p

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

Τα πολλά λιπαρά και τα κρεατικά προκαλούν αϋπνία

Αν περνάτε τις νύχτες σας ξάγρυπνοι, βγάλτε τα τηγανητά από τη ζωή σας, βάλτε σαλάτες στο ημερήσιο διαιτολόγιό σας και πίνετε άφθονο νερό, συνιστούν επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια.


Σε μελέτη που πραγματοποίησαν διαπίστωσαν ότι υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ της διατροφής και της ποιότητας του ύπνου μας, καθώς άλλα θρεπτικά συστατικά την ευνοούν και άλλα την υπονομεύουν, αυξάνοντας ή μειώνοντας τη διάρκεια του ύπνου.

Είναι η πρώτη φορά που κλινική μελέτη δείχνει ότι συγκεκριμένα θρεπτικά συστατικά παίζουν ρόλο στην διάρκεια του ύπνου, καθώς και ότι τον καλύτερο ύπνο κάνουν όσοι δεν έχουν μονοσήμαντη διατροφή, αλλά καταναλώνουν ποικιλία τροφίμων, γράφουν οι ερευνητές στην διαδικτυακή έκδοση της επιθεωρήσεως «Appetite».

Σύμφωνα με τη μελέτη, η έλλειψη βιταμίνης C, η αφυδάτωση και η υπερκατανάλωση λιπαρών ανήκουν στους εχθρούς του ύπνου – το ίδιο και η έλλειψη σεληνίου και λυκοπένης.

Καλές πηγές βιταμίνης C είναι τα εσπεριδοειδή (μανταρίνια, πορτοκάλια, γκρέιπ φρουτ κ.τ.λ.), το μπρόκολο, οι πιπεριές και τα σκουροπράσινα φυλλώδη λαχανικά.

Το σελήνιο υπάρχει σε υψηλά επίπεδα σε καρύδια, κρέας και οστρακόδερμα, ενώ η λυκοπένη (ή λυκοπένιο) είναι η χρωστική ουσία που χαρίζει το κόκκινο χρώμα της στην ντομάτα και τα υπόλοιπα φρούτα και λαχανικά με κόκκινο ή πορτοκαλί χρώμα.

Όσον αφορά τα λιπαρά, η μελέτη έδειξε πως η υπερκατανάλωση κορεσμένων λιπαρών (υπάρχουν κυρίως στα ζωικής προελεύσεως τρόφιμα) και χολίνης (υπάρχει στα αυγά και στα «παχιά» κρέατα) διαταράσσει τον ύπνο.

Το ίδιο κάνουν και οι «συνήθεις ύποπτοι», δηλαδή η σοκολάτα, το τσάι (εξαιτίας της ουσίας θεοβρωμίνη, που περιέχει) και το αλκοόλ.

Η μελέτη

Για τους σκοπούς της μελέτης, οι ερευνητές ανέλυσαν στοιχεία από μία μεγάλη, παναμερικανική μελέτη που ονομάζεται NHANES (National Health and Nutrition Examination Survey). Τα στοιχεία της μελέτης συγκεντρώθηκαν την περίοδο 2007-2008.

Οι ερευνητές ταξινόμησαν τους εκατοντάδες εθελοντές της μελέτης σε τέσσερις κατηγορίες: σε όσους κοιμόντουσαν πολύ λίγο (λιγότερο από 5 ώρες κάθε βράδυ), σε όσους κοιμόντουσαν λίγο(5-6 ώρες), σε όσους κοιμόντουσαν κανονικά (7-8 ώρες) και σε όσους κοιμόντουσαν πολύ (9 ή περισσότερες ώρες).

Όλοι οι εθελοντές είχαν συμπληρώσει λεπτομερή ερωτηματολόγια διατροφής, που περιείχαν ερωτήματα για οτιδήποτε έτρωγαν και έπιναν σε ένα 24ωρο – από το νερό έως το παραμικρό σνακ.

Με βάση τις απαντήσεις τους και σε σύγκριση με όσους κοιμόντουσαν κανονικά, εξέτασαν τις τυχόν διαφορές όσον αφορά την πρόσληψη θρεπτικών συστατικών και θερμίδων.

Έλαβαν επίσης υπ’ όψιν κάθε παράγοντα που θα μπορούσε να επηρεάσει τον ύπνο – από την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση έως την φυσική κατάσταση και την παχυσαρκία.

Τα ευρήματα

Όπως διαπίστωσαν, μεταξύ των τεσσάρων ομάδων υπήρχαν διαφορές στην πρόσληψη θερμίδων, αλλά και στην σύσταση της ημερήσιας διατροφής.
Όσοι εθελοντές κατανάλωναν τις περισσότερες θερμίδες, είχαν τον λιγότερο ύπνο. Αντιθέτως, όσοι κατανάλωναν ποικιλία τροφίμων κοιμόντουσαν καλύτερα, ενώ όσοι έτρωγαν πολύ συγκεκριμένα φαγητά έτειναν να έχουν τον πιο ανήσυχο ύπνο.

Διαφορές εντοπίσθηκαν σε πολλά είδη θρεπτικών συστατικών μεταξύ των ομάδων – μεταξύ αυτών οι πρωτεΐνες, οι υδατάνθρακες, οι βιταμίνες και τα ιχνοστοιχεία.

«Το γενικό συμπέρασμα της μελέτης μας είναι πως όσοι κοιμούνται κανονικά, δηλαδή 7 έως 8 ώρες κάθε βράδυ, έχουν διαφορετική διατροφή απ’ όσους κοιμούνται περισσότερο ή λιγότερο», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Μάικλ Γκράντερ, από το Κέντρο Ύπνου & Κιρκάδιας Νευροβιολογίας του πανεπιστημίου.

«Ανακαλύψαμε επίσης ότι ο σύντομος και ο παρατεταμένος ύπνος σχετίζονται με χαμηλότερη ποικιλία στη διατροφή.

»Παρότι πολλοί από εμάς ενστικτωδώς ξέρουμε πως υπάρχει σχέση ανάμεσα σε ό,τι τρώμε και πως θα κοιμηθούμε, λίγες είναι οι επιστημονικές μελέτες που έχουν εξετάσει αυτή τη συσχέτιση, ιδίως στον αληθινό κόσμο και όχι μέσα σε κάποιο εργαστήριο.

»Ο τομέας αυτός έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς ξέρουμε πως ο λιγοστός ύπνος συσχετίζεται με την αύξηση του σωματικού βάρους και την παχυσαρκία, τον σακχαρώδη διαβήτη και τα καρδιαγγειακά νοσήματα».

ΠΗΓΗ: tanea.gr