Το τελευταίο ανέκδοτο άρθρο του Αναστάσιου Πεπονή στην εφημερίδα «Μακεδονία»...Περιορισμοί της ελεύθερης θάλασσας, επέκταση της κυριαρχίας των κρατών...
Έως και τα μέσα του 20ού αιώνα κυριαρχούσε στο διεθνές δίκαιο η νομική διάκριση των θαλασσίων εκτάσεων της γης σε αιγιαλίτιδα ζώνη (χωρικά ύδατα) και ανοικτή, ή ελεύθερη, θάλασσα. Τα παράκτια κράτη ασκούσαν κυριαρχικά δικαιώματα μόνο στα χωρικά τους ύδατα. Σ’ όλη την άλλη θαλάσσια έκταση ίσχυε η αρχή της ελευθερίας των θαλασσών με την οποία αποκλειόταν η άσκηση σ’ αυτήν οιωνδήποτε κυριαρχικών δικαιωμάτων κράτους.
Τις κρατούσες αντιλήψεις για τον ρόλο και το νομικό καθεστώς των θαλασσών μετέβαλαν τεχνολογικές εφαρμογές πορισμάτων της επιστημονικής έρευνας, ιδίως από τα μέσα του 20ού αιώνα. Στον ρόλο της θάλασσας ως οδού επικοινωνίας (ναυτιλία) και ως πηγής τροφής (αλιεία), προστέθηκε η εκμετάλλευση πλούτου στον βυθό των θαλασσών και στο υπέδαφός του.
Η αυστηρή διάκριση σε χωρικά ύδατα και ελεύθερη θάλασσα έπαυσε να ισχύει από το 1958 με την εισαγωγή της υφαλοκρηπίδας ως νομικής έννοιας από τη σχετική με αυτήν Σύμβαση της Γενεύης. Με αυτή τη σύμβαση αναγνωρίστηκαν ειδικά κυριαρχικά δικαιώματα του παράκτιου κράτους στην υφαλοκρηπίδα, δηλαδή σε περιοχή του βυθού και του υπεδάφους του που εκτείνεται πέραν της αιγιαλίτιδας ζώνης σε βάθος έως 200 μέτρα. Αντικείμενο αυτών των ειδικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στην υφαλοκρηπίδα είναι η έρευνα και εκμετάλλευση μη ζώντων φυσικών πόρων, κυρίως φυσικού αερίου και πετρελαίου. Αναγνωρίστηκε έτσι ένας μερικός περιορισμός του εύρους της ελεύθερης θάλασσας.
Όταν το 1973 ενέργειες και κυβερνητικές πράξεις της Τουρκίας, με πρόσχημα έρευνες πετρελαίου, γέννησαν το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, ίσχυαν οι διατάξεις της Σύμβασης της Γενεύης. Η Ελλάδα αναγνώριζε ως μόνο υπαρκτό και προς επίλυση ζήτημα μεταξύ των δύο χωρών την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας με εφαρμογή των διατάξεων της τότε ισχύουσας σύμβασης. Αυτή η σύμβαση ρητά όριζε ότι ο όρος “υφαλοκρηπίδα” χρησιμοποιείται και για τον βυθό της θάλασσας και το υπέδαφος των θαλάσσιων περιοχών που συνέχονται με τις ακτές νήσων. Οι πράξεις όμως παραχώρησης υποθαλάσσιων εκτάσεων της τουρκικής κυβέρνησης, καθώς και οι αντίστοιχοι χάρτες, αγνοούσαν την υφαλοκρηπίδα των νησιών μας και περιλάμβαναν στα όριά τους μεγάλα τμήματα της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.
Επακολούθησε το 1982 η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας. Η Ελλάδα κύρωσε το 1995 με τον Ν. 2321 αυτή τη σύμβαση (εφεξής Σύμβ. Η.Ε.) η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί μέρος του εσωτερικού μας δικαίου. Με το άρθρο 121, παρ. 2, η Σύμβ. Η.Ε. ορίζει, ανάμεσα σ’ άλλα, ότι οι διατάξεις για την υφαλοκρηπίδα ισχύουν και για την υφαλοκρηπίδα μιας νήσου. Τρία μόνο κράτη, μεταξύ των οποίων η Τουρκία και οι ΗΠΑ, δεν έχουν προσυπογράψει αυτή τη σύμβαση, η οποία όμως εφαρμόζεται από το Διεθνές Δικαστήριο των Η.Ε. (Χάγης) σε σχετικές διαφορές που καλείται να επιλύσει. Αυτή τη σύμβαση θα ερμηνεύσει και θα εφαρμόσει το Δικαστήριο και στην περίπτωση που θα γίνει δεκτή η πρόταση της Ελλάδας να υπαχθεί στην κρίση του το ζήτημα της οριοθέτησης στο Αιγαίο.
Η Σύμβ. Η.Ε. όμως πρόσθεσε ακόμα έναν περιορισμό του εύρους της ελεύθερης θάλασσας με την αναγνώριση και άλλων ειδικών κυριαρχικών δικαιωμάτων του παράκτιου κράτους. Πρόκειται για την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, εφεξής ΑΟΖ, η οποία επίσης εκτείνεται πέρα από τα όρια της χωρικής θάλασσας. Η κύρια διαφορά της ΑΟΖ από την υφαλοκρηπίδα -όχι όμως η μόνη- έγκειται στο ότι, με το άρθρο 56 της Σύμβ. Η.Ε., το παράκτιο κράτος που θεσπίζει ΑΟΖ ασκεί ειδικά κυριαρχικά δικαιώματα έρευνας, εκμετάλλευσης, διαχείρισης, στον βυθό, το υπέδαφός του, αλλά και στα υπερκείμενα θαλάσσια ύδατα. Κατά συνέπεια όχι μόνο σε μη ζώντες φυσικούς πόρους (ορυκτά), αλλά και σε ζώντες, δηλαδή κυρίως αλιείας. Μια άλλη σημαντική διαφορά είναι ότι σύμφωνα με ρητές διατάξεις του άρθρου 77 της Σύμβ. Η.Ε., τα δικαιώματα στην υφαλοκρηπίδα υπάρχουν και διατηρούνται ανεξάρτητα απ’ το εάν το παράκτιο κράτος την ερευνά ή την εκμεταλλεύεται και χωρίς να απαιτείται οιαδήποτε διακήρυξή του. Η ΑΟΖ όμως θεσπίζεται με διακήρυξη από το παράκτιο κράτος το οποίο, όπως θα εξηγηθεί παρακάτω, υποχρεούται σε συγκεκριμένα μέτρα.
Επιστήμονες ειδικοί σε ζητήματα έρευνας πετρελαίου, αλλά και έγκυροι αρθρογράφοι, υποστηρίζουν ως λανθασμένη την εμμονή της Ελλάδας στην έννοια της υφαλοκρηπίδας, την χαρακτηρίζουν ξεπερασμένη από την ΑΟΖ κι ακόμα ότι, αν η Ελλάδα προχωρήσει σε κήρυξη και οριοθέτηση ΑΟΖ, στο Αιγαίο η θέση της θα είναι πιο ισχυρή σε νομικό επίπεδο.
Οριοθέτηση και νησιά σε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ
Όπως σημειώθηκε, σταθερή θέση της Ελλάδας είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Εξετάζουμε λοιπόν, με τις αναφορές και τις σκέψεις που ακολουθούν, εάν και γιατί, στο ζήτημα του Αιγαίου η μετακίνηση από την υφαλοκρηπίδα στην ΑΟΖ θα ενίσχυε τη θέση της Ελλάδας στο πολιτικό και στο νομικό επίπεδο, αλλά και ως προς το οικονομικό αντικείμενο των αντίστοιχων δικαιωμάτων.
Το μέγιστο εύρος της ΑΟΖ κάθε κράτους μπορεί να είναι 200 μίλια. Το ίδιο ισχύει, σύμφωνα με την ισχύουσα τώρα Σύμβ. Η.Ε., και για την υφαλοκρηπίδα. Τούτο σημαίνει ότι μόνο όπου η απόσταση των γραμμών από τις οποίες μετριέται το εύρος των χωρικών υδάτων αντίπερα χωρών είναι τουλάχιστον 400 μίλια, μπορεί κάθε κράτος να θεσπίσει ΑΟΖ χωρίς να γεννάται ζήτημα οριοθέτησης. Γι’ αυτό τον λόγο το άρθρο 74 της Σύμβ. Η.Ε. καθορίζει τις διαδοχικές διαδικασίες με τις οποίες μπορεί να πραγματοποιηθεί η οριοθέτηση ΑΟΖ μεταξύ κρατών με έναντι ή προσκείμενες ακτές.
Μήπως όμως αυτές οι ρυθμίσεις για την οριοθέτηση της ΑΟΖ είναι ευνοϊκότερες για την Ελλάδα, σε σύγκριση με εκείνες που διέπουν την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας; Η απάντηση είναι αρνητική. Οι σχετικές διατάξεις του άρθρου 74 για την ΑΟΖ είναι ταυτόσημες με εκείνες του άρθρου 83 για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.
Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι με τη θέσπιση ΑΟΖ το ζήτημα της οριοθέτησης στο Αιγαίο δεν ξεπερνιέται. Και με τις δύο εκδοχές, η οριοθέτηση και χάραξη της ΑΟΖ αντιμετωπίζονται υπό τις ίδιες γεωγραφικές προϋποθέσεις και με τις ίδιες διαδικασίες που ισχύουν και για την υφαλοκρηπίδα. Εξάλλου μπορεί να υποστηριχθεί ότι η γραμμή οριοθέτησης της ΑΟΖ δεν θα διέφερε από τη γραμμή οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας που τυχόν θα είναι προηγηθεί.
Όπως σημειώθηκε, το κράτος της Τουρκίας, με τις πράξεις εκχώρησης σε δική του εταιρεία (ΤΡΑΟ) θαλάσσιων περιοχών στο Αιγαίο για έρευνα πετρελαίου, καθώς και με τους συνοδεύοντες χάρτες, αγνοεί την υφαλοκρηπίδα των νησιών μας.
Η Τουρκία δεν υποστήριξε ευθέως κατά τις δεκαετίες 1970 και 1980, όταν δηλαδή η Ελλάδα δεν είχε ακόμα κυρώσει τη Σύμβ. Η.Ε. ότι τα νησιά του Αιγαίου δεν έχουν υφαλοκρηπίδα την οποία ρητά τους αναγνώριζε η Σύμβαση της Γενεύης του 1958. Τοποθετούσε και τοποθετεί το ζήτημα ως ζήτημα ειδικών συνθηκών και ισορροπίας δικαιωμάτων και συμφερόντων, επικαλούμενη και την έννοια της ευθυδικίας.
Η αναγνώριση της υφαλοκρηπίδας των νησιών αποτελεί σταθερό κανόνα του διεθνούς δικαίου της θάλασσας. Αυτός ο κανόνας επιβεβαιώνεται και με τη Σύμβαση της Γενεύης του 1958 και με τη Σύμβαση Η.Ε. Η διαφορά έγκειται στη διάκριση μεταξύ νήσων και βράχων στους οποίους η Σύμβ. Η.Ε. δεν αναγνωρίζει υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, όπως και εγκαταλείπει το βάθος των 200 μ. για τον υπολογισμό του εύρους της υφαλοκρηπίδας.
Η νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου, σε ορισμένες περιπτώσεις, έχει λάβει υπόψη της ειδικές συνθήκες, όπως το μέγεθος νησιών με μικρότερο μήκος ακτών σε σύγκριση με εκείνες του άλλου διάδικου κράτους, ή νησιά απομονωμένα από την κύρια εδαφική περιοχή κράτους. Αυτές οι ειδικές συνθήκες αφορούν αποκλειστικά στον υπολογισμό του εύρους της υφαλοκρηπίδας. Απόφαση η οποία να μην αναγνωρίζει σε νησί υφαλοκρηπίδα δεν υπάρχει.
Στην περίπτωση όμως του Αιγαίου δεν πρόκειται για απομονωμένα νησιά. Έχουμε μια πυκνή και συνεχόμενη νησιωτική περιοχή η οποία καλύπτει σημαντικό τμήμα της εδαφικής έκτασης του ελληνικού κράτους, κατοικημένη από σημαντικό μέρος του πληθυσμού του. Σ’ αυτές τις γεωγραφικές συνθήκες στο Αιγαίο στηρίζεται η έγκυρη εκτίμηση ότι “...τα κύρια ελληνικά νησιά όχι μόνο δεν θα αγνοηθούν, αλλά και θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στην κατανομή της υφαλοκρηπίδας ανάμεσα στις δύο χώρες”.
Η εύλογη επιφύλαξη ως προς τη διάκριση που υποδηλώνει η αναφορά σε “κύρια” νησιά δεν μειώνει τη σημασία αυτής της εκτίμησης: οριοθέτηση από το Δικαστήριο της Χάγης θα είναι πάντως και οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας των ελληνικών νησιών του Αιγαίου.
Το ερώτημα είναι εάν η θέσπιση από την Ελλάδα ΑΟΖ ισχυροποιεί τη θέση της ως προς τα νησιά. Το άρθρο 121 της Σύμβασης Η.Ε. αναγνωρίζει στα νησιά και ΑΟΖ. Είναι όμως η ίδια διάταξη (παρ. 2) με την οποία αναγνωρίζεται στα νησιά και η υφαλοκρηπίδα, όπως επίσης χωρικά ύδατα και συνορεύουσα ζώνη. Άρα η θέσπιση ΑΟΖ δεν προσφέρει πρόσθετη υποστήριξη στο ζήτημα των νησιών, σε σύγκριση με κείνη που μας προσφέρει η έννοια της υφαλοκρηπίδας.
Τα ειδικά κυριαρχικά δικαιώματα που έχει αναγνωρίσει το διεθνές δίκαιο στα παράκτια κράτη ασκούνται κατά κύριο λόγο στο πεδίο της οικονομίας. Όπως σημειώθηκε, η ΑΟΖ θεσπίζει κυριαρχικά δικαιώματα με αντικείμενο την εξερεύνηση, εκμετάλλευση, διαχείριση, ζωντανών και μη ζωντανών φυσικών πόρων από την επιφάνεια της θάλασσας έως τον βυθό και το υπέδαφός του. Αλλά για τα δικαιώματα με αντικείμενο τον βυθό και το υπέδαφός του, δηλαδή για κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, δεν προβλέπονται ειδικές για την ΑΟΖ ρυθμίσεις - ισχύουν και εφαρμόζονται οι διατάξεις για την υφαλοκρηπίδα (Συμβ. Η.Ε., άρθρο 56, παρ. 3).
Το ζήτημα του Αιγαίου το δημιούργησε η Τουρκία με τις προαναφερθείσες πράξεις της περιόδου 1973-1974. Η εξαγγελία, τον Ιούνιο του 1974, ότι πραγματοποιήθηκαν έρευνες πετρελαίου δυτικά της Λέσβου από ένα μικρό υδρογραφικό σκάφος, το “Τσανταρλί”, ακατάλληλο για αξιόπιστες έρευνες πετρελαίου, επιβεβαιώνει ότι το πετρέλαιο χρησίμευσε ως πρόσχημα για να γεννηθεί ζήτημα Αιγαίου. Ούτε αυτή η έρευνα, ούτε όσες ακολούθησαν, ούτε οι πράξεις εκχώρησης και οι χάρτες, μπορούν να έχουν οιαδήποτε νομική συνέπεια επί της υφαλοκρηπίδας, εις βάρος της Ελλάδας και υπέρ της Τουρκίας. Η Τουρκία απέβλεψε και πέτυχε να ανοίξει το ζήτημα του Αιγαίου και να το καταστήσει ζήτημα υπαρκτό και προς επίλυση, εξαρτώμενη όμως αυτή από τη δική της συναίνεση διότι η προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης προϋποθέτει συνυποσχετικό, δηλαδή συμφωνία και συνυπογραφή της Τουρκίας.
Η οικονομική εκμετάλλευση - Υδρογονάνθρακες και ψάρια
Πρακτική συνέπεια αυτής της εκκρεμότητας για την οριοθέτηση είναι η αδράνεια της Ελλάδας για έρευνες πετρελαίου σε όλη την έκταση της ελληνικής υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου. Οι ενδείξεις για την ύπαρξη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων σ’ αυτή την περιοχή είναι σοβαρές. Η συστηματική έρευνα για τον ακριβή εντοπισμό τους, για το βάθος τους, για τις κατά προσέγγιση ποσότητες, για την ποιότητά τους, κοντολογίς η εκτίμηση αν είναι όχι μόνο υπαρκτά αλλά και επιδεκτικά συμφέρουσας εκμετάλλευσης, είναι ζήτημα ζωτικό για την οικονομία της Ελλάδας. Αυτή η εκτίμηση όμως προϋποθέτει ευχέρεια ερευνητικής δραστηριότητας, χωρίς περιορισμούς και διακρίσεις, σε όλη την έκταση της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.
Είναι λοιπόν φανερό ότι η σημασία της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, με εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου, δεν περιορίζεται στην ενεργοποίηση της ελληνικής κυριαρχίας επί της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου. Ανοίγει ενδεχομένως μια σημαντική προοπτική για τη διερεύνηση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας μας στον τομέα της ενέργειας. Η Τουρκία προτείνει και επιδιώκει να συμφωνηθεί συνεκμετάλλευση των κοιτασμάτων. Ουσιαστικά, προτείνει να αποδεχθούμε, αντί για οριοθέτηση, συγκυριαρχία της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο!
Τα ειδικά κυριαρχικά δικαιώματα του παράκτιου κράτους, που η άσκησή τους προϋποθέτει τη θέσπιση ΑΟΖ, δηλαδή αυτά που δεν καλύπτονται από τις διατάξεις για την υφαλοκρηπίδα, έχουν ως αντικείμενο υπερκείμενους του βυθού πόρους, με κυριότερους τους αλιευτικούς.
Η αλιεία αποτελεί σημαντικό τομέα της εθνικής μας οικονομίας. Το ερώτημα είναι αν η προστασία και εκμετάλλευση ζώντων πόρων στο θαλάσσιο στρώμα του Αιγαίου, καθώς και οι σχετικές έρευνες, εξαρτώνται σε κάποιο έστω βαθμό από τη θέσπιση ΑΟΖ.
Από έρευνες και εκθέσεις αρμοδίων και ειδικών προκύπτει ότι ένα πλέγμα αλιευτικών πρακτικών και διοικητικών αδυναμιών έχει ως συνέπεια την καταστροφή παραγωγικών οικότοπων, μείωση των ιχθυοαποθεμάτων και μαρασμό της παράκτιας αλιείας. Να σημειωθεί ότι η παράκτια αλιεία καλύπτει το 95% της αλιευτικής οικονομίας της Ελλάδας.
Η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει έως σήμερα στον τομέα της αλιείας προβλήματα που η επίλυσή τους προϋποθέτει τη θέσπιση ΑΟΖ.
Η ΑΟΖ και οι περίκλειστοι γείτονες - Η περίπτωση της ΠΓΔΜ και η Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995
Στην υφαλοκρηπίδα η άσκηση δικαιωμάτων εξερεύνησης και εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων δεν υπόκειται σε περιορισμούς. Τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους είναι αποκλειστικά και απόλυτα. Οιαδήποτε δραστηριότητα τρίτων (κράτους, επιχειρήσεων, ερευνητικών φορέων) εξαρτάται απολύτως από τη συναίνεση του παράκτιου κράτους (άρθρο 77, παρ. 2, Σύμβ. Η.Ε.). Πρόκειται για ένα σοβαρό συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι της ΑΟΖ.
Η θέσπιση της ΑΟΖ παρακολουθείται από ένα πλέγμα όχι μόνο δικαιοδοσιών και δικαιωμάτων, αλλά και υποχρεώσεων, σχετικά με τους ζώντες πόρους, δηλαδή με την αλιεία. Ιδιαίτερη σημασία για το Αιγαίο έχει η πρόβλεψη της Σύμβ. Η.Ε. (άρθρο 62) ότι το παράκτιο κράτος προσδιορίζει τις δυνατότητές του για την εκμετάλλευση ζώντων πόρων της ΑΟΖ. Στην περίπτωση δε που δεν έχει τη δυνατότητα να αλιεύσει όλο τον επιτρεπόμενο όγκο, παρέχει σε άλλα κράτη πρόσβαση στο πλεόνασμα του επιτρεπόμενου αλιεύματος. Η συμμετοχή στην εκμετάλλευση αυτού του πλεονάσματος είναι δικαίωμα για δύο κατηγορίες κρατών: α. για γεωγραφικά μειονεκτούντα κράτη, όπως προσδιορίζονται στο άρθρο 70 της Σύμβ. Η.Ε. και β. για τα κράτη χωρίς ακτές (άρθρο 69, Σύμβ. Η.Ε.).
Το γειτονικό μας κράτος που μπορεί να υπαχθεί στη δεύτερη κατηγορία είναι η ΠΓΔΜ. Η θέσπιση ΑΟΖ στο Αιγαίο προσφέρει σ’ αυτό το χωρίς ακτές γειτονικό μας κράτος μια σημαντική νομιμοποίηση: να ζητήσει από την Ελλάδα τον καθορισμό του επιτρεπόμενου αλιεύματος και της δυνατότητάς να αλιεύει το σύνολό του. Στόχος του αιτήματος θα είναι να παρασχεθεί στο γειτονικό κράτος πρόσβαση στο τυχόν πλεόνασμα αλιεύματος σε ΑΟΖ που θα θεσπιζόταν για το Αιγαίο (άρθρο 62, παρ. 2, Σύμβ. Η.Ε.). Άρνηση της Ελλάδας να καθορίσει το επιτρεπόμενο αλίευμα ή να κατανείμει το τυχόν πλεόνασμα γεννά διάφορα προς επίλυση (άρθρο 297, παρ. 3β, Σύμβ. Η.Ε.) με τις προβλεπόμενες διαδικασίες.
Έχει υποστηριχθεί ότι “αναγνωρίζεται κατ’ αρχήν δικαίωμα συμμετοχής του περίκλειστου κράτους σε περισσότερες από μία ΑΟΖ”, δηλαδή, στην περίπτωση του γειτονικού κράτους, στο Αιγαίο και τον Εύξεινο ή και την Αδριατική, με την πρόσθετη παρατήρηση όμως ότι αυτό το δικαίωμα μπορεί να περιοριστεί εάν οι συνθήκες το επιβάλλουν.
Όμως, ανεξάρτητα από το ενδεχόμενο να προσφέρονται ΑΟΖ και άλλων κρατών, εκτός απ’ αυτή του Αιγαίου, για το αίτημα πρόσβασης σε τυχόν πλεόνασμα αλιεύματος, η Ελλάδα έχει ήδη αποδεχθεί την εφαρμογή υπέρ της ΠΓΔΜ των διατάξεων της Σύμβ. Η.Ε., εάν συντρέξουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις.
Με το άρθρο 13 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας της 13ης Σεπτεμβρίου του 1995 μεταξύ Ελλάδος και ΠΓΔΜ έχει γίνει αποδεκτό ότι η δεύτερη συμβαλλόμενη υπάγεται στην περίπτωση του εδαφικά περίκλειστου κράτους (land-locked state) και ότι τα συμβαλλόμενα μέρη θα καθοδηγούνται από τις εφαρμόσιμες διατάξεις της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας κατά το δυνατό και στην πράξη και όταν θα συνάπτουν τις συμφωνίες που προβλέπονται στο άρθρο 12. Αυτό το άρθρο προβλέπει και διμερείς συμφωνίες σε περιοχές κοινού ενδιαφέροντος. Είναι προφανές ότι η Ελλάδα αποδέχτηκε όρο που μόνο το αντισυμβαλλόμενο κράτος έχει συμφέρον να επικαλεστεί.
Η θέσπιση λοιπόν ΑΟΖ στο Αιγαίο προσφέρει στην ΠΓΔΜ την απαιτούμενη προϋπόθεση να επικαλεστεί τις προαναφερθείσες διατάξεις της Ενδιάμεσης Συμφωνίας και της Σύμβ. Η.Ε., να ζητήσει την τήρησή τους από την Ελλάδα, να προβάλει αμφισβητήσεις ως προς το τυχόν πλεόνασμα και να εγείρει αξιώσεις συμμετοχής. Θα θεμελίωνε έτσι ειδικά οικονομικά συμφέροντα στο Αιγαίο.
Το αίτημα για πρόσβαση σε πλεόνασμα του επιτρεπόμενου αλιεύματος έχει περιορισμένη σημασία, όταν είναι δεδομένες και αδιατάρακτες οι σχέσεις καλής γειτονίας μεταξύ του περίκλειστου και του παράλιου κράτους. Ενδεχομένως αυτή η πρόσβαση να ενισχύει κιόλας υφιστάμενες σχέσεις φιλίας και συνεργασίας. Κι ακόμα δεν προσθέτει ζητήματα εάν πρόκειται για θαλάσσια περιοχή ως προς την οποία δεν υφίστανται εκκρεμότητες με τρίτο κράτος.
Στην περίπτωση όμως του Αιγαίου δεν συντρέχει καμία απ’ αυτές τις προϋποθέσεις. Η στάση των κυβερνήσεων της ΠΓΔΜ στο κρίσιμο θέμα της ονομασίας -με τις προεκτάσεις του- παραμένει αδιάλλακτη. Η θέσπιση λοιπόν ΑΟΖ στο Αιγαίο μπορεί να προσθέσει σ’ αυτά τα ζητήματα και ζήτημα άσκησης αλιευτικών δικαιωμάτων. Ζήτημα που θα συναντούσε στο Αιγαίο το άλλο, το ήδη ανοικτό και κρίσιμης σημασίας, που έχουν γεννήσει οι ισχυρισμοί της Τουρκίας για την ίδια αυτή θάλασσα.
Έως και τα μέσα του 20ού αιώνα κυριαρχούσε στο διεθνές δίκαιο η νομική διάκριση των θαλασσίων εκτάσεων της γης σε αιγιαλίτιδα ζώνη (χωρικά ύδατα) και ανοικτή, ή ελεύθερη, θάλασσα. Τα παράκτια κράτη ασκούσαν κυριαρχικά δικαιώματα μόνο στα χωρικά τους ύδατα. Σ’ όλη την άλλη θαλάσσια έκταση ίσχυε η αρχή της ελευθερίας των θαλασσών με την οποία αποκλειόταν η άσκηση σ’ αυτήν οιωνδήποτε κυριαρχικών δικαιωμάτων κράτους.
Τις κρατούσες αντιλήψεις για τον ρόλο και το νομικό καθεστώς των θαλασσών μετέβαλαν τεχνολογικές εφαρμογές πορισμάτων της επιστημονικής έρευνας, ιδίως από τα μέσα του 20ού αιώνα. Στον ρόλο της θάλασσας ως οδού επικοινωνίας (ναυτιλία) και ως πηγής τροφής (αλιεία), προστέθηκε η εκμετάλλευση πλούτου στον βυθό των θαλασσών και στο υπέδαφός του.
Η αυστηρή διάκριση σε χωρικά ύδατα και ελεύθερη θάλασσα έπαυσε να ισχύει από το 1958 με την εισαγωγή της υφαλοκρηπίδας ως νομικής έννοιας από τη σχετική με αυτήν Σύμβαση της Γενεύης. Με αυτή τη σύμβαση αναγνωρίστηκαν ειδικά κυριαρχικά δικαιώματα του παράκτιου κράτους στην υφαλοκρηπίδα, δηλαδή σε περιοχή του βυθού και του υπεδάφους του που εκτείνεται πέραν της αιγιαλίτιδας ζώνης σε βάθος έως 200 μέτρα. Αντικείμενο αυτών των ειδικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στην υφαλοκρηπίδα είναι η έρευνα και εκμετάλλευση μη ζώντων φυσικών πόρων, κυρίως φυσικού αερίου και πετρελαίου. Αναγνωρίστηκε έτσι ένας μερικός περιορισμός του εύρους της ελεύθερης θάλασσας.
Όταν το 1973 ενέργειες και κυβερνητικές πράξεις της Τουρκίας, με πρόσχημα έρευνες πετρελαίου, γέννησαν το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, ίσχυαν οι διατάξεις της Σύμβασης της Γενεύης. Η Ελλάδα αναγνώριζε ως μόνο υπαρκτό και προς επίλυση ζήτημα μεταξύ των δύο χωρών την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας με εφαρμογή των διατάξεων της τότε ισχύουσας σύμβασης. Αυτή η σύμβαση ρητά όριζε ότι ο όρος “υφαλοκρηπίδα” χρησιμοποιείται και για τον βυθό της θάλασσας και το υπέδαφος των θαλάσσιων περιοχών που συνέχονται με τις ακτές νήσων. Οι πράξεις όμως παραχώρησης υποθαλάσσιων εκτάσεων της τουρκικής κυβέρνησης, καθώς και οι αντίστοιχοι χάρτες, αγνοούσαν την υφαλοκρηπίδα των νησιών μας και περιλάμβαναν στα όριά τους μεγάλα τμήματα της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.
Επακολούθησε το 1982 η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας. Η Ελλάδα κύρωσε το 1995 με τον Ν. 2321 αυτή τη σύμβαση (εφεξής Σύμβ. Η.Ε.) η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί μέρος του εσωτερικού μας δικαίου. Με το άρθρο 121, παρ. 2, η Σύμβ. Η.Ε. ορίζει, ανάμεσα σ’ άλλα, ότι οι διατάξεις για την υφαλοκρηπίδα ισχύουν και για την υφαλοκρηπίδα μιας νήσου. Τρία μόνο κράτη, μεταξύ των οποίων η Τουρκία και οι ΗΠΑ, δεν έχουν προσυπογράψει αυτή τη σύμβαση, η οποία όμως εφαρμόζεται από το Διεθνές Δικαστήριο των Η.Ε. (Χάγης) σε σχετικές διαφορές που καλείται να επιλύσει. Αυτή τη σύμβαση θα ερμηνεύσει και θα εφαρμόσει το Δικαστήριο και στην περίπτωση που θα γίνει δεκτή η πρόταση της Ελλάδας να υπαχθεί στην κρίση του το ζήτημα της οριοθέτησης στο Αιγαίο.
Η Σύμβ. Η.Ε. όμως πρόσθεσε ακόμα έναν περιορισμό του εύρους της ελεύθερης θάλασσας με την αναγνώριση και άλλων ειδικών κυριαρχικών δικαιωμάτων του παράκτιου κράτους. Πρόκειται για την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, εφεξής ΑΟΖ, η οποία επίσης εκτείνεται πέρα από τα όρια της χωρικής θάλασσας. Η κύρια διαφορά της ΑΟΖ από την υφαλοκρηπίδα -όχι όμως η μόνη- έγκειται στο ότι, με το άρθρο 56 της Σύμβ. Η.Ε., το παράκτιο κράτος που θεσπίζει ΑΟΖ ασκεί ειδικά κυριαρχικά δικαιώματα έρευνας, εκμετάλλευσης, διαχείρισης, στον βυθό, το υπέδαφός του, αλλά και στα υπερκείμενα θαλάσσια ύδατα. Κατά συνέπεια όχι μόνο σε μη ζώντες φυσικούς πόρους (ορυκτά), αλλά και σε ζώντες, δηλαδή κυρίως αλιείας. Μια άλλη σημαντική διαφορά είναι ότι σύμφωνα με ρητές διατάξεις του άρθρου 77 της Σύμβ. Η.Ε., τα δικαιώματα στην υφαλοκρηπίδα υπάρχουν και διατηρούνται ανεξάρτητα απ’ το εάν το παράκτιο κράτος την ερευνά ή την εκμεταλλεύεται και χωρίς να απαιτείται οιαδήποτε διακήρυξή του. Η ΑΟΖ όμως θεσπίζεται με διακήρυξη από το παράκτιο κράτος το οποίο, όπως θα εξηγηθεί παρακάτω, υποχρεούται σε συγκεκριμένα μέτρα.
Επιστήμονες ειδικοί σε ζητήματα έρευνας πετρελαίου, αλλά και έγκυροι αρθρογράφοι, υποστηρίζουν ως λανθασμένη την εμμονή της Ελλάδας στην έννοια της υφαλοκρηπίδας, την χαρακτηρίζουν ξεπερασμένη από την ΑΟΖ κι ακόμα ότι, αν η Ελλάδα προχωρήσει σε κήρυξη και οριοθέτηση ΑΟΖ, στο Αιγαίο η θέση της θα είναι πιο ισχυρή σε νομικό επίπεδο.
Οριοθέτηση και νησιά σε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ
Όπως σημειώθηκε, σταθερή θέση της Ελλάδας είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Εξετάζουμε λοιπόν, με τις αναφορές και τις σκέψεις που ακολουθούν, εάν και γιατί, στο ζήτημα του Αιγαίου η μετακίνηση από την υφαλοκρηπίδα στην ΑΟΖ θα ενίσχυε τη θέση της Ελλάδας στο πολιτικό και στο νομικό επίπεδο, αλλά και ως προς το οικονομικό αντικείμενο των αντίστοιχων δικαιωμάτων.
Το μέγιστο εύρος της ΑΟΖ κάθε κράτους μπορεί να είναι 200 μίλια. Το ίδιο ισχύει, σύμφωνα με την ισχύουσα τώρα Σύμβ. Η.Ε., και για την υφαλοκρηπίδα. Τούτο σημαίνει ότι μόνο όπου η απόσταση των γραμμών από τις οποίες μετριέται το εύρος των χωρικών υδάτων αντίπερα χωρών είναι τουλάχιστον 400 μίλια, μπορεί κάθε κράτος να θεσπίσει ΑΟΖ χωρίς να γεννάται ζήτημα οριοθέτησης. Γι’ αυτό τον λόγο το άρθρο 74 της Σύμβ. Η.Ε. καθορίζει τις διαδοχικές διαδικασίες με τις οποίες μπορεί να πραγματοποιηθεί η οριοθέτηση ΑΟΖ μεταξύ κρατών με έναντι ή προσκείμενες ακτές.
Μήπως όμως αυτές οι ρυθμίσεις για την οριοθέτηση της ΑΟΖ είναι ευνοϊκότερες για την Ελλάδα, σε σύγκριση με εκείνες που διέπουν την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας; Η απάντηση είναι αρνητική. Οι σχετικές διατάξεις του άρθρου 74 για την ΑΟΖ είναι ταυτόσημες με εκείνες του άρθρου 83 για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.
Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι με τη θέσπιση ΑΟΖ το ζήτημα της οριοθέτησης στο Αιγαίο δεν ξεπερνιέται. Και με τις δύο εκδοχές, η οριοθέτηση και χάραξη της ΑΟΖ αντιμετωπίζονται υπό τις ίδιες γεωγραφικές προϋποθέσεις και με τις ίδιες διαδικασίες που ισχύουν και για την υφαλοκρηπίδα. Εξάλλου μπορεί να υποστηριχθεί ότι η γραμμή οριοθέτησης της ΑΟΖ δεν θα διέφερε από τη γραμμή οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας που τυχόν θα είναι προηγηθεί.
Όπως σημειώθηκε, το κράτος της Τουρκίας, με τις πράξεις εκχώρησης σε δική του εταιρεία (ΤΡΑΟ) θαλάσσιων περιοχών στο Αιγαίο για έρευνα πετρελαίου, καθώς και με τους συνοδεύοντες χάρτες, αγνοεί την υφαλοκρηπίδα των νησιών μας.
Η Τουρκία δεν υποστήριξε ευθέως κατά τις δεκαετίες 1970 και 1980, όταν δηλαδή η Ελλάδα δεν είχε ακόμα κυρώσει τη Σύμβ. Η.Ε. ότι τα νησιά του Αιγαίου δεν έχουν υφαλοκρηπίδα την οποία ρητά τους αναγνώριζε η Σύμβαση της Γενεύης του 1958. Τοποθετούσε και τοποθετεί το ζήτημα ως ζήτημα ειδικών συνθηκών και ισορροπίας δικαιωμάτων και συμφερόντων, επικαλούμενη και την έννοια της ευθυδικίας.
Η αναγνώριση της υφαλοκρηπίδας των νησιών αποτελεί σταθερό κανόνα του διεθνούς δικαίου της θάλασσας. Αυτός ο κανόνας επιβεβαιώνεται και με τη Σύμβαση της Γενεύης του 1958 και με τη Σύμβαση Η.Ε. Η διαφορά έγκειται στη διάκριση μεταξύ νήσων και βράχων στους οποίους η Σύμβ. Η.Ε. δεν αναγνωρίζει υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, όπως και εγκαταλείπει το βάθος των 200 μ. για τον υπολογισμό του εύρους της υφαλοκρηπίδας.
Η νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου, σε ορισμένες περιπτώσεις, έχει λάβει υπόψη της ειδικές συνθήκες, όπως το μέγεθος νησιών με μικρότερο μήκος ακτών σε σύγκριση με εκείνες του άλλου διάδικου κράτους, ή νησιά απομονωμένα από την κύρια εδαφική περιοχή κράτους. Αυτές οι ειδικές συνθήκες αφορούν αποκλειστικά στον υπολογισμό του εύρους της υφαλοκρηπίδας. Απόφαση η οποία να μην αναγνωρίζει σε νησί υφαλοκρηπίδα δεν υπάρχει.
Στην περίπτωση όμως του Αιγαίου δεν πρόκειται για απομονωμένα νησιά. Έχουμε μια πυκνή και συνεχόμενη νησιωτική περιοχή η οποία καλύπτει σημαντικό τμήμα της εδαφικής έκτασης του ελληνικού κράτους, κατοικημένη από σημαντικό μέρος του πληθυσμού του. Σ’ αυτές τις γεωγραφικές συνθήκες στο Αιγαίο στηρίζεται η έγκυρη εκτίμηση ότι “...τα κύρια ελληνικά νησιά όχι μόνο δεν θα αγνοηθούν, αλλά και θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στην κατανομή της υφαλοκρηπίδας ανάμεσα στις δύο χώρες”.
Η εύλογη επιφύλαξη ως προς τη διάκριση που υποδηλώνει η αναφορά σε “κύρια” νησιά δεν μειώνει τη σημασία αυτής της εκτίμησης: οριοθέτηση από το Δικαστήριο της Χάγης θα είναι πάντως και οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας των ελληνικών νησιών του Αιγαίου.
Το ερώτημα είναι εάν η θέσπιση από την Ελλάδα ΑΟΖ ισχυροποιεί τη θέση της ως προς τα νησιά. Το άρθρο 121 της Σύμβασης Η.Ε. αναγνωρίζει στα νησιά και ΑΟΖ. Είναι όμως η ίδια διάταξη (παρ. 2) με την οποία αναγνωρίζεται στα νησιά και η υφαλοκρηπίδα, όπως επίσης χωρικά ύδατα και συνορεύουσα ζώνη. Άρα η θέσπιση ΑΟΖ δεν προσφέρει πρόσθετη υποστήριξη στο ζήτημα των νησιών, σε σύγκριση με κείνη που μας προσφέρει η έννοια της υφαλοκρηπίδας.
Τα ειδικά κυριαρχικά δικαιώματα που έχει αναγνωρίσει το διεθνές δίκαιο στα παράκτια κράτη ασκούνται κατά κύριο λόγο στο πεδίο της οικονομίας. Όπως σημειώθηκε, η ΑΟΖ θεσπίζει κυριαρχικά δικαιώματα με αντικείμενο την εξερεύνηση, εκμετάλλευση, διαχείριση, ζωντανών και μη ζωντανών φυσικών πόρων από την επιφάνεια της θάλασσας έως τον βυθό και το υπέδαφός του. Αλλά για τα δικαιώματα με αντικείμενο τον βυθό και το υπέδαφός του, δηλαδή για κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, δεν προβλέπονται ειδικές για την ΑΟΖ ρυθμίσεις - ισχύουν και εφαρμόζονται οι διατάξεις για την υφαλοκρηπίδα (Συμβ. Η.Ε., άρθρο 56, παρ. 3).
Το ζήτημα του Αιγαίου το δημιούργησε η Τουρκία με τις προαναφερθείσες πράξεις της περιόδου 1973-1974. Η εξαγγελία, τον Ιούνιο του 1974, ότι πραγματοποιήθηκαν έρευνες πετρελαίου δυτικά της Λέσβου από ένα μικρό υδρογραφικό σκάφος, το “Τσανταρλί”, ακατάλληλο για αξιόπιστες έρευνες πετρελαίου, επιβεβαιώνει ότι το πετρέλαιο χρησίμευσε ως πρόσχημα για να γεννηθεί ζήτημα Αιγαίου. Ούτε αυτή η έρευνα, ούτε όσες ακολούθησαν, ούτε οι πράξεις εκχώρησης και οι χάρτες, μπορούν να έχουν οιαδήποτε νομική συνέπεια επί της υφαλοκρηπίδας, εις βάρος της Ελλάδας και υπέρ της Τουρκίας. Η Τουρκία απέβλεψε και πέτυχε να ανοίξει το ζήτημα του Αιγαίου και να το καταστήσει ζήτημα υπαρκτό και προς επίλυση, εξαρτώμενη όμως αυτή από τη δική της συναίνεση διότι η προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης προϋποθέτει συνυποσχετικό, δηλαδή συμφωνία και συνυπογραφή της Τουρκίας.
Η οικονομική εκμετάλλευση - Υδρογονάνθρακες και ψάρια
Πρακτική συνέπεια αυτής της εκκρεμότητας για την οριοθέτηση είναι η αδράνεια της Ελλάδας για έρευνες πετρελαίου σε όλη την έκταση της ελληνικής υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου. Οι ενδείξεις για την ύπαρξη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων σ’ αυτή την περιοχή είναι σοβαρές. Η συστηματική έρευνα για τον ακριβή εντοπισμό τους, για το βάθος τους, για τις κατά προσέγγιση ποσότητες, για την ποιότητά τους, κοντολογίς η εκτίμηση αν είναι όχι μόνο υπαρκτά αλλά και επιδεκτικά συμφέρουσας εκμετάλλευσης, είναι ζήτημα ζωτικό για την οικονομία της Ελλάδας. Αυτή η εκτίμηση όμως προϋποθέτει ευχέρεια ερευνητικής δραστηριότητας, χωρίς περιορισμούς και διακρίσεις, σε όλη την έκταση της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.
Είναι λοιπόν φανερό ότι η σημασία της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, με εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου, δεν περιορίζεται στην ενεργοποίηση της ελληνικής κυριαρχίας επί της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου. Ανοίγει ενδεχομένως μια σημαντική προοπτική για τη διερεύνηση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας μας στον τομέα της ενέργειας. Η Τουρκία προτείνει και επιδιώκει να συμφωνηθεί συνεκμετάλλευση των κοιτασμάτων. Ουσιαστικά, προτείνει να αποδεχθούμε, αντί για οριοθέτηση, συγκυριαρχία της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο!
Τα ειδικά κυριαρχικά δικαιώματα του παράκτιου κράτους, που η άσκησή τους προϋποθέτει τη θέσπιση ΑΟΖ, δηλαδή αυτά που δεν καλύπτονται από τις διατάξεις για την υφαλοκρηπίδα, έχουν ως αντικείμενο υπερκείμενους του βυθού πόρους, με κυριότερους τους αλιευτικούς.
Η αλιεία αποτελεί σημαντικό τομέα της εθνικής μας οικονομίας. Το ερώτημα είναι αν η προστασία και εκμετάλλευση ζώντων πόρων στο θαλάσσιο στρώμα του Αιγαίου, καθώς και οι σχετικές έρευνες, εξαρτώνται σε κάποιο έστω βαθμό από τη θέσπιση ΑΟΖ.
Από έρευνες και εκθέσεις αρμοδίων και ειδικών προκύπτει ότι ένα πλέγμα αλιευτικών πρακτικών και διοικητικών αδυναμιών έχει ως συνέπεια την καταστροφή παραγωγικών οικότοπων, μείωση των ιχθυοαποθεμάτων και μαρασμό της παράκτιας αλιείας. Να σημειωθεί ότι η παράκτια αλιεία καλύπτει το 95% της αλιευτικής οικονομίας της Ελλάδας.
Η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει έως σήμερα στον τομέα της αλιείας προβλήματα που η επίλυσή τους προϋποθέτει τη θέσπιση ΑΟΖ.
Η ΑΟΖ και οι περίκλειστοι γείτονες - Η περίπτωση της ΠΓΔΜ και η Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995
Στην υφαλοκρηπίδα η άσκηση δικαιωμάτων εξερεύνησης και εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων δεν υπόκειται σε περιορισμούς. Τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους είναι αποκλειστικά και απόλυτα. Οιαδήποτε δραστηριότητα τρίτων (κράτους, επιχειρήσεων, ερευνητικών φορέων) εξαρτάται απολύτως από τη συναίνεση του παράκτιου κράτους (άρθρο 77, παρ. 2, Σύμβ. Η.Ε.). Πρόκειται για ένα σοβαρό συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι της ΑΟΖ.
Η θέσπιση της ΑΟΖ παρακολουθείται από ένα πλέγμα όχι μόνο δικαιοδοσιών και δικαιωμάτων, αλλά και υποχρεώσεων, σχετικά με τους ζώντες πόρους, δηλαδή με την αλιεία. Ιδιαίτερη σημασία για το Αιγαίο έχει η πρόβλεψη της Σύμβ. Η.Ε. (άρθρο 62) ότι το παράκτιο κράτος προσδιορίζει τις δυνατότητές του για την εκμετάλλευση ζώντων πόρων της ΑΟΖ. Στην περίπτωση δε που δεν έχει τη δυνατότητα να αλιεύσει όλο τον επιτρεπόμενο όγκο, παρέχει σε άλλα κράτη πρόσβαση στο πλεόνασμα του επιτρεπόμενου αλιεύματος. Η συμμετοχή στην εκμετάλλευση αυτού του πλεονάσματος είναι δικαίωμα για δύο κατηγορίες κρατών: α. για γεωγραφικά μειονεκτούντα κράτη, όπως προσδιορίζονται στο άρθρο 70 της Σύμβ. Η.Ε. και β. για τα κράτη χωρίς ακτές (άρθρο 69, Σύμβ. Η.Ε.).
Το γειτονικό μας κράτος που μπορεί να υπαχθεί στη δεύτερη κατηγορία είναι η ΠΓΔΜ. Η θέσπιση ΑΟΖ στο Αιγαίο προσφέρει σ’ αυτό το χωρίς ακτές γειτονικό μας κράτος μια σημαντική νομιμοποίηση: να ζητήσει από την Ελλάδα τον καθορισμό του επιτρεπόμενου αλιεύματος και της δυνατότητάς να αλιεύει το σύνολό του. Στόχος του αιτήματος θα είναι να παρασχεθεί στο γειτονικό κράτος πρόσβαση στο τυχόν πλεόνασμα αλιεύματος σε ΑΟΖ που θα θεσπιζόταν για το Αιγαίο (άρθρο 62, παρ. 2, Σύμβ. Η.Ε.). Άρνηση της Ελλάδας να καθορίσει το επιτρεπόμενο αλίευμα ή να κατανείμει το τυχόν πλεόνασμα γεννά διάφορα προς επίλυση (άρθρο 297, παρ. 3β, Σύμβ. Η.Ε.) με τις προβλεπόμενες διαδικασίες.
Έχει υποστηριχθεί ότι “αναγνωρίζεται κατ’ αρχήν δικαίωμα συμμετοχής του περίκλειστου κράτους σε περισσότερες από μία ΑΟΖ”, δηλαδή, στην περίπτωση του γειτονικού κράτους, στο Αιγαίο και τον Εύξεινο ή και την Αδριατική, με την πρόσθετη παρατήρηση όμως ότι αυτό το δικαίωμα μπορεί να περιοριστεί εάν οι συνθήκες το επιβάλλουν.
Όμως, ανεξάρτητα από το ενδεχόμενο να προσφέρονται ΑΟΖ και άλλων κρατών, εκτός απ’ αυτή του Αιγαίου, για το αίτημα πρόσβασης σε τυχόν πλεόνασμα αλιεύματος, η Ελλάδα έχει ήδη αποδεχθεί την εφαρμογή υπέρ της ΠΓΔΜ των διατάξεων της Σύμβ. Η.Ε., εάν συντρέξουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις.
Με το άρθρο 13 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας της 13ης Σεπτεμβρίου του 1995 μεταξύ Ελλάδος και ΠΓΔΜ έχει γίνει αποδεκτό ότι η δεύτερη συμβαλλόμενη υπάγεται στην περίπτωση του εδαφικά περίκλειστου κράτους (land-locked state) και ότι τα συμβαλλόμενα μέρη θα καθοδηγούνται από τις εφαρμόσιμες διατάξεις της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας κατά το δυνατό και στην πράξη και όταν θα συνάπτουν τις συμφωνίες που προβλέπονται στο άρθρο 12. Αυτό το άρθρο προβλέπει και διμερείς συμφωνίες σε περιοχές κοινού ενδιαφέροντος. Είναι προφανές ότι η Ελλάδα αποδέχτηκε όρο που μόνο το αντισυμβαλλόμενο κράτος έχει συμφέρον να επικαλεστεί.
Η θέσπιση λοιπόν ΑΟΖ στο Αιγαίο προσφέρει στην ΠΓΔΜ την απαιτούμενη προϋπόθεση να επικαλεστεί τις προαναφερθείσες διατάξεις της Ενδιάμεσης Συμφωνίας και της Σύμβ. Η.Ε., να ζητήσει την τήρησή τους από την Ελλάδα, να προβάλει αμφισβητήσεις ως προς το τυχόν πλεόνασμα και να εγείρει αξιώσεις συμμετοχής. Θα θεμελίωνε έτσι ειδικά οικονομικά συμφέροντα στο Αιγαίο.
Το αίτημα για πρόσβαση σε πλεόνασμα του επιτρεπόμενου αλιεύματος έχει περιορισμένη σημασία, όταν είναι δεδομένες και αδιατάρακτες οι σχέσεις καλής γειτονίας μεταξύ του περίκλειστου και του παράλιου κράτους. Ενδεχομένως αυτή η πρόσβαση να ενισχύει κιόλας υφιστάμενες σχέσεις φιλίας και συνεργασίας. Κι ακόμα δεν προσθέτει ζητήματα εάν πρόκειται για θαλάσσια περιοχή ως προς την οποία δεν υφίστανται εκκρεμότητες με τρίτο κράτος.
Στην περίπτωση όμως του Αιγαίου δεν συντρέχει καμία απ’ αυτές τις προϋποθέσεις. Η στάση των κυβερνήσεων της ΠΓΔΜ στο κρίσιμο θέμα της ονομασίας -με τις προεκτάσεις του- παραμένει αδιάλλακτη. Η θέσπιση λοιπόν ΑΟΖ στο Αιγαίο μπορεί να προσθέσει σ’ αυτά τα ζητήματα και ζήτημα άσκησης αλιευτικών δικαιωμάτων. Ζήτημα που θα συναντούσε στο Αιγαίο το άλλο, το ήδη ανοικτό και κρίσιμης σημασίας, που έχουν γεννήσει οι ισχυρισμοί της Τουρκίας για την ίδια αυτή θάλασσα.