p

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2013

Διαβάστε την πιο συγκλονιστική αληθινή ιστορία αγάπης

Η απίστευτη ιστορία ερώτα του Νάση και της Τέρο



Έχω μια φίλη, τη Μαίρη, που μιλάει πάρα πολύ. Το ξέρει και η ίδια, αλλά της αρέσει να μιλάει πολύ και να διηγείται μια ιστορία ή ένα συμβάν με κάθε λεπτομέρεια. Παραδείγματος χάρη, οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος θα έλεγε "Μου τηλεφώνησε ο Κώστας και κανονίσαμε να βρεθούμε". Όχι όμως η Μαίρη, εκείνη θα πει: "Ντριν ντριν το τηλέφωνο. Το σηκώνω. Ποιος είναι ρωτάω. Ο Κώστας μου λέει. Έλα ρε Κωστάκη..." και πάει λέγοντας.
Όλα αυτά τα χρόνια που την ξέρω, έχω ακούσει πολλές ιστορίες και άλλες τόσες που προσποιούμαι ότι τις ακούω, όμως μέσα σε όλα αυτά που έχω ακούσει είναι και η πιο όμορφη ιστορία αγάπης.Τόσο ωραία και κινηματογραφική ιστορία που δεν θα την πίστευα, αν δεν ήξερα ότι η Μάιρη δεν λέει ποτέ ψέματα και αν δεν γνώριζα από κοντά το ζευγάρι.
Επειδή χθες ήταν η γιορτή των ερωτευμένων λέω να μοιραστώ μαζί σας αυτή τη σπάνια ιστορία.
Την ιστορία την διηγήθηκαν οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές στο δημοσιογραφικό κασετοφωνάκι της αδερφικής φίλης, Αλεξάνδρας Τσόλκα πριν από 5 χρόνια και εγώ "κλέβω" την ωραία απομαγνητοφώνηση αυτής της πιστευτής και μαγικής ιστορίας που μια μια μέρα-δεν γίνεται- κάποιους απ όλους εμάς θα τη μεταφέρει σε ένα βιβλίο ή στον κινηματογράφο.

ΝΑΣΗΣ (ή αλλιώς Θανάσης)
«Γεννήθηκα το 1947 στο Ριζοβούνι Πρεβεζης. Ο πατέρας μου ήταν οικοδόμος και η μάνα μου έκανε όλες τις δουλειές, στο σπίτι, στα χωράφια, στα πρόβατα. Έχω τρεις αδελφούς και τρεις αδελφές. Οκτώ χρόνων παιδάκι, με πήρε η μάνα μου μαζί της, πάνω στ άλογο να πάμε στα χωράφια. Πήρε εμένα παρέα και πήρε και τα αλόγου το πουλαράκι, από συμπόνια μητρική να μη τα χωρίσει τα ζωντανά. Εγώ άρχισα να παίζω με το πουλαράκι. Αυτό, νεαρό γέννημα, ήταν τι να καταλάβει; Πάνω στο παιχνίδι με κλώτσησε στο κεφάλι! Ένα χρόνο με τρέχαν στα νοσοκομεία στα Γιάννενα και στην Αθήνα. Στου τέλος μου αφαίρεσαν το δεξί μου μάτι και μου βαλαν γυάλινο. Μια στιγμούλα ήταν και να, άλλαξε η ζωή μου! Γύρισα στο χωριό. Συνέχισα το σχολείο. Και ερωτεύτηκα την Ελευθέρια. Την Τέρο. Ήταν το πιο όμορφο κορίτσι του χωριού. Οι αδελφές μου έλεγαν πως μοιάζει με νεράιδα και ίσως να ταν»

ΤΕΡΟ (ή αλλιώς Ελευθερία)
«Ο Νάσης ήταν -και είναι ακόμα- ο πιο όμορφος άντρας που ξέρω. Τον αγαπούσα από πάντα, νομίζω. Απ όταν κατάλαβα πως υπάρχω. Μια ξαδέρφη μου είχε μια φωτογραφία του. Την έκλεψα και την κοιτούσα κρυφά. Φορούσε παντελόνι τζιν και ένα καπέλο! Ακόμα θυμάμαι πως την βρήκε η μητέρα μου και έγινε φασαρία. Ο πατέρας μου, ένας άγριος άνθρωπος, πολύ άγριος, με είχε στείλει στην οικοκυρική σχολή, εσωτερική. Όμως, εγώ, μια φορά κανόνισα να συναντηθούμε σε ένα μέρος έξω από το χωριό μας που το λένε Καστρί. Αρχίσαμε να μιλάμε, όταν φτάσαμε. Παιδικές κουβέντες λέγαμε, μα όσο μιλούσαμε ερχότανε αυτός πιο κοντά μου και εκεί μου έδωσε και το πρώτο μας φιλί. Από τότε το έσκαγα τις νύχτες από την οικοκυρική σχολή και συναντιόμασταν. Στα χωράφια, στα ποτάμια πάνω στο βουνό. Ερχόταν κάτω από τα παράθυρα μου και έκανε με τα χέρια του τον ήχο που κάνουν οι κουκουβάγιες και εγώ έβγαινα. Δεν υπήρχε νύχτα που να μην συναντιόμασταν.
Κάποιες νύχτες πήγαινα εγώ στο σπίτι του Νάση, έριχνα μια πέτρα στο τζάμι και έβγαινε αυτός με το λυχνάρι και με έπαιρνε μέσα. Κανένας δεν μας είχε καταλάβει μέχρι τότε. Έτσι νομίζαμε... Μας πρόδωσαν τα τσιμπιδάκια από τα μαλλιά μου, που μειναν ξεχασμένα στα μαξιλάρια του κρεβατιού του. Τότε άρχισαν να φοβούνται όλοι. Ένα βράδυ στο δωμάτιο του Νάση καθόμασταν με την μεγαλύτερη αδερφή του Λίτσα και μιλούσαμε και μας πήρε ο ύπνος. Μας πιάσανε. Πήγανε με τρόπο να πούνε στον πατέρα μου ότι έχουμε προξενιά από την οικογένεια του Νάση, αλλά αυτός δεν τους πίστεψε. Τους κατηγόρησε ότι το ξέρανε ότι τον έκανα ρεζίλι και του το κρύβανε. Το σόι μου είχε βγάλει ετυμηγορία. ¨Στον γκαβό θα την δώσουμε μια χαρά κοπέλα, σαν τα κρύα τα νερά;¨ Εκείνο το βράδυ ο πατέρας μου έκανε νόημα να κατέβω από το σπίτι και εγώ μόλις τον είδα άρχισα να τρέχω και αυτός να με κυνηγάει. Είχε και ένα πιστόλι. Με πυροβόλησε 2 φορές. Του ξέφυγα. Βρεθήκαμε με τον Νάση στο βουνό και κρυβόμασταν. Παιδιά ήμασταν, μωρέ! Για να μη μας σκοτώσουν, πήγε ο Νάσης σπίτι και εγώ σε μια θεια μου. Ήρθε όλο το σοι μου και με πήρε. Ο Νάσης σήκωσε 42 πυρετό και ούτε καταλάβαινε τι γινότανε. Είχε πνευμονία. Ο πατέρας μου ορκίστηκε να μη με πειράξει και είπε ότι θα με στείλει στην Γερμανία για να αποφύγουμε τα σχόλια του χωριού. Στο σπίτι, μου έδωσε και ένα λουκούμι να φάω. Γλυκάθηκα λίγο. Ήταν πολύ μεγάλη χειρονομία αυτή. Να. Μ αγαπάει και δεν θα με πειράξει! Ήμουν πολύ κουρασμένη και ξάπλωσα για να κοιμηθώ, αλλά άκουσα το κλειδί να γυρνάει στην κλειδωνιά και πετάχτηκα. Μ κλειδώσανε μέσα! Είχα πολύ μακριά μαλλιά. Άρχισα να τα χτενίζω μη μπερδευτούν στον ύπνο. Δεν κατάλαβα πότε ήρθε ο πατέρας μου από πίσω μου, αθόρυβα μαζί με τον θείο μου. Κοκαλωμένη τον κοίταζα με τα μαλλιά λυτά, ξυπόλυτη, με τις νυχτικές, μέσα απ τον καθρέφτη. Μ' άρπαξε απ τα μαλλιά και άρχισε να με τραβάει προς το κρεβάτι. Ο πατέρας μου πήρε κάτι αλυσίδες που είχαμε για τα ζώα και μου τις τύλιξε στα πόδια. Μετά με τις αλυσίδες με έδεσε στο κρεβάτι. Πήρε ένα προβατοψάλιδο. Πάγωσα από τον φόβο μου. Εγώ, σαν άψυχη, σα κούκλα, τίποτα! Άρχισε να με κουρεύει. Μέσα μου έλεγα «κάνε ότι θέλεις εγώ αυτό που θέλω στο τέλος θα το καταφέρω, κάνε ότι θέλεις». Έκοβε, έκοβε μαλλιά. Έκοβε. Μου τα κόψε σίρριζα. Γουλί μ άφησε. Μετά μου έφερε μια κατσαρόλα και μου είπε ¨εδώ θα κατουράς¨. Με κλείδωσε μέσα και έφυγε. Δεν ήρθε κανένας να με βοηθήσει. Κανένας. Ήξερα ότι αν μείνω δεμένη θα γυρίσει και θα με σφάξει. Προσπαθούσα να λυθώ και βρήκα ένα μαχαίρι. Πάλευα να κόψω τις αλυσίδες. Έσπασε το μαχαίρι. Με σπασμένο μαχαίρι, συνέχιζα να παλεύω να λευτερωθώ. Και το κατέφερα. Μόλις με είδαν νομίζανε ότι είχε έρθει ο Νάσης και με έλυσε. Αρχίσανε να τον ψάχνουν και ο πατέρας μου ήρθε κατά πάνω μου, κρατώντας το μαχαίρι. Τότε, η αδελφούλα μου, η Ευγενία, μπήκε ανάμεσα. «Αν θες να σφάξεις απόψε καλά και σώνει κάποιον, σφάξε εμένα». Την άλλη μέρα, μου δέσανε ένα κεφάλι στο μαντήλι και με πήρε ο πατέρας μου και φύγαμε για Αθήνα. Μετά από 2 μέρες φύγαμε για Γερμανία. Αμίλητη εγώ, άρχισα να στέλνω γράμματα στο Νάση, αλλά το μάθανε στο χωριό και δεν του τα δίνανε. Είχανε βάλει την αστυνομία να ελέγχει την αλληλογραφία. Ένα βράδυ αργά ήρθε κάποιος από το χωριό στο σπίτι να πει στον πατέρα μου ότι ακόμα στέλνω γράμματα στον Νάση και του είπε να με σκοτώσει εκεί στην Γερμανία, να ξεμπερδεύει μαζί μου...

Νάσης
«... Εγώ πίσω στο χωριό μου, μόλις συνήλθα απ το πυρετό και κατάλαβα πως έφυγε η Τέρο, τρελάθηκα. Μάνιασα. Όλο φασαρίες έκανα. Αρχές Μαΐου στα Γιάννενα, πήγα φαντάρος. Και μόλις είχε ξεκινήσει η δικτατορία στην Ελλάδα. Το καλοκαίρι όμως ήρθε η Τέρο με άδεια. Εγώ είχα πάρει την άδεια μου και δεν γινόταν να ξανά φύγω. Άρχισα λοιπόν να τρίβω το μάτι μου. Και το τριβα και το τριβα. Και το κοκκίνισα τόσο πολύ που μου δώσανε μια εβδομάδα αναρρωτική. Πήγα στο χωριό την ίδια μέρα που έφτασε και η Τέρω. Ήταν στην εκκλησία με όλο το σόι της και εγώ παραφυλούσα και την κοιτούσα. Και εγώ της έστειλα ένα σημείωμα με την ξαδέρφη της και έγραφα. «Αν δεν έρθεις απόψε στην εκκλησία της Αγ. Παρασκευής δεν θέλω να σε ξαναδώ». Μάζεψε αυτή τα πράγματα της και πήγε και περίμενε σε λάθος εκκλησία. Περίμενα και εγώ στην Άγια Παρασκευή μέχρι που νύχτωσε πολύ. Και τότε την είδα να έρχεται τρέχοντας. Είχε καταλάβει το λάθος της και πήγε να σπάσει η καρδιά της. Φορούσα πουκάμισο με κουτάκια, ασπρόμαυρη γραβάτα, άσπρο παντελόνι στενό, μυτερά παπούτσια και είχα και γυαλιά. Είχα αποφασίσει να κλεφτούμε και είχα ντυθεί γαμπρός. Είχα πάρει και από τον πατέρα 1000 δραχμές και ένα μηχανάκι από τον θείο μου και πετούσαμε. Με σβηστά φώτα μέσα στην νύχτα, φύγαμε, για να μην μας δουν. Στο δρόμο, πέφταμε, ματώναμε, γελάγαμε και συνεχίζαμε. Σ ένα διπλανό χωριό μείναμε όλο το βράδυ γιατί είχανε ήδη ειδοποιήσει και μας κυνηγούσανε. Κρυώναμε και είχαμε κάτσει αγκαλιά μέχρι να ξημερώσει. Δεν ξέραμε που να πάμε. Στην Πάτρα βγάλαμε εισιτήριο για Αθήνα και όταν φτάσαμε πια πηγαίναμε όπου μας έβγαζε ο δρόμος. Ήμουν λιποτάκτης και κρυβόμασταν. Στην Αθήνα, πηγαίναμε στο Φαληρικό Δέλτα. Εκεί ήταν το κέντρο που τραγουδούσε ο Μανόλης Αγγελόπουλος. Καθόμασταν μέσα σε μια βάρκα αγκαλιά και τον ακούγαμε όλο το βράδυ. Μετά κοιμόμασταν όπου μας έβρισκε η νύχτα. Κλέβαμε από αμπέλια σταφύλια και τρώγαμε. Ήμασταν ευτυχισμένοι. Πέρασαν 27 μέρες...»

Τέρο
« Ήταν οι πιο ωραίες μέρες που πέρασα ποτέ μου. 27 μέρες ελευθερία και αγάπη. 27 μέρες που έφταναν για μια ζωή. Μετά γύρισε στον στρατό ο Νάσης και εγώ στην Γερμανία. Δεν γινόταν αλλιώς. Με παντρέψανε με ένα Γερμανό. Περιθώρια δε μ αφήσανε. Ή τον έπαιρνα ή με σκοτώνανε. Την πρώτη νύχτα του πα, πως αγαπούσα κάποιον άλλον και να το ξέρει. Εν τω μεταξύ ο Νάσης πέρασε στρατοδικείο. Έφαγε 5 χρόνια και 3 μήνες»

Νάσης
«Στη φυλακή έμαθα πως παντρεύτηκε η Τέρο. Μόλις το'μαθα, έπιασα κάτι σύρματα και τα έσφιγγα, τα έσφιγγα! Τα έσφιγγα μέχρι που μπήκανε μέσα στα χέρια μου και γέμισα αίματα. Και μετά το έσκασα. Με ξαναπιάσανε και μου προσθέσανε άλλα 4 χρόνια στην ποινή μου. Από το στρατό μάζεψα 13 χρόνια φυλακή μόνο από τις αποδράσεις! Ήταν δικτατορία τότε, δεν γινόταν αλλιώς. Ξεκίνησε η πορεία μου σε όλες τις Ελληνικές φυλακές. Κέρκυρα, Γεντί κουλέ, Αλικαρνασσός, Χαλκίδα! Έχω πάει σε όλες και από όλες δραπέτευα! Δεν είχα πια και κανένα λόγο να κάθομαι φρόνιμος. Μάζεψα σύνολο 30 χρόνια. Με την συγχώνευση των ποινών γίνανε 24. Εγώ έψαχνα πάντα τρόπο να φύγω για την Γερμανία, σκεφτόμουν ότι θα έβρισκα την Τέρο αν πήγαινα και αυτός ήταν ο μοναδικός μου στόχος. Τελικά το 74 πέθανε ο πατέρας μου και ζήτησα άδεια να πάω στην κηδεία. Αλλά δεν μ' αφήσανε λόγω του ιστορικού μου. Ήμουν στην Χαλκίδα και από κει έκανα και την τελευταία μου απόδραση. Είχα άλλα 8 χρόνια υπόλοιπο τότε. Ήταν μεγάλη απόδραση, ήταν και άλλοι 4 μαζί μου, όλοι φίλοι. Μόνο εγώ τα κατάφερα! Τους άλλους τους πιάσανε. Δεν έφτασα ποτέ στο χωριό για την κηδεία. Πήρα το διαβατήριο του ξαδέρφου μου του Κώστα, αυτός όμως ήταν 15 χρονών έβαλα την φωτογραφία μου, έβγαλα και ένα εισιτήριο τρένου για την Γερμανία και ξεκίνησα. Ήταν η μέρα που είχε σκοτώσει η 17 Νοέμβρη έναν αμερικανό αξιωματούχο στην Αθήνα και γινόταν χαμός και στον έλεγχο στους Εύζωνες με κατάλαβε ένας αστυφύλακας και εγώ άρχισα να τρέχω προς το πίσω μέρος του τρένου και όταν έφτασα στην τελευταία πόρτα μου φώναζε να μην πηδήξω αλλά όπως ήταν εν κινήσει το τρένο εγώ δεν μπορούσα να γυρίσω πίσω. Χτύπησα πολύ και κρυβόμουνα σε κάτι πολυβολεία. Είχε μια εκκλησία εκεί κοντά, ευτυχώς, και έτρωγα λειτουργιά και έπινα από το κρασί της θείας ευχαριστίας. Άναβα φωτιά για να ζεσταθώ, φούντωνε η αιμορραγία. Απομακρυνόμουνα από την φωτιά, πάγωνα. Έξω είχε λύκους που μυρίζανε το αίμα. Φοβόμουνα. Τελικά με έναν συγχωριανό μου, έφυγα για Γερμανία. Ήταν πολύ δύσκολα. Στα Ελληνογιογκοσλαβικά σύνορα σύρθηκα σχεδόν 4 χιλιόμετρα κάτω από συρματόπλεγμα μέχρι που να βγω. Στα τελευταία σύνορα για Γερμανία έπρεπε να πάω από την δεξιά πλευρά των συνόρων για να βγω. Έπεσα και σ' ένα πηγάδι γεμάτο νερό και ήταν παγωνιά. Άρχισα να τρέχω για να ζεσταθώ και όταν ξανά μπήκα στο αυτοκίνητο του συγχωριανού μου, ήμουν πια στην Γερμανία. Δραπέτης, αλλά στην Γερμανία! Φτάσαμε στο Μόναχο. Εμένα, όμως, ο προορισμός μου ήταν το Ανόβερο γιατί εκεί ζούσε η Τέρο. Τα κατάφερα και έφτασα. Για να βγάζω χαρτζιλίκι ζωγράφιζα σε ελληνικές ταβέρνες. Ήμουν πολύ καλός ζωγράφος πάντα, παρ' όλο που είχα ένα μάτι. Ήξερα σε πιο μέρος πήγαινε εκείνη και πήγα εκεί και ζήτησα δουλειά. Με πήρανε και όποτε ερχόταν την κρυφοκοιτούσα απ τις κουζίνες και δεν εμφανιζόμουνα. Απλά ήθελα να την βλέπω. Τίποτα άλλο. Καθυστερούσα όσο μπορούσα την ζωγραφιά. Έκανα τον Αχιλλέα που έσερνε τον Έκτορα με το άρμα του. Και μετά ερχότανε αυτή και μου αρκούσε. Μου αρκούσε που την κοίταζα απ τις σκιές. Κι ας μην ήξερε πως υπάρχω».

Τέρο
«Εγώ ήμουν παντρεμένη και είχα κάνει δυο παιδιά, τον Τζώρτζη και τον Ντένι. Πήγαινα στην δουλειά και ερχόμουνα και εκτός από τα παιδιά μου, δεν ζούσα. Έλεγα μέσα μου, αυτό είναι η ζωή; Στα χαμένα χωρίς κανένα νόημα; Μια μέρα σε μια ταβέρνα, είδα μια ζωγραφιά και ρώτησα ποιος την είχε κάνει. Μου τον έδειξαν και τον είδα για μια στιγμή, κλεφτά. Αυτός έσκυψε το κεφάλι και μου γύρισε την πλάτη. Πήγα πίσω του προς την τουαλέτα τάχα, και αυτός γύρισε και κοιταχτήκαμε για δευτερόλεπτα. Είχα 10 χρόνια να τον δω και σκέφτηκα μοιάζει πολύ με τον Νάση στα μάτια αλλά δεν είναι αυτός. Δεν μπορεί να είναι. Δεν μιλήσαμε. Τι να πούμε; Ο Νάσης ήταν φυλακή. Ήταν στην Ελλάδα. Την επομένη έφευγα. Όταν έφτασα στο χωριό ο αδερφός μου είπε ότι ο Νάσης ήταν στην Γερμανία. Τότε το συνειδητοποίησα ότι αυτός που είχα δει ήταν όντως ο Νάσης. Τι με θες εμένα! Δεν με χώραγε ο τόπος! Τα μάζεψα και γύρισα πίσω! Πήγα στον άντρα μου και του είπα ότι γύρισε αυτός που αγαπάω και ότι θα μείνω μαζί του. Και έτσι έφυγε και χάθηκε για πάντα. Μείναμε μαζί με τον Νάση πολύ λίγο καιρό. Μετά τον προδώσανε και τον έπιασε η Γερμανική αστυνομία. Τον κρατήσανε 8 μήνες σε γερμανικές φυλακές γιατί και η Ελλάδα δεν τον ήθελε πίσω, δεν είχε κάνει κανένα έγκλημα. Το μόνο που έκανε ήταν οι αποδράσεις για να βρει εμένα, τίποτε άλλο. Εγώ πήγαινα και τον έβλεπα σχεδόν κάθε μέρα. Κάθε μέρα»

ΤΕΛΟΣ
Γύρισαν στην Ελλάδα. Το 82 αποφυλακίστηκε και πήρε ταυτότητα. Ήταν πια νόμιμος. Το 82 παντρεύτηκε με την Τερο, στην Αθήνα,. Το 83 γεννήθηκε ο γιος τους ο Θωμάς και το 85 η Σταυρούλα τους. Στα 43 του, εκείνος έπιασε την πρώτη του πραγματική δουλειά, σε ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε μπαταρίες.
Έχουνε φτιάξει το σπίτι τους στο χωριό και αν τυχόν σας φέρει ποτέ ο δρόμος, με χαρά θα σας φτιάξουν καφέ, θα σας κεράσουν γλυκό του κουταλιού και θα σας πουν την ιστορία τους αν το ζητήσετε.