να αλλάξουν τους όρους του παιχνιδιού (game changers) μέχρι το 2030. Αυτοί είναι τα προβλήματα διακυβέρνησης, οι παγκόσμιες οικονομικές κρίσεις, οι ενδοκρατικές και διακρατικές συγκρούσεις, η επίδραση των νέων τεχνολογιών, αλλά και το κατά πόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες «μπορούν να εργαστούν με νέους εταίρους για να επανεφεύρουν το διεθνές σύστημα».
Μεγάλο μέρος της μελέτης αφιερώνεται στον ρόλο που θα διαδραματίσει μία νέα παγκόσμια μεσαία τάξη, που θα είναι ευημερούσα, με πολύ καλή εκπαίδευση, θα έχει πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας υγειονομική περίθαλψη και άριστη γνώση της χρήσης των τεχνολογιών της επικοινωνίας, του Internet και των «έξυπνων τηλεφώνων» (smartphones). Όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά, «η ανάπτυξη της παγκόσμιας μεσαίας τάξης συνιστά τεκτονική μετατόπιση» στο διεθνές σύστημα, χωρίς να παραγνωρίζεται όμως το γεγονός ότι η διαχείριση των εθνικών πόρων θα είναι βαρύνουσας σημασίας για τη διεθνή ασφάλεια.
Η έλλειψη μίας ξεκάθαρης ηγεμονικής δύναμης που να διασφαλίζει σε μεγάλο βαθμό τη σταθερότητα του διεθνούς συστήματος σημαίνει ότι ο νέος πολυπολικός κόσμος θα πρέπει να έχει στέρεες συμμαχίες για να υπάρχει ισορροπία. Και σε αυτό το σημείο είναι που τοποθετείται η ανάγκη για μία «συνεννόηση» ΗΠΑ - Κίνας.
Τουλάχιστον 15 κράτη θα κινδυνεύουν με κατάρρευση περί το 2030, όπως π.χ το Αφγανιστάν και το Πακιστάν. Επιπλέον, τουλάχιστον 50 χώρες ενδέχεται να κινδυνέψουν από εμφυλίους ή περιφερειακούς πολέμους, σε περιοχές όπως η Μέση Ανατολή, η υποσαχάρια Αφρική και η Νότια Ασία, όπου μάλιστα (ιδιαίτερα για την πρώτη και την τρίτη περίπτωση) δεν μπορεί να αποκλειστεί η χρήση πυρηνικών όπλων. «Ένα πιο κατακερματισμένο διεθνές σύστημα αυξάνει τους κινδύνους» σύγκρουσης επισημαίνεται. «Επιπλέον, ο αυξανόμενος ανταγωνισμός για πόρους, η διάδοση θανατηφόρων τεχνολογιών και η διάχυση των περιφερειακών συγκρούσεων αυξάνουν την πιθανότητα διακρατικών συγκρούσεων» αναφέρει η έκθεση.
Φυσικά είναι περιττό να προσθέσουμε ότι η μελέτη αυτή παρουσιάζει το πιο ευνοικό για τις ΗΠΑ σενάριο δηλ. της συγκυριαρχίας και της συνέχισης του ρόλου της στην υφήλιο, παρότι τα τωρινά δεδομένα δείχνουν το εντελώς αντίθετο. Μάλλιστα για τους πιο σοβαρούς γεωπολιτικούς αντιπάλους προβλέπουν οπισθοχώρηση!
Αυτή η έκθεση περισσότερο στηρίζεται στις αμερικανικές ελπίδες για διατήρηση της εξουσίας, παρά στα πραγματικά γεγονότα. Θα έλεγε κανείς, ότι πρόκειται περισσότερο για τους σχεδιασμούς των ΗΠΑ προς μελλοντική τους επιβίωση.
Η άλλοτε υπερδύναμη θα παραμείνει παράγων κρισιμότατος για τις παγκόσμιες ισορροπίες, τη στιγμή που, κυρίως για δημογραφικούς λόγους, η Ευρώπη, η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν, αλλά και η Ρωσία, θα δουν την οικονομική τους ισχύ να υποχωρεί. Η πορεία των αναπτυσσομένων οικονομιών πάντως (όπως η Βραζιλία, η Ινδία, η Ινδονησία και η Τουρκία) θα έχει ίσως μεγαλύτερη σημασία για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας από αυτή των δυτικών κρατών.
Σε αυτά τα συμπεράσματα καταλήγει μεταξύ άλλων η έκθεση «Στρατηγικές Τάσεις 2030» (Global Trends 2030) του Εθνικού Συμβουλίου Πληροφοριών (National Intelligence Council) των ΗΠΑ και η οποία αποτελεί βασικό εργαλείο στρατηγικής ανάλυσης και πρόβλεψης. Συγγραφέας της έκθεσης είναι ο Μάθιου Μπάροουζ, σύμβουλος του NIC. Η προετοιμασία της έκθεσης, η οποία διεξάγεται από το 1996, λαμβάνει χώρα κάθε τέσσερα χρόνια και παρά την κριτική που έχει κατά καιρούς ασκηθεί για τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται αποτελεί στοιχείο αναφοράς διεθνώς.
Στις 166 σελίδες της έκθεσης περιλαμβάνονται πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία για το πώς αντιλαμβάνονται οι στρατηγικοί εγκέφαλοι των Ηνωμένων Πολιτειών την πορεία των παγκοσμίων υποθέσεων, καθώς επίσης τον ρόλο της χώρας τους σε αυτόν.
Στο ζήτημα της διεθνούς ασφάλειας, το θετικό σενάριο συνίσταται σε μία στενότερη πολιτική συνεργασία μεταξύ της Ουάσιγκτον και του Πεκίνου. Ωστόσο, ουδείς μπορεί να αποκλείσει το γεγονός ότι το νέο δίπολο της διεθνούς ισχύος θα φθάσει σε αυτή τη συνεργασία αφού θα έχει προηγηθεί μία σοβαρή κρίση για την αποτροπή της οποίας θα πρέπει να βοηθήσουν και οι δύο.
Το κακό σενάριο που περιγράφεται στην έκθεση είναι πιθανό πλήγμα στην πορεία της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας, με ό,τι αυτό θα συνεπαγόταν για την παγκόσμια ευημερία.
Το μέλλον του πλανήτη χαρακτηρίζεται ως «εύπλαστο» και υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες που θα μπορούσαν να αλλάξουν τους όρους του παιχνιδιού (game changers) μέχρι το 2030. Αυτοί είναι τα προβλήματα διακυβέρνησης, οι παγκόσμιες οικονομικές κρίσεις, οι ενδοκρατικές και διακρατικές συγκρούσεις, η επίδραση των νέων τεχνολογιών, αλλά και το κατά πόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες «μπορούν να εργαστούν με νέους εταίρους για να επανεφεύρουν το διεθνές σύστημα».
Μεγάλο μέρος της μελέτης αφιερώνεται στον ρόλο που θα διαδραματίσει μία νέα παγκόσμια μεσαία τάξη, που θα είναι ευημερούσα, με πολύ καλή εκπαίδευση, θα έχει πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας υγειονομική περίθαλψη και άριστη γνώση της χρήσης των τεχνολογιών της επικοινωνίας, του Internet και των «έξυπνων τηλεφώνων» (smartphones). Όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά, «η ανάπτυξη της παγκόσμιας μεσαίας τάξης συνιστά τεκτονική μετατόπιση» στο διεθνές σύστημα, χωρίς να παραγνωρίζεται όμως το γεγονός ότι η διαχείριση των εθνικών πόρων θα είναι βαρύνουσας σημασίας για τη διεθνή ασφάλεια.
Η έλλειψη μίας ξεκάθαρης ηγεμονικής δύναμης που να διασφαλίζει σε μεγάλο βαθμό τη σταθερότητα του διεθνούς συστήματος σημαίνει ότι ο νέος πολυπολικός κόσμος θα πρέπει να έχει στέρεες συμμαχίες για να υπάρχει ισορροπία. Και σε αυτό το σημείο είναι που τοποθετείται η ανάγκη για μία «συνεννόηση» ΗΠΑ - Κίνας.
Τουλάχιστον 15 κράτη θα κινδυνεύουν με κατάρρευση περί το 2030, όπως π.χ το Αφγανιστάν και το Πακιστάν. Επιπλέον, τουλάχιστον 50 χώρες ενδέχεται να κινδυνέψουν από εμφυλίους ή περιφερειακούς πολέμους, σε περιοχές όπως η Μέση Ανατολή, η υποσαχάρια Αφρική και η Νότια Ασία, όπου μάλιστα (ιδιαίτερα για την πρώτη και την τρίτη περίπτωση) δεν μπορεί να αποκλειστεί η χρήση πυρηνικών όπλων. «Ένα πιο κατακερματισμένο διεθνές σύστημα αυξάνει τους κινδύνους» σύγκρουσης επισημαίνεται. «Επιπλέον, ο αυξανόμενος ανταγωνισμός για πόρους, η διάδοση θανατηφόρων τεχνολογιών και η διάχυση των περιφερειακών συγκρούσεων αυξάνουν την πιθανότητα διακρατικών συγκρούσεων» αναφέρει η έκθεση.
Φυσικά είναι περιττό να προσθέσουμε ότι η μελέτη αυτή παρουσιάζει το πιο ευνοικό για τις ΗΠΑ σενάριο δηλ. της συγκυριαρχίας και της συνέχισης του ρόλου της στην υφήλιο, παρότι τα τωρινά δεδομένα δείχνουν το εντελώς αντίθετο. Μάλλιστα για τους πιο σοβαρούς γεωπολιτικούς αντιπάλους προβλέπουν οπισθοχώρηση!
Αυτή η έκθεση περισσότερο στηρίζεται στις αμερικανικές ελπίδες για διατήρηση της εξουσίας, παρά στα πραγματικά γεγονότα. Θα έλεγε κανείς, ότι πρόκειται περισσότερο για τους σχεδιασμούς των ΗΠΑ προς μελλοντική τους επιβίωση.