p

Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2010

Κακοποιώντας το όνομα της Ελλάδας

TOY ΑΝΔΡΕΑ Ν. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
Aναλυτές διεθνούς κύρους, αλλά και απόδημοι Έλληνες που διαπρέπουν στην πολιτική και οικονομική ζωή τρίτων χωρών, συγκλίνουν στην ίδια εκτίμηση. Επισημαίνουν ότι η σύγχρονη Ελλάδα κακοποιεί το όνομά της, προειδοποιούν για τις συνέπειες και συνιστούν συλλογική ευαισθητοποίηση. Υπογραμμίζουν ότι διογκώνοντας και προβάλλοντας τις αδυναμίες της, εμφανιζόμενη σαν αδύναμος κρίκος της Ευρώπης και εκπέμποντας συνεχώς αρνητικές εικόνες, η χώρα γίνεται αντικείμενο διασυρμού και συνολικής αμφισβήτησης. Προκαλεί την αποστροφή, τη χλεύη και, πολλές φορές, τη μήνιν της διεθνούς κοινής γνώμης. Ανατρέπει ριζικά τους θετικούς συνειρμούς που
προκαλούσε το άκουσμα του ονόματός της και βάζει στη θέση τους εικόνες καθολικής απαξίωσης. Καλλιεργεί, έτσι, καταστάσεις που συνεπάγονται τεράστιο κόστος και λειτουργούν καταστροφικά για το παρόν και το μέλλον της.

Η ταυτότητα της Ελλάδας

Επισημαίνεται, πρώτα από όλα, πως συντελείται ήδη μια κραυγαλέα ανατροπή στους συνειρμούς που προκαλούσε έως πρόσφατα το άκουσμα της λέξης «Ελλάδα». Αναφέρεται συγκεκριμένα πως, όταν οι πολίτες του κόσμου άκουγαν τη λέξη «Ελλάδα», έρχονταν στο νου τους σκέψεις, έννοιες και εικόνες ενός τόπου που γέννησε τον ευρωπαϊκό και τον παγκόσμιο πολιτισμό. Εικόνες του Περικλή, του Σωκράτη, του Σόλωνα, του Αισχύλου, του Ευριπίδη, του Αριστοφάνη, όπως και του Ιπποκράτη ή του Αρχιμήδη, αλλά και του Οδυσσέα, του Αχιλλέα, του Αλέξανδρου. Εικόνες από την Ακρόπολη, την Ολυμπία, τους Δελφούς, τις Μυκήνες, τη Βεργίνα. Και έννοιες όπως η δημοκρατία, η τέχνη, η φιλοσοφία, η επιστήμη, αλλά και η αυταπάρνηση, ο πατριωτισμός, η ελευθερία.
Επισημαίνεται ακόμα πως, όταν οι πολίτες του κόσμου άκουγαν τη λέξη «Ελλάδα», έρχονταν στο νου τους σύγχρονες εικόνες μιας χώρας με απαράμιλλο φυσικό πλούτο. Τα νησιά στο Ελληνικό Αρχιπέλαγος, τα Επτάνησα, οι ατέλειωτες γαλάζιες ακτές, τα πανέμορφα δάση. Αλλά και έννοιες, όπως το φιλότιμο και η φιλοξενία. Μια σύνθεση προικισμάτων της φύσης και προτερημάτων του λαού, που λειτουργούσε ως μαγνήτης για τους ξένους και ως ανεκτίμητος θησαυρός για όλους τους Έλληνες. Μια πατρίδα, μια χώρα, μια έννοια, με αιώνιες ρίζες και αδιαμφισβήτητη προοπτική.

Συλλογική κακοποίηση της εικόνας μας

Εδώ και μερικές δεκαετίες, η εικόνα της Ελλάδας του Πολιτισμού και της Ιστορίας άρχισε να σκουριάζει και να θαμπώνει. Με ευθύνες, βεβαίως, όλων: Της πολιτικής, της πνευματικής και της κάθε λογής ηγεσίας. Του πολιτικού δυναμικού που παραδόθηκε στις πελατειακές σχέσεις και τον πιο ανεύθυνο λαϊκισμό. Των λειτουργών ενός κράτους που δεν ήταν κράτος. Των πρωταγωνιστών του οικονομικού μοντέλου που εξαντλούσε τα όρια της αντοχής του. Αλλά και των πολλών που συνεργούσαμε, που βολευόμασταν και –ακόμη χειρότερα– που κακοποιούσαμε το όνομα της πατρίδας μας. Με τη συμμετοχή ή την ανοχή μας σε αρνητικά φαινόμενα· με την υιοθέτηση τάσεων και συμπεριφορών εισαγόμενης υποκουλτούρας· με έναν τρόπο που δημιουργούσε εξαιρετικά αρνητικές εικόνες και τις στοίβαζε αυθαίρετα τη μια πάνω στην άλλη, σκεπάζοντας ένα ένα εκείνα που μας κληροδότησαν οι αιώνες που πέρασαν.

Διασυρμός από ανεύθυνους και υπεύθυνους

Εδώ και λίγους μήνες, η παλιά εικόνα της χώρας χάθηκε παντελώς από τα μάτια και το μυαλό των πολιτών του κόσμου. Ακούνε «Ελλάδα» και στο μυαλό τους έρχονται ακαριαία οι αρνητικές εικόνες που όλοι μαζί –οι ανεύθυνοι, οι υπεύθυνοι και οι ανευθυνο-υπεύθυνοι– εκπέμπουμε προς τα έξω:
Η ίδια η κυβέρνηση, για περισσότερους από έξι μήνες, εμφάνιζε τη χώρα στα πρόθυρα οικονομικής κατάρρευσης. Παρομοίαζε την οικονομία με τον «Τιτανικό», που βουλιάζει και δεν σώζεται με τίποτε. Μιλούσε για επικείμενη χρεοκοπία. Ανέπτυσσε ισχυρισμούς για μια Ελλάδα αναξιόπιστη, αφερέγγυα και διεφθαρμένη. Διόγκωνε, επίσημα και επίμονα, κάθε αρνητικό στοιχείο και το διέδιδε προς πάσα κατεύθυνση. Ώσπου να φέρει την τρόικα και να της αναθέσει τη λήψη των οικονομικών αποφάσεων και την εποπτεία των διαρθρωτικών αλλαγών.
Η Ελλάδα γινόταν, παγκοσμίως, πρώτη είδηση, με έναν τρόπο που ξεθώριαζε την αίγλη της και κακοποιούσε το όνομά της. Έχανε την εμπιστοσύνη όχι μόνο των διεθνών αγορών, αλλά και της διεθνούς κοινής γνώμης. Γινόταν αντικείμενο παγκόσμιου χλευασμού, εμπαιγμού και αμφισβήτησης. Αλλά και παράδειγμα προς αποφυγή. Συνθλιβόταν, έτσι, κάτω από έναν ανελέητο διασυρμό, που ξεκινούσε από επίσημα χείλη και γινόταν φονικό όπλο στα χέρια διεθνών κερδοσκόπων και άσπονδων φίλων. Και, δυστυχώς, δεν ήταν μόνο αυτό.

Εμπρηστές του κοινού συμφέροντος

Επιλέγοντας την αιχμή της τουριστικής περιόδου για να ξεκινήσει την απελευθέρωση των «κλειστών» επαγγελμάτων, η κυβέρνηση υποτίμησε τις καταστροφικές επιπτώσεις των προβλεπόμενων συνδικαλιστικών αντιδράσεων. Επέλεξε τη στιγμή που οι συνέπειες θα ήταν πιο έντονες στην οικονομία, τον τουρισμό, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αλλά και σε ολόκληρη την κοινωνία, καθώς θα ακουμπούσαν κάθε πολίτη που ήθελε να πάει έστω και τρεις ημέρες διακοπές. Μπορεί, βέβαια, να εκμεταλλευόταν τον κοινωνικό αυτοματισμό και τη δύναμη του συλλογικού εκβιασμού για να επιβάλει μια αναγκαία μεταρρύθμιση. Έδινε όμως στα διεθνή Μέσα τη δυνατότητα να θυμίζουν σε όλο τον κόσμο πως η λέξη «χάος» είναι ελληνική και πως, σε τέτοιες καταστάσεις, δεν χωρά καμιά σκέψη για επίσκεψη στην Ελλάδα.
Και βέβαια, δεν ήταν μόνο αυτά. Είχαν προηγηθεί άλλωστε και οι ελεγκτές της εναέριας κυκλοφορίας, που και αυτοί θυμήθηκαν να κινητοποιηθούν την ώρα που άρχιζε η τουριστική περίοδος, γνωρίζοντας πολύ καλά πως έτσι θα στείλουν πιο μακριά τις ειδήσεις της ταλαιπωρίας. Και βέβαια πριν από αυτούς, είχαν στείλει τις δικές τους αρνητικές εικόνες πολλοί άλλοι, όπως οι αγρότες, αλλά και οι ναυτεργάτες στην προβλήτα του Πειραιά.
Στο διασυρμό, ωστόσο, της χώρας είχαν συμβάλει πολύ πιο έντονα οι ακρότητες μεμονωμένων συνδικαλιστικών ομάδων, που είχαν φτάσει στο σημείο να κατεβάζουν τα ρολά ξενοδοχείων, να απαγορεύουν βίαια την αποβίβαση τουριστών από κρουαζιερόπλοια, να εμποδίζουν την επιβίβαση σε πλοία που πήγαιναν προς τα νησιά μας, να αποκλείουν την πρόσβαση στην Ακρόπολη.
Ακόμη πιο άγρια είναι η εικόνα που εκπέμπεται προς τα έξω από την εγκληματική δράση εξτρεμιστικών και τρομοκρατικών ομάδων. Των αθλίων, που έφτασαν στο σημείο να κάψουν εργαζόμενους στο χώρο της δουλειάς τους μόνο και μόνο γιατί εργάζονταν. Αλλά και –προπάντων μάλιστα– των νοσηρών εγκεφάλων της τρομοκρατίας, που με βομβιστικές και δολοφονικές επιθέσεις στέλνουν παντού στον κόσμο εικόνες ανασφάλειας και δίνουν στα ξένα Μέσα Ενημέρωσης προφάσεις ισοπεδωτικών γενικεύσεων και ακραίων υπερβολών σε βάρος της χώρας.

Αγώνας για την Ελλάδα που χάνουμε

Το συμπέρασμα όσον αφορά στα αναγκαία και τα επείγοντα δεν επιδέχεται πλέον καμιάς αμφισβήτησης. Χρειάζεται, πρώτα από όλα, να μην δημιουργούμε οι ίδιοι καταστάσεις που εκθέτουν συλλογικά τη χώρα αλλά και να μην αφήσουμε τα σωρευμένα αρνητικά στοιχεία να καλύψουν και να παραμερίσουν τον πολιτισμικό πλούτο, την ιστορία και την παράδοσή μας. Να μην επιτρέψουμε να καταστραφεί το ενιαίο σύνολο της κληρονομιάς, των παραδόσεων, των συγκριτικών πλεονεκτημάτων και των εννοιών που συνδιαμορφώνουν τη λέξη «Ελλάδα». Διότι η Ελλάδα δεν είναι απλά και μόνο ένας τόπος και ένας λαός. Είναι, πάνω από όλα –όση σκουριά κι αν μαζεύτηκε τα τελευταία χρόνια– μια έννοια μοναδική και αιώνια, ένας τεράστιος πλούτος, στον οποίο πάντα μπορούμε να επενδύουμε.
Από εκεί και πέρα αρχίζουν τα πολλά άλλα. Γνωστά, χιλιοειπωμένα, αλλά και επιτακτικά, όσο ποτέ στο παρελθόν. Με μία επισήμανση: Αν η κυβέρνηση, επιστρατεύοντας το φόβο, κατάφερε να επιβάλει αυξημένες δόσεις σκληρών γιατρικών στις παθογένειες του χτες, είναι περισσότερο από βέβαιο πως με την ίδια συνταγή δεν μπορεί η χώρα να τραβήξει μπροστά. Από φόβο μπορεί να γονατίσαμε για να σηκώσουμε τα πιο σκληρά μέτρα που γνώρισε ο τόπος. Με το φόβο όμως δεν μπορούμε να σηκωθούμε, να τρέξουμε, να πάμε πιο ψηλά. Γι’ αυτό χρειάζεται και κάτι άλλο: Πίστη σε μια νέα προοπτική. Ρεαλιστικές προσδοκίες. Αναγέννηση της χαμένης ελπίδας. Κι αυτά είναι ανάγκη να τα δημιουργήσουμε σήμερα. Όχι αύριο. Είναι επιτακτική κοινωνική, οικονομική και εθνική ανάγκη.