Λαϊκή αγορά. Κάποιος θα μπορούσε να
δώσει τον ορισμό «Αγορά του Λαού»... Μια καθημερινή εκδήλωση που
κουβαλάει μέσα της κάτι από γιορτή αλλά και κάτι από συνάθροιση,
συμμετοχή σε μια πράξη όπου μπορείς να δίνεις και να παίρνεις αγαθά αλλά
και ταυτόχρονα να νιώθεις μέλος μιας ολοζώντανης κοινότητας που
αναπνέει, εξελίσσεται και κινείται σε κάθε γειτονιά της Αθήνας.
Οι
λαϊκές αγορές από τότε που πρωτοεμφανίστηκαν έχουν περάσει από πολλά
στάδια εξέλιξης για να φτάσουν στη σημερινή τους μορφή. Άλλωστε δεν
είναι τυχαίο ότι σε όλη την Ευρώπη γίνονται ολοένα και περισσότερα
βήματα εκσυγχρονισμού τους ώστε να είναι πάντα σε συμπόρευση με τις
σύγχρονες ανάγκες των καταναλωτών και να προσφέρουν ακόμα καλύτερες
υπηρεσίες.
Ο αυξανόμενος αυτός
αριθμός αποδεικνύει την καίρια χρησιμότητα του Θεσμού που καλύπτει όχι
μόνο την ανάγκη του αγοραστικού κοινού για εύκολη και οικονομική
πρόσβαση σε φρέσκα οπωροκηπευτικά -κυρίως- προϊόντα πολύ καλής ποιότητας
αλλά και την δυνατότητα που παρέχει σε πολλούς ανθρώπους να αποκτήσουν
επαγγελματική οντότητα και σταθερότητα καθώς σήμερα ο αριθμός των
πωλητών Λαϊκών Αγορών ανέρχεται περίπου στις 8.000.
Πρόσφατες
έρευνες έδειξαν ότι οι Έλληνες ξοδεύουν πάνω από 2,5 δις ευρώ κάθε
χρόνο για περισσότερους από 5,7 εκατ. τόνους φρούτων και λαχανικών που
καταναλώνουν. Η επίσκεψη στην λαϊκή αγορά παραμένει μια από τις
αγαπημένες συνήθειες των ελλήνων, αφού απορροφά το 50% του ετήσιου
τζίρου των φρούτων και το 55% του ετήσιου τζίρου των λαχανικών. Αν και
κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας τα σουπερμάρκετ κατόρθωσαν να
γίνουν ένα εναλλακτικό όσο και ισχυρό κανάλι διακίνησης φρούτων και
λαχανικών, υπολείπονται αρκετά από τις λαϊκές αγορές, που αποσπούν
ποσοστό μεγαλύτερο του 50% του ετήσιου τζίρου, διότι οι καταναλωτές
αναγνωρίζουν ότι στις Λ.Α. η ποικιλία είναι μεγαλύτερη, η ποιότητα πολύ
καλύτερη και σε πιο συμφέρουσες τιμές.
Ο
Θεσμός των λαϊκών αγορών καλύπτει τις ανάγκες σχεδόν όλων των
κοινωνικών στρωμάτων του Λεκανοπεδίου τόσο από πλευράς προσφοράς όσο και
από πλευράς ζήτησης. Η παρουσία εκατοντάδων πάγκων είναι το καλύτερο
εχέγγυο που έχει στη διάθεσή του ο καταναλωτής για τον ανταγωνισμό ο
οποίος έχει ως αποτέλεσμα την όσο το δυνατόν χαμηλότερη τιμή των
προϊόντων, που διατίθενται καθώς και την τεράστια ποικιλία από την οποία
οι καταναλωτές μπορούν να διαλέξουν αυτά που τελικά θα αγοράσουν.
Οι
λαϊκές αγορές, εκτός από την οικονομική τους διάσταση, αποτελούν ένα
πολύ σημαντικό πολιτιστικό και πολιτισμικό κομμάτι της ελληνικής
κοινωνίας. Διαφορετικοί άνθρωποι από όλες τις ηλικίες, συγκεντρώνονται
σχεδόν στον ίδιο χρόνο και τόπο σαν μια αγαπημένη τηλεοπτική σειρά
προσφέροντας κάθε εβδομάδα και μια διαφορετική παράσταση γεύσεων,
χρωμάτων και ευωδιών που σίγουρα ικανοποιούν τα γούστα και των πιο
απαιτητικών. Οι Λαϊκές Αγορές πλέον προσφέρουν στους καταναλωτές πληθώρα
προϊόντων, από οικιακά είδη, ρουχισμό, υποδήματα, παιχνίδια, σε τιμές
εξαιρετικά ανταγωνιστικές που τις καθιστούν κινητά εμπορικά κέντρα.
Ο θεσμός των Λαϊκών αγορών καθιερώθηκε επί Ελευθερίου Βενιζέλου από το έτος 1932
με την λειτουργία του τότε ονομαζόμενου Ταμείου Λαϊκών Αγορών με τον
νόμο 5647 και την λειτουργία 44 λαϊκών αγορών κάθε εβδομάδα. Στην
τελευταία επίσημη καταμέτρηση, το έτος 2004, η λειτουργία των λαϊκών
αγορών έφτασε στις 180 σε εβδομαδιαία βάση. Ίσως ο αριθμός να ήταν ακόμα
μεγαλύτερος εάν το 1971 δεν είχαν καταργηθεί οι Κυριακάτικες Λαϊκές
Αγορές έπειτα από απόφαση της Ιεράς Συνόδου. Κάποια στιγμή για την
αντιμετώπιση μερικών προβλημάτων ο βασικός νόμος 2323/95 δέχθηκε κάποιες
τροποποιήσεις με τον 3190/03 για την καλύτερη λειτουργία των Λαϊκών
Αγορών.
Μεταξύ των πωλητών και των
καταναλωτών, που πηγαίνουν στην Λαϊκή Αγορά της γειτονιάς τους, ξέροντας
ότι θα δουν ένα γνώριμο πρόσωπο, δημιουργούνται σχέσεις φιλίας. Οι
καταναλωτές έρχονται σε επαφή με άλλους κατοίκους της περιοχής,
γνωστούς, φίλους, συγγενείς και ανταλλάσσουν τα νέα της εβδομάδας. Τα
ευτράπελα δίνουν και παίρνουν, όπως και οι απόψεις από την πολιτική
μέχρι τον κυριακάτικο ποδοσφαιρικό αγώνα. Στο τέλος της σύντομης, αλλά
ευχάριστης κουβέντας, θα φύγουν με την σακούλα τους γεμάτη αγνά και
νόστιμα προϊόντα, που θα γεμίσουν το οικογενειακό τραπέζι.