Καθησυχαστική για τους γονείς είναι μια νέα αυστραλιανή επιστημονική έρευνα που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όσα παιδιά αργούν να μιλήσουν είναι απίθανο να έχουν αργότερα στη ζωή τους νοητικά, ψυχολογικά ή άλλα προβλήματα συμπεριφοράς.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον ψυχολόγο Άντριου Γουαϊτχάουζ του πανεπιστημίου της Δυτικής Αυστραλίας στο Περθ, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδιατρικής «Pediatrics», σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters, παρακολούθησαν περισσότερα από 1.400 παιδιά από την ηλικία των δύο ετών μέχρι την εφηβεία τους και διαπίστωσαν ότι όσα είχαν αργήσει να μιλήσουν σε σχέση με τους συνομηλίκους τους, όταν είχαν πια μεγαλώσει, δεν ήταν πιο ντροπαλά, μελαγχολικά ή επιθετικά. Αυτό, κατά τους ερευνητές, σημαίνει ότι είναι προτιμότερη μια τακτική αναμονής, όσον αφορά στα παιδιά που αργούν να αναπτύξουν την ικανότητα της ομιλίας, αν και οι γονείς θα πρέπει να έχουν τον νου τους μήπως τα παιδιά τους εμφανίσουν άλλα συμπτώματα καθυστέρησης, ψυχολογικών προβλημάτων ή μαθησιακών δυσκολιών, οπότε θα πρέπει να αναζητήσουν ιατρική υποστήριξη. Η νέα μελέτη είναι η πρώτη που παρακολούθησε για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα τα παιδιά που αργούν να μιλήσουν (σε ηλικία δύο ετών τα περισσότερα παιδιά έχουν συνήθως ένα λεξιλόγιο λίγων εκατοντάδων λέξεων, αν και υπάρχουν μεγάλες διαφορές από παιδί σε παιδί). Η έρευνα διαπίστωσε ότι περίπου ένα στα δέκα παιδιά παρουσιάζει γλωσσική καθυστέρηση, σε σχέση με τον μέσο όρο, στην ηλικία των δύο ετών. Επίσης, τα παιδιά αυτά εμφανίζονταν να έχουν αρχικά περισσότερα ψυχολογικά προβλήματα (π.χ. ήταν πιο εσωστρεφή και παθητικά), με βάση τις απαντήσεις που έδωσαν οι γονείς τους σε ερωτηματολόγια για τη συμπεριφορά τους. Όμως, μέχρι την ηλικία των πέντε ετών, λίγο πριν από το σχολείο, οι διαφορές ουσιαστικά είχαν εξαφανιστεί και τα παιδιά με την αρχική γλωσσική καθυστέρηση δεν φαινόταν να έχουν κάποιο συγκριτικό νοητικό-ψυχολογικό μειονέκτημα, κάτι που συνεχιζόταν έως την ηλικία των 17 ετών.
zougla
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον ψυχολόγο Άντριου Γουαϊτχάουζ του πανεπιστημίου της Δυτικής Αυστραλίας στο Περθ, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδιατρικής «Pediatrics», σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters, παρακολούθησαν περισσότερα από 1.400 παιδιά από την ηλικία των δύο ετών μέχρι την εφηβεία τους και διαπίστωσαν ότι όσα είχαν αργήσει να μιλήσουν σε σχέση με τους συνομηλίκους τους, όταν είχαν πια μεγαλώσει, δεν ήταν πιο ντροπαλά, μελαγχολικά ή επιθετικά. Αυτό, κατά τους ερευνητές, σημαίνει ότι είναι προτιμότερη μια τακτική αναμονής, όσον αφορά στα παιδιά που αργούν να αναπτύξουν την ικανότητα της ομιλίας, αν και οι γονείς θα πρέπει να έχουν τον νου τους μήπως τα παιδιά τους εμφανίσουν άλλα συμπτώματα καθυστέρησης, ψυχολογικών προβλημάτων ή μαθησιακών δυσκολιών, οπότε θα πρέπει να αναζητήσουν ιατρική υποστήριξη. Η νέα μελέτη είναι η πρώτη που παρακολούθησε για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα τα παιδιά που αργούν να μιλήσουν (σε ηλικία δύο ετών τα περισσότερα παιδιά έχουν συνήθως ένα λεξιλόγιο λίγων εκατοντάδων λέξεων, αν και υπάρχουν μεγάλες διαφορές από παιδί σε παιδί). Η έρευνα διαπίστωσε ότι περίπου ένα στα δέκα παιδιά παρουσιάζει γλωσσική καθυστέρηση, σε σχέση με τον μέσο όρο, στην ηλικία των δύο ετών. Επίσης, τα παιδιά αυτά εμφανίζονταν να έχουν αρχικά περισσότερα ψυχολογικά προβλήματα (π.χ. ήταν πιο εσωστρεφή και παθητικά), με βάση τις απαντήσεις που έδωσαν οι γονείς τους σε ερωτηματολόγια για τη συμπεριφορά τους. Όμως, μέχρι την ηλικία των πέντε ετών, λίγο πριν από το σχολείο, οι διαφορές ουσιαστικά είχαν εξαφανιστεί και τα παιδιά με την αρχική γλωσσική καθυστέρηση δεν φαινόταν να έχουν κάποιο συγκριτικό νοητικό-ψυχολογικό μειονέκτημα, κάτι που συνεχιζόταν έως την ηλικία των 17 ετών.
zougla