Έτσι τελειώνει ο κόσμος, όχι με έναν εκκωφαντικό θόρυβο αλλά με έναν λυγμό...
γράφει ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές όλων των εποχών, αλλά και στοχαστής Τ. Σ. Έλιοτ.
Ένας λυγμός που βγαίνει αυθόρμητα σαν χείμαρρος όταν αντικρίζεις ηλικιωμένους να μαζεύουν τα απομεινάρια των λαχανικών όταν τελειώνει η λαϊκή αγορά. Παρακολούθησα το εξαιρετικά ενδιαφέρον και στην καρδιά της επικαιρότητας ρεπορτάζ του Μega για τους απόμαχους της ζωής που τρώνε τα σάπια ζαρζαβατικά της λαϊκής.
Κατά σύμπτωση, μία ημέρα πριν, οδηγώντας τη μοτοσικλέτα μου πέρασα από την οδό Ευελπίδων. Εκεί κάτω από μία κολώνα είχε ακουμπήσει την κουρασμένη πλάτη του, τόσο από τα χρόνια όσο και από τα βάρη της ζωής, ένας ρακένδυτος γέροντας. Δεν ξέρω πόσο χρονών ήταν. Και τι σημασία έχει, άλλωστε; Κάτω από τα γυαλιά μυωπίας διέκρινες εύκολα τον πόνο. Την παράδοση. Την απελπισία. Μπροστά του ένα άδειο κεσεδάκι από γιαούρτι με ελάχιστα κέρματα. Δεν είχε απλωμένο χέρι. Ακόμη και αυτές τις στιγμές ένα φως υπερηφάνειας τρυπούσε το σκοτάδι της ανέχειάς του.
Κλείστε τα μάτια σας παρακαλώ και σκεφτείτε για λίγα δευτερόλεπτα. Η καρδιά αυτού του ανθρώπου χτυπά ακόμη. Η ψυχή του δεν έχει φτερουγίσει ακόμη. Και αυτός, όποτε βρει δύναμη περπατάει και συνεχίζει να ζει. Το βράδια κανείς δεν ξέρει πού κοιμάται. Άνθρωπος στα αζήτητα. Σε κάποιο παγκάκι μέσα στην παγωνιά. Σε κάποιο παλιό αυτοκίνητο. Σε κάποιο χαρτόκουτο. Σε κάποια είσοδο νοσοκομείου. Σε κάποια υπόγεια διάβαση.
Πόσο να τον βοηθήσει το ένα ευρώ που άφησα στο κεσεδάκι και τα λίγα κέρματα που θα μάζευε ως το βράδυ; Πόσο κοστίζει μία ανθρώπινη ζωή στην Ελλάδα του 2012, που έρχεται σε λίγες ημέρες;
Κι, όμως, αυτός ο γέροντας με κοίταξε και μου είπε «σε ευχαριστώ, να έχεις υγεία και τύχη». Το πίστευε. Το ήθελε. Ήθελε να «εξαργυρώσει» το ένα ευρώ με μία ευχή. Μια ευχή η οποία είναι ανεκτίμητη. Από έναν άνθρωπο που στη δύση του – όσα λάθη, ενδεχομένως, κι αν έκανε – καταλήγει στο λυκόφως της ζωής του στα «σκουπίδια» της κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που σάπισε μαζί με τα σάπια μαρούλια της λαϊκής που τρώνε για να ζήσουν κάποιοι φτωχοί άνθρωποι. Η κοινωνία στην Ελλάδα τέλειωσε με έναν λυγμό. Έναν εκκωφαντικό λυγμό, όμως. Αυτό είναι το μόνο που δεν εκτίμησε σωστά ο Τ. Σ. Έλιοτ. Δεν υπάρχουν μόνο οι εκκωφαντικοί θόρυβοι. Αλλά και οι εκκωφαντικοί λυγμοί.
t-1-m-e.blogspot.com
γράφει ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές όλων των εποχών, αλλά και στοχαστής Τ. Σ. Έλιοτ.
Ένας λυγμός που βγαίνει αυθόρμητα σαν χείμαρρος όταν αντικρίζεις ηλικιωμένους να μαζεύουν τα απομεινάρια των λαχανικών όταν τελειώνει η λαϊκή αγορά. Παρακολούθησα το εξαιρετικά ενδιαφέρον και στην καρδιά της επικαιρότητας ρεπορτάζ του Μega για τους απόμαχους της ζωής που τρώνε τα σάπια ζαρζαβατικά της λαϊκής.
Κατά σύμπτωση, μία ημέρα πριν, οδηγώντας τη μοτοσικλέτα μου πέρασα από την οδό Ευελπίδων. Εκεί κάτω από μία κολώνα είχε ακουμπήσει την κουρασμένη πλάτη του, τόσο από τα χρόνια όσο και από τα βάρη της ζωής, ένας ρακένδυτος γέροντας. Δεν ξέρω πόσο χρονών ήταν. Και τι σημασία έχει, άλλωστε; Κάτω από τα γυαλιά μυωπίας διέκρινες εύκολα τον πόνο. Την παράδοση. Την απελπισία. Μπροστά του ένα άδειο κεσεδάκι από γιαούρτι με ελάχιστα κέρματα. Δεν είχε απλωμένο χέρι. Ακόμη και αυτές τις στιγμές ένα φως υπερηφάνειας τρυπούσε το σκοτάδι της ανέχειάς του.
Κλείστε τα μάτια σας παρακαλώ και σκεφτείτε για λίγα δευτερόλεπτα. Η καρδιά αυτού του ανθρώπου χτυπά ακόμη. Η ψυχή του δεν έχει φτερουγίσει ακόμη. Και αυτός, όποτε βρει δύναμη περπατάει και συνεχίζει να ζει. Το βράδια κανείς δεν ξέρει πού κοιμάται. Άνθρωπος στα αζήτητα. Σε κάποιο παγκάκι μέσα στην παγωνιά. Σε κάποιο παλιό αυτοκίνητο. Σε κάποιο χαρτόκουτο. Σε κάποια είσοδο νοσοκομείου. Σε κάποια υπόγεια διάβαση.
Πόσο να τον βοηθήσει το ένα ευρώ που άφησα στο κεσεδάκι και τα λίγα κέρματα που θα μάζευε ως το βράδυ; Πόσο κοστίζει μία ανθρώπινη ζωή στην Ελλάδα του 2012, που έρχεται σε λίγες ημέρες;
Κι, όμως, αυτός ο γέροντας με κοίταξε και μου είπε «σε ευχαριστώ, να έχεις υγεία και τύχη». Το πίστευε. Το ήθελε. Ήθελε να «εξαργυρώσει» το ένα ευρώ με μία ευχή. Μια ευχή η οποία είναι ανεκτίμητη. Από έναν άνθρωπο που στη δύση του – όσα λάθη, ενδεχομένως, κι αν έκανε – καταλήγει στο λυκόφως της ζωής του στα «σκουπίδια» της κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που σάπισε μαζί με τα σάπια μαρούλια της λαϊκής που τρώνε για να ζήσουν κάποιοι φτωχοί άνθρωποι. Η κοινωνία στην Ελλάδα τέλειωσε με έναν λυγμό. Έναν εκκωφαντικό λυγμό, όμως. Αυτό είναι το μόνο που δεν εκτίμησε σωστά ο Τ. Σ. Έλιοτ. Δεν υπάρχουν μόνο οι εκκωφαντικοί θόρυβοι. Αλλά και οι εκκωφαντικοί λυγμοί.
t-1-m-e.blogspot.com