p

Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2013

Γιατί οι άνθρωποι κλαίμε;

Υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο που να μην έχει κλάψει; Ακόμη και οι “σκληροί” άνδρες, όταν μένουν μόνοι τους δακρύζουν.
Ο άνθρωπος σαν μέλος του ζωικού βασιλείου είναι το μοναδικό ον το οποίο κλαίει όταν υπερφορτίζεται συναισθηματικά. Τα υπόλοιπα όντα κλαίνε, ή καλύτερα δακρύζουν επειδή βιολογικά πρέπει οι οφθαλμοί τους να διατηρούνται υγροί. Τουλάχιστον αυτό υποστηρίζει ένας Βρετανός επιστήμονας στο βιβλίο του που τιτλοφορείται «Why Humans Like to Cry».

 Διαβάστε τι υποστηρίζει ο επιστήμονας για το κλάμα των ανθρώπων... Ο δρ Μάικλ Τρίμπλ, ομότιμος καθηγητής Συμπεριφορικής Νευρολογίας στο Ίδρυμα Νευρολογίας του University College, στο Λονδίνο, θεωρεί ότι ο άνθρωπος ανέπτυξε την συμπεριφορά του κλάματος κυρίως για λόγους επικοινωνίας κυρίως στις προϊστορικές περιόδους.

Εξέφραζε έτσι τα συναισθήματα του προς τα άλλα μέλη της κοινωνίας του, πριν καν καταφέρει να αναπτύξει την ομιλία και φυσικά τη γραφή. Κλαίγαμε λοιπόν για δυο λόγους. Πρώτον για να είναι υγρό το μάτι και να μην παθαίνει εύκολα μολύνσεις από μικρόβια, αλλά και δεύτερον για να εκφράσουμε τη λύπη ή τη χαρά μας προς τους άλλους. Αντίθετα υποστηρίζει ο Άγγλος επιστήμονας τα ζώα όσο και συναισθηματικά να φορτίζονται δεν κλαίνε. Κλαίνε μόνο για να καθαρίζουν τα μάτια τους.

Στο περιοδικό «Scientific American», ο δρ Τριμπλ, τόνισε: “Δεν κλαίνε, όμως, όλοι οι άνθρωποι εξίσου, και δεν κλαίνε και για τους ίδιους λόγους. Οι περισσότεροι για παράδειγμα θα κλάψουν για συναισθηματικούς λόγους, όπως το πένθος και η θλίψη για μία απώλεια, αλλά πολλοί λίγοι θα κλάψουν για αισθητικούς λόγους, δηλαδή, όταν κοιτάζουν έναν πίνακα, ένα γλυπτό ή ένα άλλο εξαίσιο έργο τέχνης. Έχουμε επίσης τα δάκρυα χαράς, τα οποία κατά κανόνα διαρκούν λιγότερο από εκείνα της θλίψης και του πένθους». Ο καθηγητής τονίζει επίσης ότι το κλάμα και όχι το δάκρυ, πρέπει να αναπτύχθηκε στους πρώτους ανθρώπους σε κάποια καθοριστική εξελικτική στιγμή.

Όπως λέει, η εμφάνιση του συναισθηματικού κλάματος σχετίζεται με την εμφάνιση της αυτό-συνειδητοποίησης και την αντίληψη ότι και οι άλλοι άνθρωποι έχουν συνείδηση του εαυτού τους. Αυτό το γεγονός οδήγησε στην συνειδητοποίηση ότι ο εαυτός και οι άλλοι μπορούν να υποφέρουν, να νιώσουν θλίψη, αλλά και να εξαφανιστούν. Συμπίπτει επίσης με την εμφάνιση της συναισθηματικής προσκόλλησης, που οδήγησε στην έκφραση συναισθημάτων με χαρακτηριστικές κινήσεις του προσώπου και τελικά με τα δάκρυα.

Ο δρ Τιμπλ προσθέτει πως όλ’ αυτά σημαίνουν ότι τα δάκρυα αποτελούν φυσική αντίδραση όχι μόνον στον πόνο, αλλά και στην συμπόνια προς τους άλλους. Και καταλήγει: “Δεν πρέπει να φοβόμαστε τα συναισθήματά μας, ιδίως όσα σχετίζονται με την συμπόνια, διότι η ικανότητά μας να νιώθουμε συμπόνια και να κλαίμε εξαιτίας της, αποτελεί το θεμέλιο της ηθικής και του πολιτισμού, κάτι που ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τα υπόλοιπα όντα.”