Λήθαργος, βαρεμάρα και τεμπελιά περιμένουν τους μελλοντικούς ταξιδιώτες στον Άρη.
Ένα μελλοντικό ταξίδι στον γειτονικό πλανήτη δεν θα είναι εύκολη υπόθεση για τους αστροναύτες, καθώς, όπως έδειξαν τα πορίσματα μιας προσομοιωμένης αποστολής 520 ημερών (η μεγαλύτερη σε διάρκεια που έχει γίνει ποτέ), οι επιβάτες ενός διαστημοπλοίου, κλεισμένοι για τόσο καιρό σε ένα μικρό χώρο, θα αντιμετωπίσουν προβλήματα ύπνου, κατάθλιψης και ατονίας. Οι διαταραχές αυτές μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο το απαιτητικό -και μάλλον μονότονο για τους άμεσα συμμετέχοντες- εγχείρημα της ανθρωπότητας να πατήσει το πόδι της στον «κόκκινο πλανήτη».
Η πρώτη μελέτη- αξιολόγηση του προσομοιωμένου ταξιδιού που πραγματοποιήθηκε στη Ρωσία μεταξύ Ιουνίου 2010 και Νοεμβρίου 2011, από το Ινστιτούτο Βιοϊατρικών Προβλημάτων της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών, με την υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Διαστημικής Υπηρεσίας (ESA), δημοσιεύθηκε στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS), σύμφωνα με το BBC και το "Science".
Όπως φαίνεται, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο, όλοι οι σημερινοί αστροναύτες δεν θα είναι κατάλληλοι για να τα βγάλουν πέρα με ένα τόσο μακρόχρονο ταξίδι. Τα τελευταία χρόνια, κανείς αστροναύτης δεν έχει παραμείνει στο διάστημα πάνω από έξι μήνες, στον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό. Παλαιότερα, το 1995, ο Ρώσος κοσμοναύτης Βαλερί Πολιακόφ είχε σπάσει το ρεκόρ μένοντας 437 συνεχόμενες μέρες εκτός της Γης.
H «αποστολή» Mars500, κόστους 10 εκατ. δολαρίων, περιλάμβανε ένα πολυεθνικό εξαμελές πλήρωμα (τρεις Ρώσοι, δύο Ευρωπαίοι και ένας Κινέζος ηλικίας 27 έως 38 ετών) που αναπαράστησαν -σε ένα «σκάφος» 550 κυβικών μέτρων χωρίς καν παράθυρα- ένα ταξίδι στον Άρη, σε τρία στάδια: 250 ημέρες το ταξίδι έως τον πλανήτη, 30 ημέρες η παραμονή εκεί και 240 ημέρες το ταξίδι επιστροφής.
Οι εθελοντές βρίσκονταν υπό συνεχή επιστημονική επιτήρηση και η μόνη τους επαφή με τον έξω κόσμο ήταν μέσω του διαδικτύου και τηλεφώνων με 20λεπτη χρονοκαθυστέρηση στην επικοινωνία, όσο χρειάζονται πράγματι τα ραδιοκύματα για να ταξιδέψουν μεταξύ του Άρη και της Γης. Η βασική διασκέδασή τους ήταν να βλέπουν ταινίες DVD, να παίζουν βιντεοπαιγνίδια και να διαβάζουν βιβλία, ενώ κατά καιρούς καλούνταν να αντιμετωπίσουν απρόσμενα περιστατικά (π.χ. μικρές πυρκαγιές ή μπλακ-άουτ του ρεύματος), που σκηνοθετούσαν επίτηδες οι ελεγκτές για να τεστάρουν την ετοιμότητα του πληρώματος.
Οι επιστήμονες που μελέτησαν επί 17 μήνες το πείραμα, διαπίστωσαν ότι οι αστροναύτες είναι επιρρεπείς σε διαταραχές του ύπνου, ήπια κατάθλιψη και άλλα ψυχολογικά προβλήματα, τα οποία πρέπει να αντιμετωπισθούν προτού ξεκινήσει πραγματικά μια τέτοια φιλόδοξη διαστημική αποστολή.
Βασική διαπίστωση ήταν ότι οι αστροναύτες υιοθέτησαν σχετικά γρήγορα ένα καθιστικό και αδρανές στιλ ζωής, με τους περισσότερους να κοιμούνται και να αναπαύονται περισσότερο από το συνηθισμένο, ενώ μερικοί έκαναν πολύ άσχημο ύπνο, εμφανίζοντας στη συνέχεια μειωμένο βαθμό εγρήγορσης και αυξημένη ροπή για λάθη στην εκτέλεση των καθηκόντων τους, καθώς και για ατυχήματα.
Επιπλέον, υπήρξε έλλειψη συγχρονισμού, καθώς όταν μερικοί ξυπνούσαν για «ημέρα», άλλοι έπεφταν να κοιμηθούν για «νύχτα». Εν μέρει αυτό αποδίδεται στη διαταραχή του βιολογικού «ρολογιού» και του κιρκαδιανού ρυθμού τους λόγω του διαρκούς τεχνητού φωτός μέσα στον κλειστό χώρο διαμονής τους, σε συνδυασμό με την ελλιπή σωματική άσκηση. Πιστεύεται ότι ο βελτιωμένος φωτισμός των εσωτερικών χώρων -που θα μιμείται σωστά τη φυσική εναλλαγή μέρας-νύχτας- θα βοηθήσει στο μέλλον.
Παρόλο που είχαν επιλεγεί μετά από πολυάριθμα τεστ ανάμεσα σε χιλιάδες υποψήφιους και είχαν εκπαιδευθεί για ένα χρόνο, οι «αστροναύτες» περνούσαν σταδιακά όλο και περισσότερη ώρα στα κρεβάτια τους ή απλώς αδρανούσαν- και η κατάσταση χειροτέρευε όσο περνούσε ο καιρός. Στο «ταξίδι επιστροφής» οι άνδρες του πληρώματος πέρασαν περίπου 700 ώρες περισσότερες ξαπλωμένοι από ό,τι στο αρχικό σκέλος του ταξιδιού, ενώ τέσσερις από τους έξι υπέφεραν από διάφορα ψυχολογικά προβλήματα λόγω της απομόνωσης και της μονοτονίας, αν και όχι κάτι ιδιαίτερα σοβαρό.
Μόνο δύο από τους έξι θεωρείται ότι ανταποκρίθηκαν και προσαρμόστηκαν αρκετά καλά στην «αποστολή». Τέλος, μόνο κατά τις τελευταίες 20 ημέρες, λόγω της προσμονής ότι το «ταξίδι» τους επιτέλους τελείωνε, οι «αστροναύτες» έγιναν εξίσου ενεργητικοί με το ξεκίνημα της αποστολής τους.
Ένα μελλοντικό ταξίδι στον γειτονικό πλανήτη δεν θα είναι εύκολη υπόθεση για τους αστροναύτες, καθώς, όπως έδειξαν τα πορίσματα μιας προσομοιωμένης αποστολής 520 ημερών (η μεγαλύτερη σε διάρκεια που έχει γίνει ποτέ), οι επιβάτες ενός διαστημοπλοίου, κλεισμένοι για τόσο καιρό σε ένα μικρό χώρο, θα αντιμετωπίσουν προβλήματα ύπνου, κατάθλιψης και ατονίας. Οι διαταραχές αυτές μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο το απαιτητικό -και μάλλον μονότονο για τους άμεσα συμμετέχοντες- εγχείρημα της ανθρωπότητας να πατήσει το πόδι της στον «κόκκινο πλανήτη».
Η πρώτη μελέτη- αξιολόγηση του προσομοιωμένου ταξιδιού που πραγματοποιήθηκε στη Ρωσία μεταξύ Ιουνίου 2010 και Νοεμβρίου 2011, από το Ινστιτούτο Βιοϊατρικών Προβλημάτων της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών, με την υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Διαστημικής Υπηρεσίας (ESA), δημοσιεύθηκε στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS), σύμφωνα με το BBC και το "Science".
Όπως φαίνεται, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο, όλοι οι σημερινοί αστροναύτες δεν θα είναι κατάλληλοι για να τα βγάλουν πέρα με ένα τόσο μακρόχρονο ταξίδι. Τα τελευταία χρόνια, κανείς αστροναύτης δεν έχει παραμείνει στο διάστημα πάνω από έξι μήνες, στον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό. Παλαιότερα, το 1995, ο Ρώσος κοσμοναύτης Βαλερί Πολιακόφ είχε σπάσει το ρεκόρ μένοντας 437 συνεχόμενες μέρες εκτός της Γης.
H «αποστολή» Mars500, κόστους 10 εκατ. δολαρίων, περιλάμβανε ένα πολυεθνικό εξαμελές πλήρωμα (τρεις Ρώσοι, δύο Ευρωπαίοι και ένας Κινέζος ηλικίας 27 έως 38 ετών) που αναπαράστησαν -σε ένα «σκάφος» 550 κυβικών μέτρων χωρίς καν παράθυρα- ένα ταξίδι στον Άρη, σε τρία στάδια: 250 ημέρες το ταξίδι έως τον πλανήτη, 30 ημέρες η παραμονή εκεί και 240 ημέρες το ταξίδι επιστροφής.
Οι εθελοντές βρίσκονταν υπό συνεχή επιστημονική επιτήρηση και η μόνη τους επαφή με τον έξω κόσμο ήταν μέσω του διαδικτύου και τηλεφώνων με 20λεπτη χρονοκαθυστέρηση στην επικοινωνία, όσο χρειάζονται πράγματι τα ραδιοκύματα για να ταξιδέψουν μεταξύ του Άρη και της Γης. Η βασική διασκέδασή τους ήταν να βλέπουν ταινίες DVD, να παίζουν βιντεοπαιγνίδια και να διαβάζουν βιβλία, ενώ κατά καιρούς καλούνταν να αντιμετωπίσουν απρόσμενα περιστατικά (π.χ. μικρές πυρκαγιές ή μπλακ-άουτ του ρεύματος), που σκηνοθετούσαν επίτηδες οι ελεγκτές για να τεστάρουν την ετοιμότητα του πληρώματος.
Οι επιστήμονες που μελέτησαν επί 17 μήνες το πείραμα, διαπίστωσαν ότι οι αστροναύτες είναι επιρρεπείς σε διαταραχές του ύπνου, ήπια κατάθλιψη και άλλα ψυχολογικά προβλήματα, τα οποία πρέπει να αντιμετωπισθούν προτού ξεκινήσει πραγματικά μια τέτοια φιλόδοξη διαστημική αποστολή.
Βασική διαπίστωση ήταν ότι οι αστροναύτες υιοθέτησαν σχετικά γρήγορα ένα καθιστικό και αδρανές στιλ ζωής, με τους περισσότερους να κοιμούνται και να αναπαύονται περισσότερο από το συνηθισμένο, ενώ μερικοί έκαναν πολύ άσχημο ύπνο, εμφανίζοντας στη συνέχεια μειωμένο βαθμό εγρήγορσης και αυξημένη ροπή για λάθη στην εκτέλεση των καθηκόντων τους, καθώς και για ατυχήματα.
Επιπλέον, υπήρξε έλλειψη συγχρονισμού, καθώς όταν μερικοί ξυπνούσαν για «ημέρα», άλλοι έπεφταν να κοιμηθούν για «νύχτα». Εν μέρει αυτό αποδίδεται στη διαταραχή του βιολογικού «ρολογιού» και του κιρκαδιανού ρυθμού τους λόγω του διαρκούς τεχνητού φωτός μέσα στον κλειστό χώρο διαμονής τους, σε συνδυασμό με την ελλιπή σωματική άσκηση. Πιστεύεται ότι ο βελτιωμένος φωτισμός των εσωτερικών χώρων -που θα μιμείται σωστά τη φυσική εναλλαγή μέρας-νύχτας- θα βοηθήσει στο μέλλον.
Παρόλο που είχαν επιλεγεί μετά από πολυάριθμα τεστ ανάμεσα σε χιλιάδες υποψήφιους και είχαν εκπαιδευθεί για ένα χρόνο, οι «αστροναύτες» περνούσαν σταδιακά όλο και περισσότερη ώρα στα κρεβάτια τους ή απλώς αδρανούσαν- και η κατάσταση χειροτέρευε όσο περνούσε ο καιρός. Στο «ταξίδι επιστροφής» οι άνδρες του πληρώματος πέρασαν περίπου 700 ώρες περισσότερες ξαπλωμένοι από ό,τι στο αρχικό σκέλος του ταξιδιού, ενώ τέσσερις από τους έξι υπέφεραν από διάφορα ψυχολογικά προβλήματα λόγω της απομόνωσης και της μονοτονίας, αν και όχι κάτι ιδιαίτερα σοβαρό.
Μόνο δύο από τους έξι θεωρείται ότι ανταποκρίθηκαν και προσαρμόστηκαν αρκετά καλά στην «αποστολή». Τέλος, μόνο κατά τις τελευταίες 20 ημέρες, λόγω της προσμονής ότι το «ταξίδι» τους επιτέλους τελείωνε, οι «αστροναύτες» έγιναν εξίσου ενεργητικοί με το ξεκίνημα της αποστολής τους.